Το εννιά νίκες σε 10 ματς που έχει η (μέχρι πριν από λίγες ημέρες μοναδική αήττητη της ευρωπαϊκής ζώνης) εθνική μας ομάδα μπάσκετ, στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, είναι ένας μικρός άθλος δεδομένων των συνθηκών που στήθηκε αυτή η ομάδα και την κόντρα FIBA – Ευρωλίγκας. Μια κόντρα που δεν επέτρεψε να βρεθεί (κυρίως λόγω αδιαλλαξίας των ανθρώπων της Ευρωλίγκας) η χρυσή τομή.
Οχι τίποτε άλλο, αλλά για να μην έχουμε παραδείγματα όπως αυτό που συνέβη την προηγούμενη Παρασκευή, όπου την ίδια ώρα του αγώνα Ελλάδας – Γερμανίας στην Πάτρα, έπαιζε Χίμκι – Παναθηναϊκός και λίγο αργότερα ο Ολυμπιακός υποδεχόταν την Μπούντουτσνοστ!
Το κέρδος όμως (πέρα από την πρόκριση) σε αυτή την προκριματική φάση ήταν άλλο και πολύ μεγαλύτερο. Το γεγονός ότι βγήκαν νέοι ήρωες, παίκτες που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαν τύχη να είναι σε δωδεκάδα επίσημου αγώνα, και οι οποίοι άρπαξαν την ευκαιρία από τα μαλλιά.
Οχι μόνο στάθηκαν στο ύψος τους, αλλά ψήλωσαν ακόμα περισσότερο και κέρδισαν αυτοπεποίθηση για τη συνέχεια, όχι τόσο για την Εθνική αλλά και για την καριέρα τους γενικότερα.
Εδώ βέβαια υπάρχουν δύο εξαιρέσεις, δύο παιδιά (έτσι νιώθουν ακόμα, αν και είναι μπαρουτοκαπνισμένοι στα μεγάλα παιχνίδια και μέλη μάλιστα του τελευταίου τροπαίου Ευρωμπάσκετ της Εθνικής μας στο Βελιγράδι το 2005) που η προσφορά τους ξεπερνά το αγωνιστικό κομμάτι.
Διότι ο Γιάννης Μπουρούσης και ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος λειτουργούν και ως «προπονητές» του αγωνιστικού χώρου και των αποδυτηρίων και κυρίως ως εμπνευστές – για τους νεότερους – για το τι σημαίνει εθνική ομάδα.
Ο πρώτος κάνοντας τη διαδρομή Ελλάδα – Κίνα να μοιάζει με Κολιάτσου – Παγκράτι και ο δεύτερος δίνοντας το μεγαλύτερο παράδειγμα για την ανθρώπινη θέληση, παίζοντας σε τόσο υψηλό επίπεδο την ώρα που οι τραυματισμοί που είχε περάσει είχαν απογοητεύσει ακόμα και έμπειρους γιατρούς για το αν θα μπορεί να ξαναπερπατήσει 100% χωρίς πόνους και όχι για το αν θα ξαναπιάσει μπάλα του μπάσκετ.







