Για πρώτη φορά έρχεται στο φως η «κοσμοπολίτισσα» που γέννησε ένα από τα αριστουργηματικά έργα της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής. Η πόλη που ξεχώρισε ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος για να της χαρίσει μια εντυπωσιακή αψίδα όπως έχει αποτυπωθεί σε ένα σπανιότατο νόμισμα. Και εκείνη όπου οι κάτοικοι χτυπήθηκαν από επιδημία – ίσως ευλογιά -, όπως δείχνουν οι σκελετικές αλλοιώσεις των νεκρών. Ο μύθος μάλιστα θέλει να ιδρύθηκε από τρώες αιχμαλώτους, όπως και η Ρώμη. Πρόκειται για την Τενέα (το σημερινό Χιλιομόδι Κορινθίας), που επιβίωσε από τον 11ο αι. π.Χ. έως και τον 6ο αι. μ.Χ. Εξι εβδομάδες ανασκαφών σε μια έκταση 672 τ.μ. ήταν αρκετές ώστε οι αρχαιολόγοι να φέρουν στο φως την αρχαία πόλη που ώς τώρα ήταν γνωστή μόνο από ιστορικές πηγές και επιγραμματικές μαρτυρίες μελετητών. «Δεν πρόκειται παρά για την αρχή του νήματος» λέει στο «Νσυν» η επικεφαλής της ανασκαφικής ομάδας και επίτιμη γενική διευθύντρια του υπουργείου Πολιτισμού, δρ Ελενα Κόρκα. «Γνωρίζαμε ότι στην περιοχή υπήρχε η Τενέα, είχαμε βρει τα νεκροταφεία της, αλλά κανείς ώς τώρα δεν είχε βρει την πόλη κι αυτό διότι είναι μια περιοχή ιδιαιτέρως δύσκολη για την έρευνα, καθώς λόγω των αγροτικών εργασιών αλλά και της αρχαιοκαπηλίας έχει αλλοιωθεί σε βάθος έως και 1 μ., με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν επιφανειακά κατάλοιπα, τα οποία μπορούν να μας καθοδηγήσουν».

Ο συνδυασμός όμως πηγών και γεωφυσικών ερευνών επέτρεψε στους επιστήμονες να εντοπίσουν τις πρώτες κτιριακές εγκαταστάσεις, προς το παρόν αγνώστου χρήσεως, που χρονολογούνται από τους πρώιμους ελληνιστικούς ώς τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και ενδεχομένως επλήγησαν από την επιδρομή του Αλάριχου (396-97 μ.Χ.) και εγκαταλείφθηκαν από τις αβαροσλαβικές επιδρομές στα τέλη του 6ου αι. μ.Χ. Η κατασκευή τους ωστόσο δείχνει ότι πρόκειται για προσεγμένες οικοδομές με μαρμάρινα και λίθινα κατά τόπους δάπεδα, τοίχους με κονιάματα, διακόσμηση με κιονίσκους και επιστήλια, πιθανόν ψηφιδωτά (εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός ψηφίδων), αλλά και πήλινο αγωγό μήκους 3,5 μ. που υποδεικνύει πιθανή ύπαρξη αποχετευτικού δικτύου.

ΕΠΤΑ ΤΑΦΟΙ. Πέραν των πρώτων ιχνών της πόλης, η αρχαιολογική σκαπάνη κοντά στο υπέργειο ρωμαϊκό μαυσωλείο που είχε αποκαλυφθεί τα προηγούμενα χρόνια έφερε στο φως και επτά τάφους ρωμαϊκής και ελληνιστικής εποχής σε δεύτερη χρήση με εννέα νεκρούς: δύο άνδρες, πέντε γυναίκες και δύο παιδιά. «Οι σκελετικές αλλοιώσεις που παρουσιάζουν μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως είναι πιθανό να πέθαναν από κάποια επιδημία, ίσως ευλογιά» εκτιμά η ανασκαφέας.

Οι νεκροί δε ήταν πλούσια κτερισμένοι με κοσμήματα από χρυσό και χαλκό, νομίσματα, αγγεία, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν δαχτυλίδι που φέρει σφραγιδόλιθο με απεικόνιση Σαράπιδος σε θρόνο συνοδευόμενου από Κέρβερο, ένα λυχνάρι με παράσταση της Υγείας, μια χρυσή δανάκη, νομίσματα που ανήκουν στις πρώτες κοπές της Κορίνθου ως ρωμαϊκής αποικίας και χρονολογούνται περί το 44-40 π.Χ., καθώς και αρχαϊκά νομίσματα του ίδιου νομισματοκοπείου, ένας οβολός Κορίνθου του β’ μισού του 6ου αι. π.Χ. και ένα ασημένιο ημίδραχμο των αρχών του 5ου αι. π.Χ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα 200 νομίσματα που εντοπίστηκαν στα οικιστικά κατάλοιπα – τα νομίσματα αυτά ανήκουν στην εποχή του Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), ενώ εντοπίζονται και σπάνιες τοπικές κοπές διαφόρων πελοποννησιακών πόλεων – και τα οποία μαρτυρούν την ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη της πόλης.