Η 48χρονη σήμερα Νεζ Σινό γράφει για τον συστηματικό βιασμό από τον πατριό της κατά την παιδική της ηλικία, αλλά όχι για να «λυτρωθεί». Αυτή είναι μια ιδέα που αποστρέφεται. Η γραφή, δηλαδή, ως αυτοανάλυση, ως δρόμος του μαρτυρίου που οδηγεί κάποτε στη λύτρωση. Η λογοτεχνία που παίρνει τη θέση της ψυχανάλυσης. Αλλά τότε γιατί επιστρέφει στην πιο οδυνηρή περίοδο της ζωής της μια συγγραφέας που με τον «Θλιβερό τίγρη» (εκδ. Εστία, στη ρέουσα και διαφωτιστική μετάφραση της Λίζυς Τσιριμώκου) κέρδισε το Prix Famina και άλλα βραβεία; Όσο και αν το βιβλίο της είναι κυρίως ένα βιβλίο ερωτημάτων, κλείνει μέσα του και ορισμένες απαντήσεις -σαν μποτίλιες στο πέλαγος. «Μιλάω για να προστατεύσω τους άλλους/τις άλλες… Προστατεύουμε όσο καλύτερα μπορούμε τα παιδιά γύρω μας, απομακρύνουμε τα εμπόδια που εμφανίζονται στον δρόμο τους… Ξηλώνουμε το πλέγμα της σιωπής με τα χεράκια μας, ορμάμε πάνω στους σκληρότερους κόμπους με υπομονή. Πάντα θα υπάρχουν κόμποι».

Το βιβλίο της Σινό είναι πολλά είδη μαζί: αυτοβιογραφία, παρατήρηση, δοκίμιο, εξομολόγηση. Μια τολμηρή καταβύθιση στο προσωπικό πένθος χωρίς συναισθηματισμούς. Χωρίς η συγγραφέας να εκλιπαρεί εμμέσως πλην σαφώς τον οίκτο. Επειδή πάνω απ’ όλα ο «Θλιβερός τίγρης» είναι λογοτεχνία. Και το δηλώνει από την πρώτη -δευτερεύουσα- πρόταση. Ξεκινώντας εν τω μέσω των συλλογισμών της η Σινό γράφει: «Διότι, κατά βάθος, και σ’ εμένα εκείνο που φαίνεται το πιο ενδιαφέρον είναι το τι συμβαίνει μες στο κεφάλι του δήμιου». Τι σημαίνει εκείνο το «διότι»; Πως βρίσκεται εν εξελίξει ένας διάλογος με τους φανταστικούς αναγνώστες. Η συγγραφέας ξέρει τις προβολές, τους φόβους, την αμηχανία και τις ενστάσεις μας για τη «λογοτεχνία της παιδεραστίας». Οπότε με έναν αδιόρατο σαρκασμό ξεπερνά τον σκόπελο και ξεκινάει να ξηλώνει το πουλόβερ της αφήγησης. Δεν είναι τυχαίο ότι η αρχή γίνεται με τη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ, τον οποίο μάλιστα η συγγραφέας δεν είναι καθόλου πρόθυμη να καταδικάσει στο όνομα των νέων αναθεωρητικών ηθών. «Το γεγονός ότι ο αφηγητής είναι ο ένοχος, ο παιδόφιλος, κι ότι ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος μέσω της αφηγούμενης φωνής, να μπει στο κεφάλι του, να εισχωρήσει στους δαιδάλους των επιχειρημάτων του, των δικαιολογιών του, των φαντασιώσεών του, αυτό είναι που καθιστά τούτο το ανάγνωσμα τόσο σαγηνευτικό και ανησυχητικό. Περνάς από τη συναίνεση στην απόρριψη, από την απέχθεια στον οίκτο, από το χαμόγελο μπροστά στην αίσθηση του ιδιόμορφου χιούμορ του αφηγητή στην απόλυτη φρίκη. Τον κατανοούμε και δεν τον κατανοούμε, συνοδεύουμε την τρέλα του ώς το τέλος, τρέμουμε για τις νίκες του και χαιρόμαστε για την κατάρρευσή του». Στον Χάμπερτ του Ναμπόκοφ η Σινό αντικρίζει εν μέρει τον πατριό της -απείρως πιο σαδιστικό-, χωρίς να βρίσκει πουθενά τη Λολίτα. Και πώς αλλιώς αφού «την βλέπουμε μέσα από το φίλτρο του βλέμματος του διώκτη της και δεν υφίσταται σχεδόν ποτέ καθαυτή, είναι μια τέλεια φιγούρα της φαντασίωσής του, το νυμφίδιό του ενσαρκωμένο σ’ ένα κορμί»;
Βιρτζίνια Γουλφ και Ανί Ερνό
Στη διαδρομή η συγγραφέας θα αντλήσει από τα λόγια και άλλων ομότεχνών της: από την Ανί Ερνό και τη Βιρτζίνια Γουλφ έως τον ανυπέρβλητο Σαλάμοφ. Και πάλι όχι για να βρει τη βασιλική οδό προς την προσωπική εξιλέωση. Πρέπει να ολοκληρώσει την αφήγηση, να αγγίξει τις θερμαινόμενες λέξεις, να αντικρίσει την άβυσσο. Ο βιασμός, εκτός από τη σεξουαλική διάσταση, ήταν ένας βιασμός μέσω της γλώσσας. «Είχε επιχειρήσει να ασκήσει την κυριαρχία του επάνω μας μέσω της γλώσσας. Ήθελε να τον αποκαλούμε μπαμπά. Ήθελε επίσης να του δώσουμε χαϊδευτικά ονόματα, όπως συνηθίζεται σε ορισμένες οικογένειες, ονόματα εσωτερικής χρήσεως που δίνει κανείς για να ενισχύσει την οικειότητα της ομάδας, την ενδοσυνεννόηση». Πρέπει να ξεχάσει και να ακυρώσει τα κλισέ, όπως εκείνο περί αίσιου τέλους για κάποιον που έχει υποστεί κακοποίηση ως παιδί («είναι λάθος και πηγή αγωνίας να πιστεύεις στον μύθο του επιζώντος; έτσι όπως μας τον περιγράφουν οι αμερικανικές ταινίες»). Ή το άλλο ότι μέσω της γραφής ξεγράφονται οι νευρώσεις («η γραφή δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνον όταν… όταν έχει συντελεστεί ένα μέρος της δουλειάς που συνίσταται στο να βγεις από το τούνελ. Όπως λέει ο Ντελέζ: Δεν γράφουμε χρησιμοποιώντας τις νευρώσεις μας. οι νευρώσεις και οι ψυχώσεις δεν είναι περάσματα της ζωής, αλλά καταστάσεις στις οποίες πέφτουμε όταν η διαδικασία διακόπτεται, μπλοκάρεται ή αποσυνδέεται. Οι ασθένειες δεν είναι μια διαδικασία, αλλά η διακοπή της διαδικασίας»). Αποκρούει, εξάλλου, το «σύνδρομο του Ρούσντι»: «Τούτο εδώ το βιβλίο… θέλω να υπάρξει, αλλά εύχομαι να μην έχει πολλούς αναγνώστες. Διότι αυτό θα ήταν ένας τρόπος να υπάρξω στη λογοτεχνία όχι λόγω της γραφής μου, αλλά λόγω του θέματός μου -αυτό ήταν ανέκαθεν ένα φόβητρο για μένα».
Κρατάει τελικά κάτι σταθερό για τον εαυτό της; Ναι: ότι είναι «damaged for life» – κατεστραμμένη ισοβίως. Δεν υπάρχουν μεσοβέζικες διατυπώσεις για τα γεγονότα. Ούτε μεταφυσικές υποσχέσεις για επαναφορά στην «κανονικότητα» που κάποτε υπήρξε. Με ένα γύρισμα της ειρωνίας μάλιστα που επιτρέπει η ίδια στη γραφή της επιλέγει αυτόν τον χαρακτηρισμό από το όνομα ενός παιδοπορνογραφικού δικτύου που εξαρθρώθηκε. Σε αυτό οι κακοποιητές μοιράζονταν εμπειρίες στο Διαδίκτυο. «Τους ελκύει το να ξέρουν ότι οι πράξεις που παρακολουθούν έχουν πραγματικά θύματα που θα έχουν καταστραφεί για πάντα». Και αυτό η Σινό θέλει να το μάθουν οι αναγνώστες της. Δεν υπάρχουν ψευδαισθήσεις αν κάποιος αποφασίσει να εισχωρήσει στον κόσμο των βιασμένων ψυχών. «Εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα, εσείς που εντός εισέρχεστε». Το παιδί που έχει βιαστεί γίνεται, σύμφωνα με την συγγραφέα, «ένας νάρκισσος άρρωστος που όταν ατενίζει την εικόνα του βλέπει ένα απεχθές τέρας, ένα δύσμορφο σώμα, ένα άσχημο πρόσωπο. Όχι ακριβώς… Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και βλέπεις αυτό που βλέπει ο βιαστής… Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον καθρέφτη». Η ίδια άλλωστε το δηλώνει κατηγορηματικά: απεχθάνεται την ιδέα ότι μερικοί το ξεπερνούν και άλλοι όχι. «Αυτή η ιεραρχία που μεταβάλλει όποιον προσαρμόζεται σε υπεράνθρωπο, σε σύγκριση με όποιον δεν μπορεί να το καταφέρει, με αηδιάζει».
Τι να κρατήσουμε για το τέλος; Μια πρώιμη δική της αναγνωστική οδηγία: «Φίλε αναγνώστη, φίλη αναγνώστρια, όμοιά μου, αδελφή μου… δεν έχω καμία πρόθεση να σε παραπλανήσω: φυλάξου από τα λόγια μου -πάντα θα προχωρούν καλυμμένα με μάσκα. Μην εκλαμβάνεις τούτο το κείμενο στο σύνολό του ως εξομολόγηση. Δεν υπάρχει προσωπικό ημερολόγιο, δεν ισχύει καμία ειλικρίνεια, μήτε και κανένα ψέμα. Ο δικός μου ο χώρος δεν βρίσκεται σε τούτες τις αράδες, δεν υφίσταται παρά εντός μου».







