Αλήθεια τι ιστορία, στον κόσμο των ιδεών, έχει ο υπέρτιτλος αυτής της εβδομαδιαίας σελίδας στην εφημερίδα μας; Εν πρώτοις είναι διατυπωμένη έννοια σε λατινική γλώσσα. Tabula σημαίνει «τάβλα, πινακίδα» και Rasa σημαίνει «ξυρισμένη» κυριολεκτικά, «άγραφη». Ο όρος έρχεται από μακριά, από την εποχή που οι άνθρωποι όταν ανακάλυψαν τη γραφή αναζητούσαν υλικά για να την εγγράψουν. Ενας, ο οικονομικότερος, αφού μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για διαφορετικές γραφές, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ήταν μια συνήθως ξύλινη πινακίδα την οποία επικάλυπταν από τη μια πλευρά με κερί. Ετσι δημιουργούσαν μια επιφάνεια λεία αλλά και μαλακή που μπορούσαν να χαράξουν. Ετσι με ένα καλέμι, θα λέγαμε μια φαλτσέτα, μια βελόνα, έγραφαν το κείμενο, όταν η ανάγνωσή του είχε κάνει τον κύκλο της, είχε πληροφορήσει, είχε μεταφέρει μήνυμα ή είχε ελεγθεί π.χ. από τον δάσκαλο στο σχολείο και είχε πλέον χάσει τον σκοπό της με ένα άλλο εργαλείο, μια μικρή σπάτουλα, ένα στέρεο σάρωθρο επανέφερες την πλάκα, πινακίδα, τάβλα στη λεία της κέρινη κατάσταση, ώστε μπορούσες να ξαναχαράξεις, ξαναγράψεις νέο κείμενο. Αυτό που εμείς οι παλιοί γνωρίσαμε ως πλάκα που είχαμε στο δημοτικό σχολείο, μια πλάκα από γραφές πάνω στην οποία γράφαμε μ’ ένα κονδύλι από γραφίτη. Με ένα βρεγμένο σφουγγαράκι που κρεμόταν με έναν σπάγγο από την πλάκα σβήναμε το κείμενο κι έτσι πάλι η tabula rasa, η ξυρισμένη τάβλα, ήταν ήταν έτοιμη να δεχτεί καινούργιο κείμενο.

Ομως ο όρος tabula rasa έρχεται, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, από τη φιλοσοφία και έχει να κάνει με τις θεωρίες για γνώση. Δεν σκοπεύω να εξαντλήσω εδώ σήμερα την εποποιΐα γύρω από το γνωσιολογικό πρόβλημα από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους (Θαλή, Ηράκλειτο, Παρμενίδη κ.τ.λ.), τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τους Στωικούς, τους Υλιστές και τους Ιδεαλιστές, τον Καρτέσιο και τους Αγγλους Εμπειρικούς. Στέκω στις δύο πράγματι αντίπαλες θεωρίες. Στη μια ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο με έναν νου που έχει μια διαθεσιμότητα να δεχτεί ερεθίσματα μέσω των αισθήσεων και να τα οργανώσει, θα λέγαμε πως σ’ αυτή τη θεωρία ο νους είναι σαν μια κυψέλη με κέρινες θήκες κενές (εποπτείες) που έρχονται τα εξωτερικά ερεθίσματα όπως οι μέλισσες και εναποθέτουν μέσα σ’ αυτές το μέλι.

Η άλλη θεωρία μιλάει για έναν νου tabula rasa, σελίδα, τάβλα, πλάκα άγραφη. Η γνώση οργανώνεται μέσω των αισθήσεων που έρχονται και εγγράφονται στο άδειο χαρτί και με τη συνεχή επανάληψη σχηματίζουν πάγιες έννοιες. Αυτή η θεωρία που έρχεται βέβαια από την αρχαιότητα έγινε πάγια κοσμοθεωρία από τον Εμπειρισμό κυρίως των άγγλων φιλοσόφων (Χιουμ κ.ά.). Ο μέγας φιλόσοφος Λάιμπνιτς στάθηκε ανάμεσα στις δύο θεωρίες (Καρτέσιος – Εμπειρικοί) και έθεσε ως αιώνιο ερευνητικό πειραματισμό ένα έξοχο δίλημμα. Αν είχα, είπε, έναν εκ γενετής τυφλό και έβαζα σ’ ένα τραπέζι διάφορα ξύλινα γεωμετρικά σώματα, κύβους, πυραμίδες, σφαίρες και εκείνος με την αφή «μάθαινε» να τα αναγνωρίζει και κατόρθωνα να τον κάνω με μια επέμβαση να δει και τον έβαζα απέναντι πάλι στα σώματα τι θα συνέβαινε; Για να τα αναγνωρίσει θα αρκούσε να τα δει από μακριά (άρα θα έρχονταν να αναγνωριστούν από τα «καλούπια» του νου του, όπως ισχυρίζονταν οι καρτεσιανοί) ή θα έπρεπε να τα πιάσει και να τα αναγνωρίσει μέσω των αισθήσεων, εδώ της αφής;

Θυμίζω πως η διάσημη Ελεν Κέλερ που γεννήθηκε τυφλή και κωφή έγραψε βιβλία και ο μέγας γλωσσολόγος και ακτιβιστής Νόαμ Τσόμσκι, υλιστής, μελέτησε τον τρόπο που παιδιά διπλωματών αλλάζουν λόγω συνεχών μετακινήσεων γλωσσικά περιβάλλοντα μαθαίνουν ξένες γλώσσες, παίζοντας με γειτονόπουλα!!

Ο Πλάτων στον διάλογο «Κρατύλος» βάζει να συζητούν ο Κρατύλος, μαθητής του Ηράκλειτου, που πίστευε πως η γλώσσα είναι ενδιάθετη στον άνθρωπο, με τον Σωκράτη που θεμελιώνει τη θεωρία πως η γλώσσα είναι κώδικας συμφωνίας ανάμεσα στους επικοινωνούντες ανθρώπους.

Αγαπητοί αναγνώστες, έκανα αυτή την παρέμβαση ως ο φιλόλογος αυτής της στήλης λύνοντας τις απορίες αναγνωστών μας που ρωτούσαν τι σημαίνει πραγματικά αυτή η ρουμπρίκα που παρ’ όλ’ αυτά είναι κοινόχρηστη στην καθημερινότητά μας. Αλλά έχει, όπως όλα στη γλώσσα, τη βαθιά ιστορία της.