Σχεδόν τριάντα μέτρα κάτω από την επιφάνεια του Ατλαντικού, εκεί όπου σήμερα απλώνονται ισχυρά ρεύματα και πυκνά φύκια, οι αρχαιολόγοι άρχισαν να διακρίνουν κάτι που η φύση δύσκολα θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει μόνη της: μια ευθεία γραμμή από πέτρα, στην άκρη ενός υποθαλάσσιου φαραγγιού, ανοιχτά του νησιού Ιλ ντε Σεν στη Βρετάνη. Η ανακάλυψη αυτή, που έγινε αρχικά μέσα από την προσεκτική μελέτη υποθαλάσσιων χαρτών και επιβεβαιώθηκε με σύγχρονες τεχνολογίες αποτύπωσης, φαίνεται πως αποτελεί τα κατάλοιπα ενός μεγάλου πέτρινου έργου ηλικίας περίπου 7.000 ετών — πολύ παλαιότερου από ό,τι πιστεύαμε ότι μπορούσαν να κατασκευάσουν οι κοινότητες της εποχής.
Η εικόνα που σταδιακά σχηματίζεται είναι εντυπωσιακή. Στον βυθό εντοπίστηκαν έντεκα δομές, αδιαμφισβήτητα ανθρώπινης κατασκευής, οι οποίες χρονολογούνται μεταξύ 5.800 και 5.300 π.Χ. Πρόκειται για μια κρίσιμη περίοδο, όταν οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες της Μεσολιθικής εποχής άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα, ανοίγοντας τον δρόμο για τη Νεολιθική κοινωνία. Τότε η ακτογραμμή βρισκόταν χιλιόμετρα πιο έξω από τη σημερινή, και τόποι ανθρώπινης δραστηριότητας που κάποτε ήταν στεριά, σήμερα κρύβονται κάτω από το νερό.
Το πέτρινο αυτό σύνολο θα μπορούσε να είχε διπλή χρήση. Από τη μία, ίσως λειτουργούσε ως ιχθυοπαγίδα, εκμεταλλευόμενη την παλίρροια για να εγκλωβίζει ψάρια. Από την άλλη, το μέγεθος και το βάρος του —χιλιάδες τόνοι λίθων— δείχνουν ότι θα μπορούσε να είναι ένα είδος αναχώματος, σχεδιασμένο να προστατεύει έναν οικισμό από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τα σφοδρά κύματα. Οι μεγαλύτεροι λίθοι φτάνουν σε ύψος σχεδόν τριών μέτρων και είναι βαθιά θεμελιωμένοι, ένδειξη ότι οι κατασκευαστές τους γνώριζαν καλά τις δυνάμεις της θάλασσας και προσπαθούσαν να τις τιθασεύσουν.
Η αρχιτεκτονική πολυπλοκότητα του έργου ξεχωρίζει. Οι όρθιοι λίθοι θυμίζουν έντονα τα μενίρ της ενδοχώρας της Βρετάνης και, σε μικρογραφία, αυτούς του Στόουνχεντζ. Η διάταξη των πλακών και των ογκόλιθων υποδηλώνει ότι το έργο δεν κατασκευάστηκε μονομιάς, αλλά ενισχυόταν και προσαρμοζόταν με την πάροδο του χρόνου, καθώς η θάλασσα ανέβαινε. Αυτό απαιτούσε όχι μόνο τεχνικές γνώσεις, αλλά και κοινωνική οργάνωση: εξόρυξη, μεταφορά και τοποθέτηση τεράστιων λίθων δεν είναι υπόθεση μικρών, ασύνδετων ομάδων.
Η δυσκολία πρόσβασης στην περιοχή εξηγεί γιατί τέτοια ευρήματα άργησαν τόσο να έρθουν στο φως. Ισχυρά ρεύματα, σκληρές συνθήκες και η χαμηλή ανάλυση παλαιότερων ναυτικών χαρτών είχαν κρατήσει την προϊστορία της βρετονικής ακτής κρυμμένη. Ωστόσο, η ανακάλυψη αυτή υποδηλώνει ότι ο βυθός ίσως κρύβει κι άλλα μυστικά, έτοιμα να συμπληρώσουν την εικόνα της ανθρώπινης παρουσίας στην Ευρώπη πριν από χιλιάδες χρόνια.
Και εδώ η επιστήμη συναντά τον μύθο. Στη Βρετάνη επιβιώνει εδώ και αιώνες ο θρύλος της πόλης Υς, μιας πλούσιας πολιτείας που καταποντίστηκε στη θάλασσα εξαιτίας της ύβρεως των κατοίκων της. Η παράδοση τοποθετεί την πόλη αυτή στον κόλπο της Ντουαρνενέ, κοντά στην περιοχή των νέων ευρημάτων. Αν και κανείς δεν ισχυρίζεται ότι βρέθηκε η μυθική Υς, η ιδέα ότι ένας πραγματικός, προϊστορικός οικισμός χάθηκε από την άνοδο των νερών ίσως να αποτέλεσε τον πυρήνα του θρύλου, που με τον χρόνο ντύθηκε με φαντασία και συμβολισμούς.
Ό,τι κι αν αποδειχθεί τελικά, το βέβαιο είναι ότι τα πέτρινα κατάλοιπα στα ανοιχτά της Βρετάνης μας αναγκάζουν να ξανασκεφτούμε τις δυνατότητες και τις ανησυχίες των ανθρώπων της Λίθινης Εποχής. Δεν ήταν απλοί επιζώντες ενός άγριου κόσμου, αλλά κοινότητες που σχεδίαζαν, κατασκεύαζαν και προσπαθούσαν να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον που άλλαζε. Και καθώς η θάλασσα αποκαλύπτει σιγά σιγά τα μυστικά της, ίσως αναδυθούν κι άλλες ιστορίες, θαμμένες για χιλιετίες, περιμένοντας να ειπωθούν ξανά.






