Επειδή το μόνο είδος επιχειρηματικότητας που, παρά τις όποιες παθογένειες, φαίνεται να πηγαίνει καλά σε αυτή την πόλη, να αναδεικνύει κάποιες περιοχές και να ζωντανεύει μίζερα κτίρια είναι η εστίαση, ας μιλήσουμε για «φύγε εσύ, έλα εσύ» θέματά της. Για το brunch συγκεκριμένα που εμφανίστηκε, στα καθ’ ημάς, ως στοίχημα κάποιων επιχειρηματιών στην αρχή, περίπου, της κρίσης. Και η αλήθεια είναι ότι έδωσε νέα πνοή στα στέκια που το υιοθέτησαν εξασφαλίζοντάς τους ένα νέο target group πελατών και αξιοποιώντας εκείνη τη «χαμένη», ειδικά μέχρι το απόγευμα, Κυριακή. Συνήθεια που ξεκίνησε από την Αγγλία στα τέλη του 19ου αιώνα και διαδόθηκε διεθνώς μέσω, κυρίως, των μεγάλων ξενοδοχείων στη χώρα μας, όπου δεν έχουμε τη γαστρονομική κουλτούρα ούτε καν του πρωινού, γρήγορα ξεστράτισε ανάλογα με το πώς βόλευε κάθε μαγαζί φτάνοντας να γίνει, κατά περιπτώσεις, κοσμικός σουσουδισμός. Και τώρα φαίνεται ότι η μόδα είναι σε φάση απόσυρσης αφήνοντάς μας, ελπίζω, μόνο τα θετικά της, όπως για παράδειγμα τα all day restaurants. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερα μαγαζιά υιοθετούν τελευταία το breakfast, σε ορισμένες περιοχές μάλιστα λόγω των ειδικών αναγκών που δημιουργούν οι περιστασιακοί ένοικοι του Airbnb.

Βέβαια, αυτό που είναι στην πραγματικότητα το brunch λίγη σχέση έχει με αυτό που κατάντησε να είναι στα στέκια της πόλης. Ρώτησα τον «γκουρού» των γαστρονομικών ηθών Γιάννη Κοροβέση και κατάλαβα, ας πούμε, ότι το συγκεκριμένο γεύμα έχει να κάνει με ένα στάνταρ μενού που βασίζεται κυρίως στα αβγά. Δεν είναι brunch τα χάμπουργκερ ούτε οι πίτες. Δεν υπάρχει ελληνικό, μεξικανικό ή ιταλικό brunch. Και ούτε βέβαια είναι ό,τι μασουλάμε μέχρι νωρίς το μεσημέρι ή αργά το απόγευμα της Κυριακής ή οιασδήποτε μέρας. Μέσα σε αυτή τη σύγχυση, λοιπόν, πολύ σωστά αρκετά μαγαζιά αποσύρουν το μενού του brunch και κρατούν στους καταλόγους τους τα πιάτα που «τραβάνε».

Τι είναι το νέο που έρχεται; Κατά τον Παναγιώτη Καλύβα (ιδιοκτήτη καταστημάτων εστίασης), δύο είναι οι τάσεις. Ενα είδος μαγαζιού, κάτι σαν τους φούρνους της γειτονιάς – που οι περισσότεροι πλέον δουλεύουν το κατεψυγμένο προϊόν. Καφέ με τους δικούς τους τεχνίτες αρτοποιούς και ζαχαροπλάστες. Και με έμφαση στα υγιεινά συστατικά, όπως η μεγάλη ποικιλία δημητριακών ή φυτικού γάλακτος. Τι λείπει, κατά τη γνώμη του, από την Αθήνα; Ενα full vegan εστιατόριο.

Το καρπούζι

του χειμώνα

Είναι το παραδοσιακό «φίλεμα» (όπως το έλεγαν παλιά) της κλασικής καλοκαιρινής ταβέρνας. «Το καρπούζι του αποχαιρετισμού», όπως το λέω εγώ, που έρχεται στο τέλος του γεύματος, ως προσφορά του καταστήματος. Πολύ συχνά άνοστο, κατά κανόνα ζεστό, ενίοτε ενισχυμένο με μερικά κομμάτια μήλο για να κάνει πιο φρουτοσαλάτα. Αντε να φάμε καμιά ακρούλα για να ξεπλύνουμε το στόμα μας και το υπόλοιπο μένει να καταρρέει σιγά σιγά στην αλουμινένια πιατέλα. Ε, τα τελευταία χρόνια παρατηρώ ότι υπάρχει και το «καρπούζι του χειμώνα». Προσφέρεται σε πολλά εστιατόρια και ταβέρνες επίσης στο τέλος του γεύματος, με το γκαρσόν να λέει εκείνο το χαρακτηριστικό «αυτό από εμάς». Το «αυτό» είναι η πορτοκαλόπιτα. Ενα γλυκό που αν δεν είναι φτιαγμένο μερακλίδικα – με έντονη τη γεύση του πορτοκαλιού και περισσότερο σιμιγδάλι παρά φύλλο -, μοιάζει με σιροπιασμένο χαρτί.

Δεν ξέρω πώς προέκυψε τελευταία αυτή η μανία με την πορτοκαλόπιτα που βλέπω να κάνει θραύση και στους φούρνους. Προσωπικά μου φαίνεται ένα γλυκό χωρίς γευστική ταυτότητα, ολίγον από ραβανί και ολίγον από σιροπιασμένο κέικ, που έχει όμως ένα δυνατό ατού για τον παρασκευαστή ή τον εστιάτορα που το προσφέρει. Αυτό ακριβώς που είναι και η παγίδα του καταναλωτή. Με τόσο ισοπεδωτική γεύση, δεν μπορείς να διακρίνεις την ποιότητα.

Ενα για όλες

Αν το σώμα, όπως λένε, είναι το σπίτι της ψυχής, για τη σχεδιάστρια Ιωάννα Κουρμπέλα «το ρούχο είναι το σπίτι του σώματος». Γι’ αυτό και σχεδιάζει ρούχα με προσέγγιση αρχιτεκτονική. Το διαπίστωσα όταν, πριν από λίγες μέρες, σε ένα κάλεσμα γενεθλίων, δύο φίλες μου φορούσαν, σε διαφορετικό χρώμα, το ίδιο ρούχο. Η αμηχανία όμως που συνήθως προκαλείται σε τέτοιες περιπτώσεις, εδώ δεν είχε θέση. Η μία το φορούσε ως φόρεμα και η άλλη ως μπολερό. Πρόκειται για το #2550 cardigan της Ιωάννας, ένα ρούχο διαχρονικό αφού κυκλοφορεί από το 2003 που το σχεδίασε με έμπνευση από τις πτυχώσεις και μπορεί να φορεθεί με 20 διαφορετικούς τρόπους, μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα κομμάτια.

Αλέξης Σταμάτης, συγγραφέας

Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα

Η Αθήνα είναι ένα παλίμψηστο. Μια πόλη με στρώσεις, «ορυκτή». Ταυτόχρονα, είναι μια πόλη δίχως «αφηγηματικό νήμα». Η έλλειψη πολεοδομικού σκεδασμού, το «χειροποίητο» της εξέλιξής της έχουν δημιουργήσει ένα ιδιότυπο οικοδομικό μείγμα, που έχει θεωρηθεί κατά καιρούς ως τερατογένεση (ο Ιάννης Ξενάκης είχε πει ότι μία είναι η λύση για το πρόβλημα της Αθήνας: βομβαρδισμός!). Σήμερα, που όλοι ζούμε σ’ ένα ιδιότυπο «λίμπο», είναι ακόμη πιο δύσκολο να ερμηνευτεί. Αυτή ωστόσο η δυσκολία, μαζί με τις πάμπολλες αντιφάσεις της, είναι που βρίσκω εξαιρετικά γοητευτική. Το άναρχο στοιχείο της, το ότι μπορείς στρίβοντας από ένα στενό να βρεθείς από μια κατάσταση Α σε μια κατάσταση Β, εντελώς διαφορετική, είναι σαγηνευτικό. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν έχουμε πάρα πολλά πράγματα να κάνουμε για την πόλη μας. Κύριο: να βρούμε ένα «αφηγηματικό νήμα».