Αν και το σασπένς δεν λείπει -ο Ματέο Σαλβίνι ετοιμάζει ευρωσκεπτικιστική πλατφόρμα με τον Γιάροσλαβ Καζίντσκι- οι Ευρωπαίοι πλήττουν στην επίκληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προπαγάνδα έχει οδηγήσει στην απαξίωση της καλύτερης ιδέας που είχαμε ποτέ: όχι μόνο εμάς τους Έλληνες που, αν και δεν αποχωρήσαμε από την ΕΕ, βρήκαμε τρόπο να επιστρέψουμε στα Βαλκάνια.

Το 2019 είναι η χρονιά του Brexit και των ευρωεκλογών. Το Brexit φαίνεται ομιχλώδες: η ΕΕ είναι πράγματι μια γραφειοκρατία (δεν θα μπορούσε να μην είναι) και, παρά τη συνθήκη της Λισαβόνας του 2009 που προβλέπει ενδεχόμενη αποχώρηση, συγκροτήθηκε με προοπτική ομοσπονδιοποίησης. Υπήρχε η ελπίδα μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας που θα αντικαθιστούσε τον εθνικισμό και την ενοριακή μας νοοτροπία. Αλλά, εθνικιστές ηγέτες και βλαχοδήμαρχοι προκάλεσαν την ομιχλώδη κατάσταση του Brexit (η Τερέζα Μέι δεν έχει καταφέρει ακόμα να συνεννοηθεί με τη Βουλή των Κοινοτήτων, το κόμμα της και την Ιρλανδία) αποδίδοντας, δολίως, στην Ένωση όλα τα προβλήματα της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής που εφαρμόσαμε για δεκαετίες παντού στην Ευρώπη (ελλείμματα, Ισλάμ, μετανάστες, δημογραφική αλλοίωση).

Τo δημοψήφισμα στη Βρετανία ήταν μια ανοησία της μεγαλοϊδεατικής δεξιάς του Μπόρις Τζόνσον και της φιλο-τριτοκοσμικής αριστεράς του Τζέρεμι Κόρμπιν. (Η εργαλειοποίηση των δημοψηφισμάτων αποδεικνύεται στην Ελβετία όπου η «φωνή του λαού» απορρίπτει μια-μια όλες οι σοσιαλδημοκρατικές προτάσεις: ελάχιστο εισόδημα, πλαφόν στο μέγιστο εισόδημα, έξι αντί για τέσσερις εβδομάδες πληρωμένη άδεια τον χρόνο). Αλλά, θα δούμε: αν το Brexit βλάψει ή ωφελήσει τη Βρετανία θα εξαρτηθεί από την πολιτική της μετά την έξοδο τον Μάρτιο του 2019. Πάντως εμάς τους υπολοίπους μάς βλάπτει: εκτός του ότι η αρχαιότερη κοινοβουλευτική δημοκρατία απομακρύνεται από την Ευρώπη, γίνεται καταλύτης αντι-ευρωπαϊκών εξελίξεων. Στις ευρωεκλογές του Μαΐου περιμένουμε να αναδειχτούν ευρωσκεπτικιστές σε ποσοστό 30%· περίπου 212 από τις 705 έδρες -και να μπουν στο ευρωκοινοβούλιο κόμματα σε ψίχουλα· οι προαναφερθέντες βλαχοδήμαρχοι που κατηγορούν την Άνγκελα Μέρκελ ότι δεν  κράτησε τις ισορροπίες. Πράγματι, η μεταναστευτική της πολιτική ενίσχυσε την ξενοφοβία και διέρρηξε τον συντηρητικό-χριστιανοδημοκρατικό χώρο προκαλώντας αντιγερμανική σπασμωδικότητα: κινήσεις όπως η εισδοχή 800.000 μεταναστών στη Γερμανία ήταν εξίσου αυθαίρετες με την άρνηση εισδοχής μεταναστών στην Ουγγαρία. Ο Βίκτορ Όρμπαν, αν και λιγότερο σοβαρό πρόσωπο από την κ. Μέρκελ, είναι, ως προς αυτό το ζήτημα, η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Αλλά οι άκρως συντηρητικοί αντι-ευρωπαϊστές έχουν οικονομικά και κοινωνικά προγράμματα που είναι πολύ χειρότερα από τη μεταναστευτική τους πολιτική: κοντολογίς, το πρόβλημα με την ευρωσκεπτικιστική δεξιά είναι η πρόθεσή της να περικόψει τα δικαιώματα και να χτίσει δημοκρατορίες· να καταργήσει το ευρωπαϊκό εργασιακό status quo, τη σοσιαλδημοκρατική τάξη πραγμάτων.

Από το 1979, τα ποσοστά συμμετοχής στις ευρωεκλογές φθίνουν: από το 62% του 1979 φτάσαμε βαθμιαία στο 42,6% το 2014. Ενώ παραπονούμαστε ότι δεν συμμετέχουμε αρκετά στη λήψη των αποφάσεων, δεν κρίνουμε απαραίτητο να ενημερωνόμαστε και να ψηφίζουμε εκείνους που μας ταιριάζουν περισσότερο. Η αποχή είναι εύκολη· δεν προϋποθέτει πνευματικό κόπο: «Όλοι ίδιοι είναι» και «Να πάνε στον διάολο». Είμαστε οκνηροί αλλά έχουμε απαιτήσεις· όταν αυτές δεν ικανοποιούνται προσπαθούμε να βάλουμε φωτιά στον κόσμο.

Το 2019 κάποιος πρέπει να διαδεχθεί τον Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ: κάποιος που να μπορεί να εκλαϊκεύει σύνθετα ζητήματα, να βρίσκεται σε 27 πρωτεύουσες σχεδόν ταυτοχρόνως και να διαπραγματεύεται με κυβερνήσεις, συνδικάτα, εργοδότες και θεσμικά όργανα. Οι Γάλλοι θα ήθελαν τον Μισέλ Μπαρνιέ, αν και είναι 68 ετών (υπερβολικά ηλικιωμένος για τα δεδομένα του Μακρόν) και δεν πρόσκειται καν στο REM. Περιέργως, τον στηρίζει ο Βίκτορ Όρμπαν σαν να μην αναγνωρίζει ότι ο Μπαρνιέ είναι ευρωπαϊστής. Πράγμα που ίσως δείχνει ότι με κατάλληλους χειρισμούς, η λαϊκιστική δεξιά μπορεί να συνεργαστεί και να μην προχωρήσει σε ρήξεις, παρότι πολύ θα το ήθελε.

Στις 22 Ιανουαρίου ο Εμμανουέλ Μακρόν και η Άνγκελα Μέρκελ θα υπογράψουν μια συμφωνία που ανανεώνει εκείνη του Αντενάουερ με τον Ντε Γκολ, αν και το κύρος των σημερινών ηγετών δεν είναι συγκρίσιμο: ο Μακρόν έχει εκτεθεί με τα Κίτρινα Γιλέκα που τον καταγγέλλουν ως «μαριονέτα των τραπεζών» και η Μέρκελ οδεύει προς το τέλος της θητείας της. Η επικείμενη συμφωνία προβλέπει στενότερη συνεργασία των γαλλικών νομών με τα γερμανικά κρατίδια στον βιομηχανικό τομέα. Είναι κάτι καλό, πλην όμως, στη Γαλλία αναλωνόμαστε σε αντιγερμανικές εκδηλώσεις τις οποίες ενθαρρύνει φυσικά ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, ο οποίος, πέραν του εθνολαϊκισμού του, δεν θέλει να βλέπει τη Μέρκελ ούτε ζωγραφιστή (του φαίνεται «θείτσα»). Έτσι, μπαίνουν εμπόδια στην τραπεζική ένωση, στον ενιαίο προϋπολογισμό και στην επιτάχυνση της ανάπτυξης των χωρών του Νότου. Για τον ευρωπαϊκό στρατό ούτε λόγος. Όπως κάναμε εμείς οι Έλληνες στο γκροτέσκο δημοψήφισμα του 2015, πολλοί Ευρωπαίοι επιδεικνύουν «εθνική υπερηφάνεια», ένα παράλογο συναίσθημα που τροφοδοτούν οι χώρες μεταξύ τους και που δεν μας αφήνει να δούμε τα αληθινά μας συμφέροντα.

Και σαν να μη μας έφταναν όλα τούτα, ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτηρίζει την Ευρώπη «αντίπαλο» (15 Ιουλίου 2018), ο Μάικ Πομπέο ενθαρρύνει τις χώρες που θέλουν να φύγουν από την ΕΕ (4 Δεκεμβρίου), ο Ερντογάν απειλεί να ρίξει τους Έλληνες στη θάλασσα και ο Πούτιν καραδοκεί σε συνεργασία με την ευρωπαϊκή ακροδεξιά και τα διεθνή τρολ. Ποια είναι η λογική στάση μπροστά σ’ αυτή την εχθρότητα; Σ’ αυτό το σημείο, γίνομαι αισιόδοξη: αν ο Τραμπ μέσα στην τρέλα του εφαρμόσει πολιτική απομονωτισμού ίσως η Ευρώπη μπορέσει να ανασυγκροτηθεί αυτόνομα. Εξάλλου, σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο του Ιανουαρίου 83% των Ευρωπαίων είναι υπέρ της Σέγκεν και 75% υπέρ του ευρώ -ένα καλούτσικο σκορ. Προσθέτω τη μικρή πιθανότητα ύφεσης και ότι επιτέλους οι ψηφιακοί γίγαντες πιέζονται να πληρώσουν τους φόρους που τους αντιστοιχούν. Οπότε, εντάξει.