Η επικείμενη τελική ψήφιση από τη Βουλή της ΠΓΔΜ των συνταγματικών τροπολογιών που περιλαμβάνει η συμφωνία των Πρεσπών θα φέρει και τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις αντιμέτωπες με την ανάγκη να πάρουν όντως θέση απέναντι στο ζήτημα. Στην πραγματικότητα θα κληθούν να συζητήσουν έναν συμβιβασμό, το περίγραμμα του οποίου τους ήταν γνωστό ήδη από τη δεκαετία του 1990. Στον βαθμό που η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας είχε καταστεί μη αντιστρέψιμη, η μόνη εφικτή λύση για τις διαφορές με την ΠΓΔΜ ήταν ήδη από τότε αυτή που θα συνδύαζε τη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, ως αναγνώριση ότι δεν τίθενται αξιώσεις πάνω στην υπόλοιπη γεωγραφική Μακεδονία, τη ρητή απόρριψη κάθε αλυτρωτισμού, ώστε να μην υπάρχει λόγος ανησυχίας στις γειτονικές χώρες, και την αναγνώριση κάποιου τύπου «μακεδονικής» γλώσσας και μακεδονικής ιθαγένειας (και ταυτότητας), ώστε να εξασφαλίζεται και η εσωτερική συνοχή του γειτονικού κράτους. Η λύση αυτή είναι στο τραπέζι πολύ καιρό τώρα. Η απόρριψή της από ένα σημείο και μετά δεν είχε να κάνει με τον όποιο αρχικό φόβο ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας θα έδινε ζωή ξανά σε παλιά βαλκανικά φαντάσματα. Κυρίως είχε να κάνει με τον (αυτο)εγκλωβισμό μεγάλου μέρους του ελληνικού πολιτικού συστήματος σε μια εθνικιστική ρητορική που μικρή σχέση είχε με τα πραγματικά δεδομένα του ζητήματος, αλλά ήταν πολύ βολική εφόσον έδινε διαπιστευτήρια πατριωτισμού με σχετικά ανέξοδο τρόπο. Το αποτέλεσμα ήταν μια διαρκής αναβλητικότητα που απλώς μετατόπιζε χρονικά την αναμέτρηση με το ζήτημα, την ίδια ώρα που η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών αναγνώριζε την ΠΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία.

Το γεγονός ότι στη γειτονική χώρα αναπτύχθηκε κάποια στιγμή ένα ιδιότυπο «μακεδονικό κιτς» απλώς έδειχνε πού μπορεί να φτάσει η προσπάθεια υποκατάστασης ενός θετικού κοινωνικού οράματος από την άνωθεν υπαγορευμένη πατριδοκαπηλία. Ομως, ούτε και εμείς πήγαμε πίσω ως προς αυτό το ζήτημα, εάν αναλογιστούμε το αντίστοιχο κιτς της εγχώριας – και ενίοτε κατ’ επάγγελμα – εθνικοφροσύνης. Το αποτέλεσμα ήταν αυτός ο συμβιβασμός, παρότι εδώ και πολλά χρόνια η μόνη εφικτή λύση, να φαντάζει όλο και πιο οδυνηρή υποχώρηση και από τις δύο πλευρές των συνόρων, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για κοινωνίες που έχουν υποστεί τραγικές διαψεύσεις. Τα πράγματα δεν έκανε πιο εύκολα το γεγονός ότι το ζήτημα δεν επιλύεται με αυτοτελή πρωτοβουλία των δύο χωρών αλλά μέσα από την εμφανή πίεση των ΗΠΑ στο πλαίσιο του «νέου Ψυχρού Πολέμου» και της συνακόλουθης εύλογης ανησυχίας, μια που το ζήτημα της επίλυσης των διαφορών με την ΠΓΔΜ και το ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ δεν θα έπρεπε να ταυτίζονται.

Ομως, όλα αυτά δεν αναιρούν την ανάγκη να τοποθετηθούν υπεύθυνα οι πολιτικές δυνάμεις εάν θέλουν να επιλυθεί το συγκεκριμένο ζήτημα, εάν υπάρχει μια άλλη εφικτή λύση ή εάν προτιμούν την παράταση μιας εκκρεμότητας. Το αυτονόητο δικαίωμα της αντιπολίτευσης να μη διευκολύνει τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως με τον τρόπο που ο τελευταίος εργαλειοποιεί την πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα, δεν αναιρεί την ανάγκη η συζήτηση να γίνει επιτέλους επί της ουσίας. Ιδίως για ένα θέμα για το οποίο ήδη αποτιμούμε το κόστος ύστερα από πάνω από δύο δεκαετίες απρονοησίας.