Οταν ήμουν μικρή ήθελα να πετάξω. Μετά να διαβάζω σκέψεις. Μετά μεγάλωσα και η ιδέα να ξέρω τι έχει ο καθένας στο κεφάλι του κατάλαβα ότι είναι απολύτως εφιαλτική κι αποφάσισα ότι θα ήθελα να είμαι πολύ δυνατή (το κόμπλεξ της νευρόσπαστης μισοριξιάς είναι αυτό), να τηλεμεταφέρομαι (έχετε δει πόσο πάει πια το ταξί;) και να γίνομαι αόρατη (γιατί κατά βάθος είμαι πρακτική).

Σε κάθε προβολή ταινίας των Marvel studios, οι κινηματογραφικές αίθουσες σε όλο τον κόσμο γεμίζουν από ανθρώπους κάθε ηλικίας, από μικρά πιτσιρίκια ώς ηλικιωμένους, αγόρια και κορίτσια, άντρες και γυναίκες, κανένα στερεότυπο. Αν ρωτήσεις τον καθέναν από αυτούς ποιος ήρωας της Marvel θα ήθελε να είναι, ποια θα ήταν η υπερδύναμη του, θα είναι σαν να σου αποκαλύπτει κάτι για τον εαυτό του. Ενας θα ‘θελε να είναι ο Professor Χ που είναι ανάπηρος και αδύναμος, αλλά έχει το ισχυρότερο μυαλό στο Σύμπαν. Ενα αγοράκι κάποτε έπαιρνε κουράγιο από τον Spider-man που δεν ήταν ούτε αυτός ο δυνατός και δημοφιλής της τάξης, ένα κοριτσάκι από την Jean Grey που πάλευε κι αυτή με τον εαυτό της, κάποιος βλέπει τον εαυτό του στον Captain America που βάζει πάνω από όλα το καθήκον και τις αρχές του, ενώ ο πιο πονηρός θα σου πει τον Iron Man, που είναι ανυπόφορα ζάπλουτος, απολύτως ιδιοφυής και εντελώς κακομαθημένος.

Το παθαίνετε κι εσείς να αναρωτιέστε καμιά φορά πώς στο καλό καταλήξαμε να ταυτιζόμαστε με θεούς με μαγικά σφυριά, ανθρώπους-μαγνήτες κι ανθρώπους-λάστιχο, μάγισσες και τηλεπαθητικούς, άντρες με πτυσσόμενα τεράστια νύχια λύκου και γυναίκες που προκαλούν κεραυνούς και καταιγίδες;

Διάβασα πως πέθανε ο Σταν Λι, η καρδιά της Marvel Comics και κάπως δεν το πίστεψα. Ηταν 95 χρονών. Παιδί μιας φτωχής εβραϊκής οικογένειας ρουμάνικης καταγωγής, πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά χρόνια του στη Νέα Υόρκη του κραχ και της Μεγάλης Υφεσης, σε ένα διαμερισματάκι στο Μπρονξ με θέα τον φωταγωγό, ένα μοναδικό υπνοδωμάτιο για τα παιδιά κι έναν καναπέ-ντιβάνι για τους γονείς. Κάθε μήνα μάζευε το χαρτζιλίκι του για να αγοράσει ένα εισιτήριο για τον κινηματογράφο κι αγαπούσε τον Ερολ Φλιν γιατί έπαιζε όλους αυτούς τους γοητευτικούς ήρωες, σαν τον Ρομπέν των Δασών. Ο μικρός Στάνλεϊ έβγαινε από το σινεμά και περπατούσε με ένα αόρατο τόξο να κρέμεται απ’ τον ώμο του κι ένα αόρατο σπαθί στη ζώνη, έριχνε στραβά χαμόγελα στα κορίτσια και φανταζόταν ότι τα υπερασπίζεται από τους νταήδες της γειτονιάς. Τις υπόλοιπες μέρες κατέφευγε στη δημόσια βιβλιοθήκη, όπου διάβαζε βουλιμικά και φανταζόταν πως θα γράψει, κάποτε, ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.

Εκανε κάτι ακόμη καλύτερο τελικά. Αφησε πίσω τους αρχετυπικούς ήρωες, τους τέλειους υπερανθρώπους, τα ιδεαλιστικά πρότυπα, τις κούκλες που πολεμούν το έγκλημα χωρίς να τους χαλάει η μπούκλα και να τους φεύγει το σουτιέν και έπλασε τους ήρωες της σύγχρονης διαφυγής μας. Απειρους ήρωες και αντιήρωες, καλούς που δεν είναι πάντα καλοί και έχουν ανθρώπινες αδυναμίες και κακούς που έχουν στιγμές καλοσύνης και που το κακό τους έχει ρίζα, έχει εξήγηση. Εφτιαξε χαρακτήρες με τραυματικές εμπειρίες, με πένθη, απώλειες, θύματα πολέμων και βίας, που τους απασχολεί και τους ορίζει η συγκυρία ή το πεπρωμένο, η επιθυμία ή η ανάγκη, χαρακτήρες που επέλεξαν να γίνουν ήρωες και άλλους που δεν το θέλουν καν. Τους έγραψε έτσι ώστε να μας μοιάζουν τόσο που πέτυχε να μας κάνει, όχι μόνο να χαζεύουμε τις περιπέτειές τους, αλλά να πιάνουμε τους εαυτούς μας να τους συναισθανόμαστε, παρότι καμιά φορά μεταμορφώνονται σε πράσινους γίγαντες που ισοπεδώνουν πόλεις με τις γροθιές τους. Σημασία έχει ότι κάπως, κάποτε, αυτοί που είναι σαν κι εμάς σε κάτι ευάλωτοι, έγιναν ήρωες.

Ο Σταν Λι ήταν κι αυτός ένας από τους ήρωές του λοίπον. Η δική του στιγμή μεταμόρφωσης ήταν όταν κατάλαβε ότι δεν έχει σημασία ποιος είσαι, πού ζεις, αν είσαι κορίτσι ή αγόρι, πλούσιος ή φτωχός, αν από το κρεβάτι σου έχεις θέα έναν μαντρότοιχο ή το απέραντο γαλάζιο. Ολοι έχουμε ανάγκη από ένα παράθυρο σαν αυτό που έπλαθε ο μικρός Στάνλεϊ για να ταξιδεύει πέρα από εκείνον τον φωταγωγό του Μπρονξ.