To ζήτημα του φορτίου της εμπορικής αμαξοστοιχίας που συγκρούστηκε με το επιβατικό τρένο τη μοιραία εκείνη 28η Φεβρουαρίου 2023 μονοπώλησε από κάποια στιγμή και μετά τη δημόσια συζήτηση και κομματική αντιπαράθεση, προκάλεσε υπόνοιες για συγκάλυψη, τροφοδότησε μαζικές συγκεντρώσεις σε δεκάδες πόλεις, ανάγκασε τον αντιπρόεδρο του ΕΟΔΑΣΑΑΜ να παραιτηθεί. Ανεξαρτήτως του αν όλη αυτή η φασαρία ήταν υπερβολική, ή διογκώθηκε για αντιπολιτευτικούς λόγους, δεν είναι περίεργο που συνέβη: αρκετοί νέοι άνθρωποι δεν έχασαν τη ζωή τους από τη σύγκρουση των τρένων, αλλά από τη φωτιά που εκδηλώθηκε στη συνέχεια, και οι συγγενείς τους, όπως και το σύνολο της κοινωνίας, έχουν το δικαίωμα να μάθουν τι προκάλεσε αυτή τη φωτιά. Το ακατανόητο μπάζωμα του χώρου λίγες ώρες μετά την τραγωδία και οι αδιανόητοι κυβερνητικοί χειρισμοί που ακολούθησαν απλώς επέτειναν τη σύγχυση – και την απελπισία.

Το βασικό όμως, όσο άσχημα κι αν ακούγεται αυτή η λέξη, ήταν εξ αρχής άλλο. Και δεν ήταν το λάθος ενός σταθμάρχη, όπως θέλησε να μας πείσει από την πρώτη στιγμή ο πρωθυπουργός. Ηταν όλες εκείνες οι παραλείψεις, όλη εκείνη η αδιαφορία, όλα εκείνα τα πιθανά σκάνδαλα, χρόνια πριν από την ημέρα της καταστροφής, που επέτρεψαν σε ένα ανθρώπινο λάθος να προκαλέσει τον θάνατο 57 ανθρώπων. Κάτι τέτοιο, η απουσία δηλαδή ενός αυτόματου μηχανισμού ο οποίος θα διόρθωνε το λάθος ενός ανθρώπου που μπορεί να ήταν ανίκανος, ανεύθυνος, αδιάφορος ή πιωμένος, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ως και πριν από έναν αιώνα, έστω και ως πριν από μερικές δεκαετίες. Οχι σήμερα, όχι σε μια (θεωρητικά) ανεπτυγμένη χώρα της Ευρώπης.

Υπάρχουν ευθύνες γι’ αυτή την απουσία; Υπάρχουν αξιωματούχοι που γνώριζαν την άθλια κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου και δεν έπραξαν τα δέοντα για να μην κινδυνεύει καθημερινά η ζωή όσων το χρησιμοποιούσαν; Αυτό υποστήριξαν δύο στελέχη του υπουργείου Μεταφορών στις απολογίες τους στον εφέτη ειδικό ανακριτή που χειρίζεται την υπόθεση. Η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Σιδηροδρομικών Μεταφορών, μάλιστα, ανέφερε ότι είχε στείλει τον Σεπτέμβριο του 2021 στον υπουργό δύο ενημερωτικά σημειώματα όπου επισήμαινε τις σοβαρές ελλείψεις προσωπικού και τις παραλείψεις στη συντήρηση των συστημάτων ασφαλείας.

Κι αν το πρώτο θα μπορούσε να θεωρηθεί «συνδικαλιστικού» χαρακτήρα αίτημα, το δεύτερο έπρεπε ασφαλώς να διερευνηθεί επειγόντως – για να μην πούμε ότι έπρεπε να οδηγήσει σε αναστολή της λειτουργίας των σιδηροδρόμων μέχρι το επίπεδο συντήρησής τους να κριθεί ικανοποιητικό. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντιθέτως, χιλιάδες ανυποψίαστοι άνθρωποι συνέχισαν να ταξιδεύουν σε ένα ασυντήρητο και επικίνδυνο σιδηροδρομικό δίκτυο. Μέχρις ότου συνέβη το κακό.

Δικαίως λοιπόν θα ερευνηθούν οι ευθύνες δύο πρώην υπουργών Μεταφορών, του Κώστα Καραμανλή και του Χρήστου Σπίρτζη. Οι ζωές φυσικά δεν επιστρέφουν. Για να επέλθει όμως η κάθαρση, που είναι αναγκαία σε κάθε τραγωδία, είναι απολύτως αναγκαίο να διαλυθεί και η τελευταία σκιά.