Γιατί δεν πρέπει να χαιρόμαστε με τις υποσχέσεις πολιτικών, και ειδικότερα του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ο οποίος προχθές απαξίωσε ακόμα μια φορά το μέρος της συμφωνίας που αφορά τη γλώσσα της ΠΓΔΜ), ότι δεν θα κυρώσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών; Η απάντηση είναι απλή:

1. Διότι ενισχύει τον κίνδυνο αυτοπαγίδευσης της χώρας μας σε μια εθνικιστική οπτική που θεωρείται αυτονόητη και μη προβληματική, που χρίζει τον «εθνικό εαυτό» προδομένο και τον κάνει επιφυλακτικό ή ανοιχτά αρνητικό απέναντι στην προοπτική επίλυσης του προβλήματος με την ΠΓΔΜ.

2. Διότι ενισχύουν τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τον δημόσιο διάλογο για το ζήτημα. Ετσι, ενώ σε πολλές τοποθετήσεις τους αρκετοί «πατριώτες» και ειδικότερα ο υπουργός Αμυνας, Πάνος Καμμένος, πίσω από τη Συμφωνία των Πρεσπών βλέπουν τις ΗΠΑ, ταυτόχρονα ελπίζουν ότι σε περίπτωση που δεν ευδοκιμήσει η συμφωνία να στηθούν νέες αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα και να δημιουργηθεί ένα «βαλκανικό τόξο» που θα προκύψει από την υπογραφή αμυντικής συμφωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα, στην ΠΓΔΜ, στην Αλβανία, στη Βουλγαρία και στη Σερβία. Επίσης, ενώ σε πολλές τοποθετήσεις βλέπουν την επιθυμία των μεγάλων δυνάμεων να διαλύσουν την ΠΓΔΜ και να επαναχαράξουν τα σύνορα στην περιοχή των Βαλκανίων, αδυνατούν να αντιληφθούν ότι σε περίπτωση που κλείσει ο δρόμος επίλυσης του προβλήματος, όχι μόνο θα ενισχυθεί ο εθνικισμός και ο αλυτρωτισμός των γειτόνων, αλλά ενδέχεται όσο η χώρα αυτή δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά, να προκύψει το ακατόρθωτο, δηλαδή να διασπαστεί και να δημιουργηθεί η Μεγάλη Αλβανία ή η Μεγάλη Βουλγαρία.

3. Επίσης, με ποιους ταυτίζονται οι έλληνες πολιτικοί που δεν επιθυμούν την κύρωση της Συμφωνίας, με τους πολιτικούς που θέλουν να κλείσουν το μακεδονικό ζήτημα ή με τους πολιτικούς στην ΠΓΔΜ που επιδιώκουν να κάνουν την αρχαία Μακεδονία και των συμβόλων της τμήμα μόνο της δικής τους εθνικής κληρονομιάς και όχι των Ελλήνων;

Πίσω από τις αντιφάσεις αυτές, τις οποίες γνωρίζει ο κ. Μητσοτάκης (ο οποίος θέλει να γίνει Πρωθυπουργός) αλλά και ο κ. Τσίπρας (ο οποίος θέλει ο κ. Καμμένος να μπει στην επόμενη Βουλή), ελλοχεύει ο κίνδυνος της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας». Η εσφαλμένη κατανόηση της κατάστασης όχι μόνο θα προκαλέσει μια νέα συμπεριφορά που καθιστά την αρχική εσφαλμένη κατανόηση του ζητήματος αληθινή, αλλά θα ενισχύσει και την αντιπαλότητα και την καχυποψία ως συστατικών στοιχείων της εξωτερικής μας πολιτικής. Και ειδικότερα σήμερα, όπου η κρίση διευκολύνει διάφορους ανεγκέφαλους να καταστήσουν και το Βορειοηπειρωτικό, και το Ποντιακό και τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη νέα «εθνικά θέματα». Οι στόχοι αυτοί όσο εύκολα εμφανίζονται τόσο πιο δύσκολα ελέγχονται, καθώς οι άνθρωποι τις εσωτερικεύουν και σταδιακά απαιτούν μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, αποδεχόμενοι ακόμα και την επιθετικότητα.

Για να γεννηθεί το νέο αφήγημα για την ανασυγκρότηση της χώρας και τη θέση της στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια πολιτική, και να απεγκλωβιστούν οι πολίτες από το μείγμα φόβου, εσωστρέφειας και ελπίδας, θα πρέπει ο θυμός και η αμηχανία της εποχής και τα συλλογικά πάθη να δώσουν τη θέση τους σε έναν κριτικό λόγο συλλογικής αυτοσυνειδησίας. Το ζητούμενο είναι ο διάλογος αναφορικά με τα κυρίαρχα, θεμελιωδώς πολιτικά, ζητήματα της σημερινής βαλκανικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτικής. Η επένδυση στην ανάπτυξη ενός λόγου που παλεύει τα δίπολα (εμείς κι αυτοί) και δεν αγνοεί τις μετριοπαθείς φωνές, που εμβαθύνει στις βαθύτερες αιτίες των διαφορών με τις γειτονικές χώρες και αναδεικνύει τις συνέπειες, αλλά και τις πιθανές λύσεις. Η εμμονή με το παρελθόν υπονομεύει τη θέση και το μέλλον της χώρας. Το ζήτημα είναι η προβολή στο μέλλον. Η νοσταλγία, όπως γνωρίζουν οι φιλελεύθεροι (άρα και ο κ. Μητσοτάκης) είναι αυτοκτονία.

Ο Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και ΜΜΕ, κάτοχος της έδρας Jean Monnet, διευθυντής στο Εργαστήρι Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας, Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ