Tο έργο του Ρότζερ Εναλς «Nevermind» παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία της Τζέσικας Κουρτέση στο θέατρο Νους σε παγκόσμια πρεμιέρα. Πρωταγωνιστούν οι Φανή Ξενουδάκη, Γιάννης Σίντος και Τζέσικα Κουρτέση.
Η ιστορία του περιστρέφεται γύρω από ένα ζευγάρι το οποίο προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του μέσα από μια σειρά συνεδριών ψυχοθεραπείας ζεύγους. Προσπαθούν να βρουν λέξεις για όλα όσα δεν ειπώθηκαν, δεν έγιναν, δεν σώθηκαν. Μέσα στο θεραπευτικό δωμάτιο, η θεραπεία γίνεται σκηνή αντιπαράθεσης, ομολογίας, αλλά και τρυφερότητας. Το έργο εξερευνά τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αγάπη και τη φθορά, στη στοργή και τη σιωπή, στο παρελθόν και την πιθανότητα ενός κοινού μέλλοντος ή σε μία συνεχόμενη διαδικασία ανεύρεσης του εαυτού. Πρόκειται για μια «παράλογη» εξερεύνηση της ανθρώπινης ύπαρξης, όπου οι χαρακτήρες προσπαθούν να κατανοήσουν τη θέση τους σε έναν κόσμο γεμάτο από φόβο, πόνο και αναστάτωση.
Η Τζέσικα Κουρτέση μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τις ανθρώπινες σχέσεις, την τρυφερότητα και το φόβο.

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;
Η αφορμή ήταν το ίδιο το έργο του Roger Ennals, το οποίο με τράβηξε με την απλότητά του και τον τρόπο που βάζει δύο ανθρώπους σε μια φαινομενικά καθημερινή, αλλά βαθιά αποκαλυπτική συνθήκη: τη θεραπεία ζευγαριού.
Αν θα μπορούσατε να συνοψίσετε τη σκηνοθετική σας πρόθεση σε μία λέξη ή εικόνα, ποια θα ήταν και γιατί;
Αν διάλεγα μια λέξη αυτή θα ήταν η “ασφυξία”.
Στο έργο οι χαρακτήρες ασφυκτιούν μέσα στις σκέψεις, στις προσδοκίες, στις σιωπές και στις αποτυχημένες απόπειρες να επικοινωνήσουν. Η σκηνοθετική πρόθεση ήταν να γίνει αυτή η εσωτερική ασφυξία ορατή. Όσο κι αν προσπαθούμε καμιά φορά μέσα στη σχέση ίσως να μην είναι αρκετό, κάτι σε πιέζει, έρχεσαι τελικά εντιμέτωπος με τον ίδιο σου τον εαυτό ή με κάτι πολύ δικό σου, μια παλιά πληγή, έναν φόβο, μια ανασφάλεια.

Το έργο θίγει τον φόβο, τον πόνο και την αναστάτωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Υπήρξε κάποια προσωπική σας ανακάλυψη ή ανατροπή μέσα από αυτήν την παράσταση;
Η προσωπική μου ανακάλυψη κατά την προετοιμασία της παράστασης ήταν η σημασία που έχουν οι στιγμές πριν από κάτι μεγάλο. Στη ζωή μας συνήθως επικεντρωνόμαστε στις μεγάλες αποφάσεις ή στις έντονες πράξεις, αλλά για το έργο ήταν σημαντικό να αρχίσουμε να παρατηρούμε τις πιο ευάλωτες,
ευαίσθητες στιγμές, τις αντιστάσεις που εμφανίζονται πριν πούμε κάτι ή πριν αντιδράσουμε σε ένα γεγονός.
Η σιωπή στην παράσταση αποκαλύπτει πόσα μπορείς να νιώσεις χωρίς να κάνεις πολλή φασαρία. Αυτή η παρατήρηση των λεπτών στιγμών ήταν για μένα μια σημαντική ανακάλυψη.

Το έργο έχει χαρακτηριστεί «παράλογη εξερεύνηση της ανθρώπινης ύπαρξης». Πώς προσπαθήσατε να ισορροπήσετε το παράλογο με το συναισθηματικά αληθινό;
Το παράλογο είναι, νομίζω, η αντιφατική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι χαρακτήρες: στόχος είναι να μιλήσουν για τη σχέση τους, αλλά τελικά καταλήγουν να αναζητούν απαντήσεις για τους ίδιους τους εαυτούς. Η σχέση λειτουργεί ως καθρέφτης, και αυτό από μόνο του έχει κάτι παράξενο μέσα του. Κάπως χρειάζεσαι τον “άλλον” για να δεις ποιος είσαι εσύ.
Αυτό το παράδοξο ήταν που θέλαμε να φωτίσουμε. Δεν προσθέσαμε υπερβολές ή θεατρικά τεχνάσματα, αντίθετα, δουλέψαμε με το συναισθηματικά αληθινό. Ήθελα να κρατηθεί αυτή η εύθραυστη ισορροπία. Δύο άνθρωποι που προσπαθούν να σώσουν κάτι κοινό, ενώ ταυτόχρονα βυθίζονται ο καθένας στη δική του υπαρξιακή αναζήτηση. Εκεί γεννιέται η ένταση, η αμηχανία και τελικά η αλήθεια.
Το έργο δείχνει ένα ζευγάρι που προσπαθεί να βρει λέξεις για όσα δεν ειπώθηκαν. Πιστεύετε ότι οι λέξεις αρκούν για να επαναπροσδιοριστεί μια σχέση ή η δράση και η σιωπή έχουν ίση σημασία;
Η θεραπεία τους φέρνει αντιμέτωπους με όσα δεν τόλμησαν να πουν, όμως συχνά οι λέξεις, από ενοχές ή από φόβο, έχουν την τάση να ωραιοποιούν τις καταστάσεις. Είναι δύσκολο, καμιά φορά, να παραδεχτείς στον εαυτό σου ή στον σύντροφό σου, μια αλήθεια που ξέρεις ότι θα πονέσει.
Γι’ αυτό πιστεύω ότι η δράση μπορεί να φέρει αλλαγή, αλλά η σιωπή μερικές φορές είναι ακόμη πιο αποκαλυπτική. Η σιωπή προδίδει σκέψεις, ανασφάλειες, επιθυμίες, φωτίζει αλήθειες που οι λέξεις προσπαθούν να προστατεύσουν ή να μαλακώσουν.

Πώς βλέπετε τη σχέση ανάμεσα στην ειλικρίνεια και την τρυφερότητα στην παράσταση; Είναι πάντα συμβατές ή συχνά συγκρούονται;
Πιστεύω ότι αυτές οι δύο ποιότητες συχνά συγκρούονται. Η ειλικρίνεια μπορεί να είναι ψυχρή, και να αποκαλύπτει πράγματα που πονάνε. Από την άλλη όμως, και η τρυφερότητα έχει μέσα της μια δική της ειλικρίνεια, μια ζεστασιά που δεν μπορείς να προσποιηθείς εφόσον υπάρχει αγάπη και νοιάξιμο.
Στο έργο βλέπουμε αυτό το εκκρεμές συνεχώς. Το ζευγάρι συγκρούεται, λέει αλήθειες που πληγώνουν, και ξαφνικά, μέσα στην ένταση, εμφανίζεται η ανάγκη για τρυφερότητα. Υπάρχει αγάπη ανάμεσά τους, και αυτό κάνει την τρυφερότητα να δρα σχεδόν σαν καταφύγιο. Σε άλλες στιγμές, πάλι, είναι η ειλικρίνεια που τους φέρνει κοντά, γιατί φωτίζει κάτι αληθινό που και οι δύο αναγνωρίζουν.

Το έργο αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ενός κοινού μέλλοντος. Πιστεύετε ότι το θεατρικό κοινό θα φύγει με αισιοδοξία ή προβληματισμό σχετικά με τις δικές του σχέσεις;
Όταν σκέφτομαι τι παίρνει μαζί του το κοινό, συνήθως χρησιμοποιώ τη λέξη «νομίζω». Σ’ αυτή την ερώτηση όμως είμαι σίγουρη πως ο θεατής θα φύγει προβληματισμένος.
Ο προβληματισμός βέβαια μπορεί να γεννήσει και μια μορφή αισιοδοξίας, την αίσθηση δηλαδή ότι, αν δουλέψεις και φροντίσεις μια σχέση, ίσως τα πράγματα να πάνε καλύτερα. Αλλά η παράσταση δεν επιχειρεί να δώσει λύσεις.
Το συγκεκριμένο ζευγάρι έχει τη δική του πορεία, που σίγουρα θυμίζει πολλές ιστορίες δικές μας αλλά και δικών μας ανθρώπων, αλλά δεν παρουσιάζουμε εξαρχής έναν κόσμο αισιόδοξο ή ένα τέλος που υπόσχεται κάτι. Αυτό που μένει είναι ο προβληματισμός.







