Τραμπ και Πούτιν εξακολουθούν να αποκλείουν ουσιαστικά την ΕΕ από το «παζάρι» για το μέλλον της Ουκρανίας. Οι ηγέτες της, όμως, φέρονται αποφασισμένοι να μπουν στον πόλεμο.

Το «παζάρι» για την Ουκρανία έχει εισέλθει σε κρίσιμη φάση – ίσως, την πιο κρίσιμη από τη ρωσική εισβολή, πριν τέσσερα περίπου χρόνια. Στο επίκεντρο βρίσκεται πλέον το σχέδιο των 19 (;) σημείων στο οποίο φέρονται να έχουν καταλήξει Αμερικανοί και Ουκρανοί στις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις. Σε αυτό το συμπέρασμα συγκλίνουν οι πληροφορίες, παρά την ύπαρξη «ευαίσθητων λεπτομερειών» που πρέπει να διευθετηθούν.

Είναι γεγονός ότι η Μόσχα δεν έχει ακόμη εκφράσει επισήμως τη θέση της και ούτε αναμένεται να το κάνει πριν ο Βλαντίμιρ Πούτιν λάβει επίσημη ενημέρωση από τον απεσταλμένο του Ντόναλντ Τραμπ, Στίβεν Ουίτκοφ – ο οποίος, όπως όλα δείχνουν, θα τον επισκεφθεί την επόμενη εβδομάδα. Παρ’ όλα αυτά, οι πρώτες διαρροές από το Κρεμλίνο και το περιβάλλον του κάνουν λόγο για «καταρχάς θετική αντίδραση».

Η Ευρώπη, από την πλευρά της, είναι ουσιαστικά απούσα (και) από αυτή τη φάση, ενώ η αντιπρόταση την οποία κατέθεσε στο αρχικό σχέδιο των 28 σημείων του Τραμπ «θάφτηκε» με συνοπτικές διαδικασίες. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι έσπευσε για μια ακόμη φορά να εκφράσει τη στήριξή της στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, επαναλαμβάνοντας διαρκώς και σε όλους τους τόνους (χωρίς για την ώρα να βρίσκει ευήκοα ώτα) ότι θεωρεί απαραίτητη την παρουσία της στο τραπέζι.

Απούσα μεν, αλλά…

Ακόμη κι έτσι, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ή, τουλάχιστον, πολλοί από αυτούς, όπως της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας – εμφανίζονται έτοιμοι να πολεμήσουν (όχι οι ίδιοι, φυσικά…) απέναντι στη Ρωσία. Και μάλιστα, ακόμη και στην περίπτωση που ο Τραμπ εγκαταλείψει πλήρως την Ουκρανία στο έλεος των τανκς και των πυραύλων του Πούτιν.

Η αλήθεια, βεβαίως, είναι πως σήμερα οι «27» δεν διαθέτουν κοινές ένοπλες δυνάμεις – έναν αξιόπιστο και αξιόμαχο ευρωστρατό, με άλλα λόγια. Παρ’ όλα αυτά, δεν χωράει αμφιβολία ότι αποτελούν μια υπολογίσιμη δύναμη πυρός, την οποία δεν μπορεί να αγνοήσει το Κρεμλίνο ή οποιοσδήποτε άλλος στην περίπτωση που αποφασίσουν να εμπλακούν ενεργά.

Με βάση τα δεδομένα, μπορούμε ευλόγως να υποθέσουμε πως η πολιτική βούληση στο συγκεκριμένο θέμα είναι δεδομένη. Αν αυτό ισχύει, παραμένουν δύο μικρά προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν προτού δοθεί το σχετικό σύνθημα.

Το ένα είναι η δυσπιστία της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων και κυρίως των νέων, αναφορικά με τις προθέσεις των ηγετών και για το κατά πόσο η απειλή την οποία επικαλούνται είναι πραγματική. Το δεύτερο έχει να κάνει με την απροθυμία τους να πολεμήσουν, ακόμη και εάν πειστούν για τις προθέσεις και την απειλή.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από τα ευρήματα σχετικής έρευνας η οποία πραγματοποιήθηκε πέρυσι, για λογαριασμό της Airbus. Σύμφωνα με αυτά, αν και οι μισοί περίπου νέοι στη Δυτική Ευρώπη (49%) πιστεύουν πως η χώρα τους θα εμπλακεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε πόλεμο εντός της επόμενης δεκαετίας, μόλις το ένα τρίτο εξ’ αυτών – δηλαδή κάπου το 15% του συνόλου – εμφανίζονται πρόθυμοι να πολεμήσουν.

Πρώτος στόχος: Οι συνειδήσεις

Σε κάθε περίπτωση, το διπλό πρόβλημα έχει εντοπιστεί από τα αρμόδια επιτελεία και τις κυβερνήσεις. Αυτός είναι και ο λόγος, άλλωστε, που τις κάνει να αναζητούν ήδη λύσεις – ενώ μέχρι να τις βρουν, προσπαθούν να πείσουν τους άμεσα ενδιαφερόμενους πως τα πράγματα έχουν ακριβώς όπως τους τα περιγράφουν.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η δήλωση που έκανε ο επικεφαλής των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων, στρατηγός Φαμπιέν Μαντόν. Αυτό που απαιτείται σήμερα, είπε, «είναι ένα πνεύμα που να αποδέχεται πως είμαστε αναγκασμένοι να υποφέρουμε για να προστατεύσουμε αυτό το οποίο είμαστε». Εάν η Γαλλία, πρόσθεσε αμέσως μετά, «διστάσει επειδή δεν είμαστε έτοιμοι να χάσουμε τα παιδιά μας (…) βρισκόμαστε όντως σε κίνδυνο».

Παρά δε τη θύελλα αντιδράσεων που έχει προκληθεί στη χώρα εξαιτίας του Μαντόν, το σίγουρο είναι πως ο Γάλλος στρατηγός δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Αντιθέτως, μάλλον τείνει να αποτελέσει τον κανόνα, όπως φαίνεται και από τις δηλώσεις και κινήσεις που γίνονται σε διάφορα επίπεδα.

Τους τελευταίους μήνες, για του λόγου το αληθές, μια σειρά κορυφαίοι αξιωματούχοι – ανάμεσά τους η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα – έχουν φροντίσει

να διαμηνύσουν πως «το μέρισμα της ειρήνης» έχει τελειώσει για τους Ευρωπαίους. Κι αυτό ενώ την ίδια στιγμή, υπηρεσίες πληροφοριών και αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων ξεκαθαρίσουν πως η Ευρώπη οφείλει να ετοιμαστεί ταχύτατα για πόλεμο.

Τη δική του «πινελιά» στην υπόθεση έβαλε και ο ημέτερος υπουργός Εθνικής Άμυνας, με μια παρέμβαση η οποία θυμίζει σε μεγάλο βαθμό εκείνη του Γάλλου στρατηγού. Μιλώντας πρόσφατα στο Φόρουμ Ασφαλείας των Αθηνών, ο Νίκος Δένδιας υπογράμμισε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες πρέπει να επιστρέψουν «σε ένα πνεύμα αυτοθυσίας, δηλαδή σε ένα πνεύμα, σε μία κουλτούρα που ο Ευρωπαίος θα έχει μέσα στη συνείδησή του ότι μπορεί να χρειάζεται να θυσιαστεί για να υπερασπίσει τα δικαιώματα αυτά, τα οποία απολαμβάνει». «Σήμερα η Ευρώπη δεν αντέχει να δει φέρετρα με σημαία πάνω, ούτε καν με την ευρωπαϊκή», πρόσθεσε.

Τέλος εποχής

Αυτό, ουσιαστικά, είναι το φόντο στο οποίο μια σειρά κράτη-μέλη της ΕΕ ετοιμάζουν σημαντικές αλλαγές, επαναφέροντας και τον θεσμό της στρατιωτικής θητείας – τόσο της εθελοντικής όσο και, σταδιακά, της υποχρεωτικής.

Πράγματι, στη Γερμανία, ο καγκελάριος Φρίντριχ Μέρτζ και ο υπουργός Άμυνας, Μπόρις Πιστόριους, έχουν καταθέσει ήδη το σχετικό νομοσχέδιο. Στη Γαλλία, ο Εμανουέλ Μακρόν πρόκειται να δημοσιοποιήσει τις προθέσεις του την ερχόμενη Πέμπτη. Είναι βέβαιο δε ότι θα ακολουθήσουν και άλλες χώρες, ανάμεσά τους και οι σκανδιναβικές.

Κάπως έτσι, λοιπόν, καθίσταται φανερό ότι βρισκόμαστε στο μεταίχμιο μιας νέας ιστορικής περιόδου για την Ευρώπη. Πιο βίαιης, πιο πολεμικής, πιο απρόβλεπτης. Οι κοινωνίες της και κυρίως οι νέες γενιές, θα βρεθούν ενώπιον πολύ σκληρών διλημμάτων, είτε το θέλουν είτε όχι. Και θα κληθούν να επιλέξουν.

Η εποχή της αθωότητας έχει τελειώσει!

Vidcast: Στα Σχοινιά