Στις 18/31 Οκτωβρίου 1918, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέλος του ηττημένου γερμανο-αυστρο-οθωμανικού συνασπισμού, υπέγραψε στον Μούδρο της Λήμνου ανακωχή με τους εκπροσώπους των νικητών Συμμάχων (Βρετανών, Γάλλων, Ιταλών). Με τους τελευταίους είχαν συνταχθεί το 1917 οι ΗΠΑ του προέδρου Ουίλσωνος και η Ελλάς υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το οθωμανικό πολιτικό κατεστημένο είχε ποντάρει σε λάθος «άλογο», τη Γερμανία, μία υπερφιλόδοξη υπερδύναμη, που πάντα στο τέλος αναποδογυρίζει την καρδάρα με το γάλα. Η Ελλάς, αντιθέτως, είχε ποντάρει σωστά, και ήταν τώρα με τους νικητές. Ο Βενιζέλος ορθώς προέβλεψε ότι στο τέλος κερδίζει πάντα η δύναμη που ελέγχει τις θάλασσες, δηλαδή η Μεγάλη Βρετανία.

Η γερμανική διείσδυση στην Ανατολή, τις δεκαετίες που προηγήθηκαν του πολέμου, προκάλεσε την αντίδραση των Βρετανών και έφερε το τέλος του ισχύοντος επί αιώνες Δόγματος της Ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Γερμανοί, όταν εξερράγη ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914, είχαν συνάψει προχωρημένες εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες με τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ και κατασκεύαζαν ήδη τον σιδηρόδρομο Βερολίνο – Βαγδάτη, που θα τους οδηγούσε στο οθωμανικό βιλαέτι της πετρελαιοφόρας Μοσούλης. Η απόπειρα πρόσβασης της Γερμανίας στις πετρελαιοπηγές υπήρξε ασφαλώς μία βασική αιτία της έκρηξης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Η βρετανική πολιτική προκάλεσε έτσι τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χρησιμοποιώντας δύο μοχλούς: στη μεν αραβική χερσόνησο απέστειλε τον Λόρενς για να υποκινήσει εξέγερση των αραβικών πληθυσμών εναντίον των Οθωμανών. Στα δε Βαλκάνια οργάνωσε, λίγο πριν εκραγεί ο παγκόσμιος πόλεμος, με αριστοτεχνικό τρόπο τη Βαλκανική Συμμαχία, που εξεδίωξε τους Τούρκους από την Ευρώπη.

Από την ανακωχή του Μούδρου και μετά, ξεκίνησε μία πολυδαίδαλη και μακρά περίοδος διαπραγματεύσεων, λόγω του ανταγωνισμού των νικητών Συμμάχων σχετικά με τη διανομή της αχανούς οθωμανικής επικράτειας. Στον ανταγωνισμό αυτόν ενεπλάκη η Ελλάς, περισσότερο ως πιόνι και λιγότερο ως παίκτης. Σε αυτό ευθυνόταν άλλωστε συνολικά και η ελληνική πολιτική ηγεσία, που δεν «διάβασε» σωστά τις προθέσεις των Συμμάχων.

Εν πάση περιπτώσει, τον Ιούλιο του 1920 υπεγράφη στο προάστιο Σέβρες των Παρισίων η ομώνυμη Συνθήκη (το σώμα της κυκλοφόρησε πρόσφατα με σχόλια από «ΤΑ ΝΕΑ»), που διαμέλιζε και τυπικά το οθωμανικό κράτος, προέβλεπε την ίδρυση βρετανικών και γαλλικών προτεκτοράτων στην πετρελαιοφόρα Εγγύς Ανατολή, εκχωρούσε στην Ελλάδα σημαντικά εδάφη στη Θράκη και στην Ιωνία, ανεξαρτητοποιούσε την Αρμενία και τον Πόντο, διεθνοποιούσε την Κωνσταντινούπολη και άφηνε στην τύχη του το εσωτερικό της Μικράς Ασίας.

Αυτό το τελευταίο ήταν μοιραίο. Διότι ακριβώς στο γεωπολιτικό κενό, στη «μαύρη τρύπα» που άφησε η Συνθήκη των Σεβρών στην περιοχή γύρω από την Αγκυρα, οργάνωσε ο Μουσταφά Κεμάλ την προσπάθειά του να συγκροτήσει ένα εθνικό κράτος με τα υπολείμματα της διαλυθείσας αυτοκρατορίας. Προηγουμένως χρειάστηκαν τρεις γενοκτονίες (Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων) για να συγκροτηθεί αυτό το κράτος. Ασφαλώς έπαιξε ρόλο η απεριόριστη στήριξη των Λένιν – Τρότσκι προς τον Κεμάλ. Αλλά καθοριστικός υπήρξε και ο όψιμος, στενόμυαλος και ανεξήγητος φιλοτουρκισμός των Συμμάχων. Αποτελεί μέγα μυστήριο ότι δεν αντιλήφθηκαν ότι μία διευρυμένη Ελλάδα θα αποτελούσε προέκταση της Δύσης προς ανατολάς, ενώ μία αναγεννημένη εθνικιστική Τουρκία θα λειτουργούσε ως προέκταση της Ανατολής προς δυσμάς. Τα επίχειρα πληρώνουμε σήμερα.

Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης