Οταν ο Εμανουέλ Μακρόν εξελέγη πρόεδρος της Γαλλίας, οι παγκόσμιες ελίτ έβγαλαν έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Το λαϊκιστικό κύμα, καθησύχασαν εαυτούς, είχε αρχίσει να υποχωρεί. Οι ψηφοφόροι είχαν ανακτήσει τα λογικά τους. Με τη βοήθεια ενός εκλογικού συστήματος που θέτει αντιμέτωπους στον δεύτερο γύρο τους δύο προπορευόμενους υποψηφίους, η «σιωπηλή πλειοψηφία» είχε ενωθεί τελικά πίσω από τον κεντρώο υποψήφιο.

Οπως αποδείχθηκε, όμως, πρόσφατα από τις προεδρικές εκλογές της Βραζιλίας και τη νίκη του Ζαΐρ Μπολσονάρο, ένα εκλογικό σύστημα δύο γύρων, όπου ο λαϊκιστής αουτσάιντερ μονομαχεί τελικά με τον τελευταίο εναπομείναντα υποψήφιο του συστήματος, δεν εγγυάται ότι το Κέντρο θα αντέξει. Ενα ανάλογο δίδαγμα προκύπτει από τις τελευταίες εκλογές της Ιταλίας. Οι εκλογικοί κανόνες της χώρας είχαν μεταρρυθμιστεί ώστε να προστεθεί ένα πλειοψηφικό στοιχείο στο σύστημα της αναλογικής εκπροσώπησης, με στόχο να ενθαρρυνθεί η προεκλογική οικοδόμηση συμμαχιών μεταξύ των mainstream κομμάτων. Αντ’ αυτού, ανήλθε στην εξουσία μια συμμαχία της λαϊκιστικής Αριστεράς και Δεξιάς. Φαίνεται πως η εκλογική μηχάνευση δεν είναι απλά αναποτελεσματική όσον αφορά την αντιμετώπιση της εξτρεμιστικής απειλής∙ μπορεί να έχει και αθέλητες, αντιπαραγωγικές συνέπειες.

Η αναχαίτιση του λαϊκισμού προϋποθέτει πολύ περισσότερα από τη ρύθμιση του εκλογικού συστήματος. Προϋποθέτει κατ’ αρχάς την αντιμετώπιση των βασικών παραπόνων που ευθύνονται για την απόρριψη των maintream πολιτικών και κομμάτων από τους ψηφοφόρους. Δυστυχώς, λίγη συμφωνία υφίσταται όσον αφορά τη φύση αυτών των παραπόνων.

Μια άποψη, την οποία προτάσσουν φυσικά οι οικονομολόγοι, είναι πως στη ρίζα της λαϊκιστικής εξέγερσης βρίσκονται τα οικονομικά παράπονα. Οι ΗΠΑ, ωστόσο, δεν ταιριάζουν σε αυτό το καλούπι. Μία άλλη θεωρία θέλει το σημερινό κύμα λαϊκισμού να είναι μια απάντηση στην πολιτική και οικονομική απειλή που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν για την κυρίαρχη πολιτισμική ομάδα οι μετανάστες, φυλετικές μειονότητες κ.λπ. Αλλά για μια ακόμη φορά η εκλογική συμπεριφορά δεν ταιριάζει στο καλούπι – ο Μπολσονάρο, για παράδειγμα, είχε αιφνιδιαστικά υψηλό έρεισμα μεταξύ των μαύρων ψηφοφόρων.

Κάτι άλλο ενώνει, λοιπόν, τους υποστηρικτές αυτών των τυχάρπαστων πολιτικών. Στην πραγματικότητα, το κύριο συστατικό είναι η αποστροφή για τη διαφθορά της πολιτικής διαδικασίας. Οι ψηφοφόροι ελκύονται από πολιτικά αουτσάιντερ – όσο πιο απολυταρχικά τόσο το καλύτερο – που υπόσχονται να «αποξηράνουν τον βάλτο». Θα μάθουν με τον άσχημο τρόπο πως ο απολυταρχισμός δεν μετριάζει αλλά εντείνει τη διαφθορά, διότι καταργεί το σύστημα ελέγχων εκείνων που κινούν τα νήματα της εξουσίας. Απαξ και πάρουν αυτό το μάθημα, το πιθανότερο είναι ότι θα δώσουν στους mainstream πολιτικούς και στη δημοκρατική διαδικασία ακόμα μία ευκαιρία. Δυστυχώς, οι πολιτικοί θεσμοί και η κοινωνία των πολιτών μπορεί να υποστούν στο μεταξύ σοβαρότατη ζημιά.

Ο Μπάρι Αϊχενγκριν είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας και πρώην σύμβουλος στο ΔΝΤ.