Οι εκλογές πλησιάζουν. Είναι φανερό, με βάση την καθημερινή παρατήρηση, αλλά και όλες τις δημοσκοπήσεις, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φεύγει. Και είναι, επομένως, η ώρα του απολογισμού. Γιατί θα θυμόμαστε, άραγε, αυτή την κυβέρνηση; Πρώτα από όλα για κάτι θετικό. Οτι, ευτυχώς, έκανε τη μεγάλη πολιτική κυβίστηση το καλοκαίρι του 2015, και – με τη βοήθεια τότε της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης – η χώρα έμεινε στην ευρωζώνη. Αλλά, ενδεχομένως, αυτό να ήταν και το μόνο θετικό. Διότι από εκεί και πέρα θα τον θυμόμαστε για το κόστος 100 δισ. του εφιαλτικού πρώτου εξαμήνου (σύμφωνα με τον επικεφαλής του ESM κ. Ρέγκλινγκ). Για τις 29 αυξήσεις φόρων. Για τις 4,9 εκατομμύρια κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών. Για τις περικοπές στις συντάξεις (νόμος Κατρούγκαλου, επικουρικές, κατάργηση του ΕΚΑΣ). Για τις μεγάλες καθυστερήσεις σε εμβληματικές επενδύσεις όπως το Ελληνικό. Για τις αρνητικές επιδόσεις ακόμη και στις δημόσιες επενδύσεις, με την πρωτόγνωρη υστέρηση στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ενδεικτικά, 1,6 δισ. ευρώ μόνο στο 11μηνο του έτους), και τις επιδόσεις της χώρας στο ΕΣΠΑ να είναι από τις χειρότερες στην Ευρώπη (αυτή τη στιγμή 17η στις πληρωμές των έργων – 19% – και 22η στη συμβασιοποίησή τους – 56%), παρά τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς. Για το γενικότερο τέλμα της οικονομίας (ανάπτυξη μόλις 0,9% την περίοδο ’15-’17, ενώ η Πορτογαλία είχε 6,1%, η Κύπρος 9,3% και η Ιρλανδία 13%).

Προσέξτε όμως: Δεν είναι μόνο οι αναμνήσεις που θα έχουμε από το κυβερνητικό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι και ποιες κληρονομιές αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη κυβέρνηση.

Στο μέλλον, λοιπόν, θα θυμόμαστε τους χειρισμούς της κυβέρνησης που έφτασαν τη ΔΕΗ ένα βήμα πριν από τον γκρεμό. Θα θυμόμαστε τη βαριά κληρονομιά στις τράπεζες, που έχασαν πάνω από το 90% της αξίας τους σε σχέση με το 2015, με τα κόκκινα δάνεια να παραμένουν στα ύψη – παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες για δραστική αντιμετώπιση του ζητήματος – και τις καταθέσεις να βρίσκονται 30 δισ. πιο χαμηλά από το σημείο στο οποίο ήταν το 2014. Θα θυμόμαστε τα βήματα προς τα πίσω στην ανταγωνιστικότητα, καθώς μόνο φέτος χάσαμε 5 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη Doing Business 2019 της Παγκόσμιας Τράπεζας και 4 θέσεις στην ετήσια Εκθεση Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Αυτά θα θυμόμαστε.

Αντικειμενικά, λοιπόν, η επόμενη μέρα για τη χώρα θα είναι δύσκολη στο ξεκίνημα. Ωστόσο, θα έχει κάτι υπέρ της: Οτι μετά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, η επόμενη κυβέρνηση θα μπορεί να δείξει, και από τη σύνθεσή της ακόμα, ότι η Ελλάδα γίνεται μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα.

Αλλά μπορεί να έχει και άλλα πλεονεκτήματα η επόμενη κυβέρνηση: Την αποφασιστικότητά της. Την ταχύτητα με την οποία θα δράσει με σκοπό να εκπλήξει ευχάριστα τις αγορές και τους επενδυτές. Μερικά βασικά νομοσχέδια – για το φορολογικό, για την ανάπτυξη, για τη δημόσια διοίκηση, για την εκπαίδευση, για τη δικαιοσύνη, για το ασφαλιστικό – που θα δημιουργήσουν μια νέα εικόνα αξιοπιστίας για τη χώρα. Την προσήλωση στη λογική «λιγότεροι φόροι – λιγότερες δαπάνες – στήριξη της επιχειρηματικότητας», που θα οδηγήσει στην προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Ολα αυτά μπορούν να συμβάλουν ώστε το 2019 να είναι ένα έτος ελπίδας. Ενα έτος, όχι μόνο ανατροπής του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ανατροπής του δόγματος ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αλλάξει και η μοίρα μας είναι να σέρνεται η οικονομία μας και τα παιδιά μας να φεύγουν στο εξωτερικό. Οχι! Ολα αυτά αλλάζουν! Υπάρχουν και οι ικανότητες και οι προϋποθέσεις για να αλλάξουμε πορεία. Και το 2019 θα ξεκινήσουμε.

Ο Κωστής Χατζηδάκης είναι αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Β’ Αθηνών