Η συζήτηση με έναν αρχιτέκτονα είναι ολιστική. Δηλαδή περιλαμβάνει τους πάντες, επεκτείνεται στα πράγματα, στις συνθήκες ζωής, στους κλυδωνισμούς του παρόντος, στους προβληματισμούς για το μέλλον. Αν μάλιστα ο αρχιτέκτονας είναι καλός δάσκαλος, φωτογράφος, ζωγράφος, συγγραφέας, ανθρωπολόγος, αλλά και πλάνης στους δρόμους της πόλης και στα ξέφωτα της υπαίθρου, όπως είναι η περίπτωση του Δημήτρη Φιλιππίδη, τότε ο πρωινός καφές διακλαδώνεται σε… brunch. Γύρω από φίλους και γνωστούς «μύθους», αλλά και αγνώστους που οι συνθήκες το έφεραν και έγιναν προσφιλής περίγυρος.

Στο φωτεινό αίθριο στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Γουλανδρή, ανάμεσα σε αφίσες για τις εκθέσεις του Πολ Τσαν και του Τζορτζ Κόντο, ο παρατηρητής της ανθρώπινης δραστηριότητας Δημήτρης Φιλιππίδης πίνει τον εσπρέσο του. Εχει λίγες μέρες που επέστρεψε από την καλοκαιρινή του ανάπαυλα στην Ανδρο. Με το βλέμμα του περιεργάζεται τον χώρο και ακολουθούν οι ανταλλαγές εντυπώσεων για την Αθήνα που επιστρέφει στην κανονικότητά της: «Ασφυκτική κίνηση στους δρόμους το πρωί, ελεύθερο πεδίο νωρίς το μεσημέρι και πάλι γεμάτη αυτοκίνητα το απόγευμα. Νομίζω ότι μπορεί κανείς να πει πολλά πράγματα για τη ζωή στην πόλη αν παρατηρήσει αυτά τα δρομολόγια. Αλλά και στην εξοχή μπορείς να δεις και να καταλάβεις πράγματα για τον περίγυρο και τους ανθρώπους. Λατρεύω το περπάτημα οπουδήποτε, γιατί έτσι ικανοποιώ την περιέργειά μου».

Δεν τρέφει όμως μόνο την περιέργειά του, αφού είναι φημισμένος για τη δημιουργική ανησυχία του και την πολυπραγμοσύνη του. Δουλεύει ταυτόχρονα πάνω σε τρεις ιδέες και κρατά ακονισμένη τη ματιά του. Η αρχιτεκτονική της πόλης για παιδιά με δική του εικονογράφηση και κείμενα πρόκειται να βγει από τον οίκο Μέλισσα. Η πολύχρονη και πολυποίκιλη περιπλάνησή του σε αστικές και αγροτικές περιοχές σύντομα γίνεται το βιβλίο της «ελληνικής ανώνυμης αρχιτεκτονικής» σε έκδοση του Πολιτιστικού Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς. «Μέσα από ένα αταξινόμητο υλικό έγινε ένα μοντάζ πραγμάτων που ήθελα χρόνια τώρα να τα βάλω μαζί. Ενας βράχος για παράδειγμα στην Ανδρο με μία κουφάλα από κάτω και ένα μαντράκι μπροστά που βάζουν τα πρόβατά τους μέσα. Ή ένα στέγαστρο με τούβλα που λειτουργεί ως στάση λεωφορείου, ένας δήθεν περιστεριώνας από αυτούς που φτιάχνουν σήμερα, το συνεργείο ΚΤΕΟ… Είναι παραδείγματα κτισμάτων μέσα στο αστικό τοπίο, τις αγροτικές περιοχές, μαζί με τα παραδοσιακά και αυτά που εγώ λέω πρωτόγονα, λαϊκά, μαζικά. Δεν υπάρχει πρόθεση σχολαστικού, ακαδημαϊκού κειμένου. Οπου είναι απαραίτητο θα εμφανίζονται οι φωτογραφίες για να εξηγούν αυτή την καταγραφή».

Ο ήρεμος τόνος της φωνής ακολουθεί τη χορογραφία των χεριών του. Η εκφραστικότητά τους είναι τόσο επεξηγηματική όσο λιτές και διακριτικές είναι οι λέξεις που χρησιμοποιεί για να μιλήσει για τη σχέση του με την αρχιτεκτονική μέσα από τη διδασκαλία στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. «Εμαθα πολλά από τη θεσμοθετημένη υποκρισία των διδασκόντων, τόσο στα χρόνια της Χούντας όσο και αργότερα, στη Μεταπολίτευση, στον ασφυκτικό κύκλο της «camaraderie με αστερίσκους». Υπήρχε τότε μία νέα ιεραρχία που είχε καταργήσει την παλιά, υπό το πρίσμα της πολιτικής ένταξης. Ηταν και εκείνες οι ομάδες, αχ… πόσο δεν τις άντεχα και είπα με τον εαυτό μου ότι ποτέ μου δε θα ενταχθώ σε ομάδα. Βέβαια ούτε και σήμερα μπορείς να αποφύγεις αυτή την αντιπαλότητα. Τότε η βιτρίνα και ο τίτλος ήταν το ΚΚΕ εσ. Ολοι έμπαιναν εκεί και κοίταζαν πώς θα εξασφαλίσουν τον εαυτό τους. Τα γνωστά… Χωρίς να υποτιμήσω τους ανθρώπους που τους εκτιμούσα για άλλα πράγματα, σε αυτό τούς είχα απέναντί μου. Κατάφερα όμως να τους αντιμετωπίσω γιατί απέκτησα «πελατεία» (σ.σ.: ο Δημήτρης Φιλιππίδης είναι εξαιρετικά δημοφιλής και αγαπητός καθηγητής ανάμεσα στους φοιτητές της Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ). Αυτή η «πελατεία» μετρά ιδιαίτερα στο Πανεπιστήμιο. Οσο τη βλέπουν να αυξάνεται τόσο σκυλιάζουν. Το έκανα λοιπόν για τριάντα συναπτά χρόνια. Ηταν ένα δίδαγμα κυνισμού. Αισθάνομαι λοιπόν ηλίθια ευτυχής. Κανονικά πρέπει να βασανίζεσαι, να έχεις παράπονα. Ακόμα και με όσους κοντραρίστηκα νιώθω ότι ευτυχώς που συνέβη, γιατί είχα την ευκαιρία να τους αντιμετωπίσω. Ωστόσο, η ακαδημαϊκή καριέρα σού αφήνει περιθώρια χρόνου και βρήκα διέξοδο για να κάνω και ό,τι άλλο με ενδιέφερε. Χάρη στο Πολυτεχνείο είχα απελευθερωθεί. Φωτογράφιζα, έκανα αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις παραδοσιακών κτισμάτων, ζωγράφιζα, έως και μυθιστόρημα έγραψα, μαζί με διηγήματα και ποιήματα, τα οποία τα πέταξα. Και τη ζωγραφική μου, που τελευταία κάποιοι την εντόπισαν, την έκρυψα και πάλι κάπου πολύ καλά, γιατί έχω έναν βαθμό αυτογνωσίας που μου επιτρέπει ακόμη να κρίνω τι πρέπει να βγάζω προς τα έξω».

Ο ανήσυχος αρχιτέκτονας. Το 1962 στην Αθήνα τα πράγματα της αρχιτεκτονικής ήταν τεχνοκρατικά και ο ίδιος γινόταν «μοντέρνος με τη γενική έννοια», διαβάζοντας τη μονογραφία του Λε Κορμπιζιέ και βρίσκοντας έμπνευση στον «ανένταχτο» καθηγητή του Ιωάννη Δεσποτόπουλο. «Ο Δεσποτόπουλος καλλιεργούσε τον μύθο γύρω από τον εαυτό του. Οπως ο Πικιώνης, έτσι και εκείνος μουρμούραγε και έκανε σκιτσάκια πίσω από τα πακέτα των τσιγάρων του. Ελεγε και κάτι σιβυλλικά, καθώς είχε αναπτύξει ένα ύφος σκανδιναβικό, λόγω της παραμονής του στη Σουηδία, για να λέει τα πράγματα. Ηταν ελάχιστα Ελληνας, ένα περίεργο μείγμα. Τον λατρεύαμε όλοι. Ηταν «θεός». Τον Πικιώνη τον βρήκα πολύ μετά, αφού έγινε ο Λουμπαρδιάρης και πήγαινα να φωτογραφίζω το έργο του, όπου κατάλαβα πως κάτι περίεργο συνέβαινε. Αληθινά η έννοια του αρχιτέκτονα ημίθεου, το μοντέλο δηλαδή του Φρανκ Λόιντ Ράιτ δεν υπήρχε εδώ. Ημασταν ελάχιστα εκτεθειμένοι στα πράγματα. Τα περιοδικά που βλέπαμε, ακόμη και τα καλοκαιρινά μας ταξίδια στην Ευρώπη ήταν περιορισμένα, μίζερα. Η μεγάλη έκρηξη έγινε μετά τη δεκαετία του ’80 όταν ήρθε η πρώτη παρέα από την Ιταλία και άνοιξαν τα μυαλά. Εκτοτε δεν σταμάτησαν να ανοίγουν. Ακόμη και ο Φατούρος στη Θεσσαλονίκη, που άνοιξε τη δική του πόρτα και έμπασε πολλά πράγματα μέσα στην αρχιτεκτονική σκέψη, χρειάστηκε να περάσει και ο ίδιος μια διαδικασία μύησης. Δηλαδή να κάτσει στο μπιστρό στο Παρίσι καπνίζοντας και πίνοντας καφέδες για να χαζεύει. Και μετά βρέθηκε στο Μπέρκλεϊ με τους επαναστάτες. Αυτή ήταν η μαθητεία του και την έβαλε στη Θεσσαλονίκη. Ομως εμείς στην Αθήνα είχαμε κλείσει την πόρτα στην όποια επιρροή του Φατούρου. Το Μετσόβιο δεν ήταν σχολή αρχιτεκτονικής, αλλά «μονή Αρχιτεκτονικής»».

Ο φωτογράφος του χωριού. Εδώ παρόν. Η συζήτηση κάνει στροφή στο σήμερα των ανθρώπων. Ο Δημήτρης Φιλιππίδης μιλάει για τον πολύτιμο κλονισμό που υπέστη όταν η προσωπική του διαδρομή αναζήτησης ταυτότητας τον έβγαλε στην Κάρπαθο στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Εκεί προετοίμασε τη διατριβή του για το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν το 1973, με θέμα την ολιστική μελέτη του αγροτικού συστήματος της Ολύμπου, μιας απομονωμένης κοινότητας στο βορινό άκρο της Καρπάθου, συγκεντρώνοντας επιτόπου υλικό σύμφωνα με τις αρχές τις κοινωνικής ανθρωπολογίας.

«Εζησα ενάμισι χρόνο στο νησί. Τότε στην Ολυμπο δεν υπήρχε δρόμος ούτε ηλεκτρικό. Το σπίτι μου ήταν το μόνο σε όλο το χωριό που είχε καζανάκι. Το προόριζαν για τον χωροφύλακα αλλά εκείνος προτίμησε να είναι κάτω στο λιμάνι. Εμεινα λοιπόν εκεί και γνωρίστηκα με όλους αυτούς τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι με χαιρετούσαν, μου έδιναν φιλέματα, με καλούσαν μαζί τους στα πανηγύρια τους. Μάλιστα ήμουν ο φωτογράφος τους για τα βιβλιάρια του ΟΓΑ, για τα βαφτίσια τους, τους γάμους, τις κηδείες τους. Απίστευτη εμπειρία. Εμαθα να μιλώ τη γλώσσα του τόπου, να επικοινωνώ μαζί τους. Με δέχτηκαν και τους δέχτηκα όπως ήταν. Η Κάρπαθος μου έδειξε ότι εκείνοι που ζουν κοντά στον τόπο και τη φύση βιώνουν έναν αληθινό τρόπο ζωής. Αποκτάς μία συναισθηματική σχέση με τους ανθρώπους και όχι δεσμό εξάρτησης. Τώρα που επισκέπτομαι το νησί, πιο αραιά, βλέπω τη διαφορά στο πόσο άγρια άλλαξε ο τόπος. Ολη αυτή η αξιοπρέπεια των ανθρώπων χάνεται μέσα στη δίνη του τουρισμού και ξεπουλιούνται. Δεν έχουν άλλη διέξοδο, το καταλαβαίνω… Λέω συχνά πως είμαστε τυχεροί που ζήσαμε κάποιες στιγμές, τις οποίες όμως χάνουν τα παιδιά τώρα. Ισως βέβαια και εκείνα θα βρουν και θα φτιάξουν τους δικούς τους μύθους».