Η πολύχρονη οικονομική κρίση άφησε βαθιά σημάδια στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Οι σχετικές έρευνες καταγράφουν ένα τοπίο εισοδηματικής απίσχνανσης και κοινωνικής αποδιάρθρωσης. Σύμφωνα με τον Κατάλογο Κοινωνικής Δικαιοσύνης 2017 που δημοσιεύει σε ετήσια βάση το γερμανικό ινστιτούτο Bertelsmann, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 26η θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, στην κατηγορία του κινδύνου της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού (35,6% των ελλήνων πολιτών). Αναφορικά με το ζήτημα της μείωσης της φτώχειας και τη σχέση της με την οικονομική ανάπτυξη, περιοριζόμαστε στις παρακάτω παρατηρήσεις:

Πρώτον, γίνεται γενικά αποδεκτό ότι η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη αποτελεί το αποτελεσματικότερο εργαλείο περιορισμού της φτώχειας, στο μέτρο βέβαια που διασφαλίζεται η κοινωνική κινητικότητα. Ωστόσο, οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν επιτρέπουν τον απεγκλωβισμό από την παγίδα της φτώχειας. Η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική θυσιάζει τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας (που θα ενισχύονταν με τη δέσμευση των πρωτογενών πλεονασμάτων σε δημόσιες επενδύσεις) για την επίτευξη βραχυπρόθεσμων πλεονασμάτων που υπακούν στις κυβερνητικές πολιτικές σκοπιμότητες παρά στην οικονομική λογική.

Δεύτερον, οι πολλές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας συνιστούν την πληρέστερη θωράκιση απέναντι στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ομως οι εγχώριες αγορές εργασίας χαρακτηρίζονται ολοένα περισσότερο από την επέκταση  των συμβάσεων μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης και την εργασιακή φτώχεια. Ακόμη χειρότερα, ο κοινωνικός ανελκυστήρας δείχνει να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Με βάση πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ («A Broken Social Elevator?», 2018), το 61,9% εκείνων που χάνουν την εργασία τους οδηγείται σε σημαντική απώλεια εισοδήματος (με τον μέσο όρο στο 36,8%), κάτι που συμβάλλει στην απαράδεκτη έκταση της παιδικής φτώχειας σε νοικοκυριά χωρίς εργαζόμενους γονείς. Απαιτείται διεύρυνση της κάλυψης των ανέργων, όπου μόλις ένας στους οκτώ λαμβάνει κάποιο επίδομα, καθώς και ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης όπου και διαχρονικά καταγράφεται σημαντική υστέρηση, με στόχο τη μείωση του μισθολογικού κόστους και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού.

Τρίτον, άμεσα συνδεδεμένες με το αναποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι οι ανύπαρκτες πολιτικές στήριξης της οικογένειας. Το γεγονός αυτό έχει μία σειρά από προφανείς εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Συνιστά μία βραδυφλεγή δημογραφική βόμβα στα θεμέλια της χώρας απειλώντας να ανατρέψει την πληθυσμιακή ισορροπία και να εκτροχιάσει το ασφαλιστικό σύστημα και τις δαπάνες υγείας. Περιορίζει μακροπρόθεσμα το επίπεδο της απασχόλησης και στερεί την οικονομία από τον αναγκαίο δυναμισμό. Και βέβαια ψαλιδίζει τις προοπτικές των νέων ανθρώπων και εντείνει τις οικονομικές ανισότητες διευρύνοντας τη δια-γενεακή απόσταση καθώς γνωρίζουμε ότι οι αρχικές αμοιβές των εργαζομένων καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις τελικές απολαβές τους. Είναι χαρακτηριστικό πως η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ (πίσω μόνο από τη Χιλή) ως προς το ποσοστό των ανθρώπων που βλέπουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται μετά τη γέννηση των παιδιών τους.

Συμπερασματικά γίνεται αντιληπτό ότι η κρισιμότητα και η συνθετότητα του προβλήματος δεν προσφέρονται για τη συνήθη επιπολαιότητα με την οποία συχνά αντιμετωπίζουμε παρόμοια ζητήματα και προϋποθέτουν την κατάρτιση και εφαρμογή μιας εθνικής στρατηγικής με άξονες την ανασυγκρότηση της οικονομίας, την αύξηση της απασχόλησης και την αποτελεσματική στήριξη του θεσμού της οικογένειας.

Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας