Με την υπερφορολόγηση να έχει χτυπήσει κόκκινο και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων να συρρικνώνεται έναντι των προβλέψεων, η κυβέρνηση εμφάνισε την τελευταία τριετία πλεονάσματα υπερπολλαπλάσια των δεσμεύσεων του Μνημονίου.

Τα υπερπλεονάσματα αυτά στηρίχθηκαν στην υπερφορολόγηση των λίγων, όπως προκύπτει από το άρθρο του επίκουρου καθηγητή Βασίλη Ζουμπουλίδη που δημοσιεύεται στη μελέτη του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΟΕΕ) για τον προϋπολογισμό του 2019. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους:

– Το 90% του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων το επωμίζεται το 19% των φορολογουμένων. Δηλαδή τα περισσότερα φορολογικά βάρη σηκώνουν λιγότεροι από δύο στους δέκα φορολογουμένους.

– Το 83% του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων το καταβάλλει το 4,5% των επιχειρήσεων.

– Το 66% του φόρου κατοχής ακινήτων πληρώνεται από το 33% των ιδιοκτητών ακινήτων.

«Τα υπερπλεονάσματα είναι μια αστοχία. Μια αστοχία προς τα πάνω αφού λόγω της διαφωνίας της κυβέρνησης με τους θεσμούς ελήφθησαν περισσότερα μέτρα από όσα χρειαζόταν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένα ατύχημα» υποστήριξε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, που συμμετείχε στη χθεσινή συζήτηση του ΟΕΕ. Για την υπερφορολόγηση που έχει γονατίσει τη μεσαία τάξη, ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης ανέφερε ότι «είναι μια στρεβλή κατανομή του φορολογικού βάρους με συνέπεια κάποιοι να υπερφορολογούνται γιατί κάποιοι άλλοι υποφορολογούνται».

Ο πρόεδρος του ΟΕΕ, Κωνσταντίνος Κόλλιας, ανοίγοντας τη συζήτηση υπογράμμισε ότι για μια ακόμη φορά η μεσαία τάξη είναι αυτή που φορολογικά είναι η χαμένη, αφού αφενός αυξάνονται τα έσοδα από τη φορολογία ιδιωτών και αφετέρου δεν ευνοούνται και από τη μείωση του ΕΝΦΙΑ.

Ο προϋπολογισμός του 2019 είναι κατώτερος των περιστάσεων, αντιαναπτυξιακός και προεκλογικός, σημείωσε ο καθηγητής Πάνος Τσακλόγλου, για να προσθέσει ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των αναγκών αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους θα καλυφθεί από το «μαξιλαράκι» και όχι τις αγορές, με αρνητικά αποτελέσματα τόσο για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους όσο και για το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα. Στην παρέμβασή του ο καθηγητής Παναγιώτης Πετράκης υποστήριξε ότι θα έπρεπε οι κυβερνήσεις να επανατοποθετηθούν για τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, λέγοντας δε πως πρέπει να υπάρξει επανατοποθέτηση και για το είδος της επίβλεψης μετά το Μνημόνιο, για να απελευθερωθεί περισσότερο η εθνική οικονομική πολιτική.