Στον «Χορό των πυρσών», τη μουσική παράσταση του Βασίλη Ρακόπουλου, η λόγια βυζαντινή παράδοση συναντά τη δυτική μουσική σκέψη και την ελευθερία του αυτοσχεδιασμού. Με έμπνευση από μια τελετή του βυζαντινού Ιπποδρόμου, ο Ρακόπουλος συνθέτει ψαλμούς, terirem, αυτοσχεδιασμούς και λόγια ποίηση – από τον Ελύτη και τον Παπαδιαμάντη έως τον Μπομπ Ντίλαν.

Συμμετέχουν η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Χάρης Λαμπράκης με το νέι του, ο Ρος Ντέιλι με το ταρχού, ο Πάρις Περυσινάκης με τη λύρα, ο Θεολόγος Παπανικολάου (τραγούδι), ο Πέτρος Βαρθακούρης, οι Κώστας Μερετάκης και Παναγιώτης Κωστόπουλος (ηχητικά τοπία), ο Τάκης Φαραζής (πιάνο) και ο ίδιος ο Β. Ρακόπουλος (κιθάρα και φωνή). Στο επίκεντρο, η Χάρις Αλεξίου συνδέει ερμηνευτές και κοινό με την απαγγελία της, ενώ ξεχωριστή είναι η παρουσία του Γιώργου Χατζηχρόνογλου, μεγάλου δασκάλου της βυζαντινής μουσικής.

Μαζί τους, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών και η Ακαδημαϊκή Χορωδία Νέων Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Νίκου Μαλιάρα. Ο Β. Ρακόπουλος εξηγεί στο «ΝΣυν» το σκεπτικό πίσω από τη συναυλία.

Στον «Χορό των Πυρσών» ανιχνεύετε την κοσμική μουσική του Βυζαντίου, την τόσο μυστηριακή όσο και σχεδόν άγνωστη. Τι σας ενέπνευσε προς αυτή την κατεύθυνση; Νιώθετε ότι γεφυρώνετε και κάτι εντός σας με αυτό το έργο; Σε θεωρητικό επίπεδο τι είδους έρευνα απαιτήθηκε;

Μη φανταστείτε ότι υπήρχε αρχικά κάποια πρόθεση ακαδημαϊκής ή μουσικολογικής προσέγγισης της βυζαντινής μουσικής. Η σύνθεση του «Χορού των πυρσών» σηματοδοτήθηκε από ένα τυχαίο γεγονός, που ενεργοποίησε μια εσωτερική αναζήτηση και δημιούργησε τη γέφυρα, όπως λέτε, προς τα βαθύτερα και ίσως «σκονισμένα» μουσικά αρχεία που είναι καταχωρημένα μέσα μας. Ολα άρχισαν από την τυχαία πτώση ενός μικρού ξερού κλαδιού βοκαμβίλιας στις χορδές της κιθάρας μου. Προσπάθησα να εντοπίσω την αίσθηση των «αιφνιδιαστικών» αυτών ηχοχρωμάτων και διαστημάτων που αναδύθηκαν από το σώμα της κλασικής κιθάρας. Ηταν ένα υβριδικό άκουσμα που με παρέπεμπε κυρίως σε ήχους βυζαντινής μουσικής αλλά και σε τρόπους της τουρκικής και αραβικής μουσικής. Μέσα στην έκπληξή μου και χωρίς να σκέφτομαι καθόλου, ξεχώρισα δύο μοτίβα. Ηταν αυτά που πάνω τους χτίστηκε το πρώτο μέρος της σύνθεσης.

Η έλξη που νιώθω για τη μουσική των περιθωριακών κοινωνικών τάξεων και αυτή του «υποκόσμου» με οδήγησε στον «Χορό των πυρσών», στον χορό του βυζαντινού ιπποδρομίου. Η κύρια πηγή της μουσικής εξιστόρησης ήταν τα πραγματικά στοιχεία γύρω από τον ρόλο του ιπποδρομίου στη βυζαντινή κοινωνία και της ιδιαίτερης έκφρασής του μέσα από τον συμβολισμό του χορού των πυρσών. Με άλλα λόγια, η έρευνα που απαιτήθηκε ήταν στραμμένη κυρίως σε κοινωνιολογική κατεύθυνση και λιγότερο σε μουσικολογική.

Οσον αφορά τη συνθετική διαδικασία, τι να πω, άλλο είχα κατά νου αρχικά και αλλού κατέληγα έκπληκτος. Πρώτα πολλές τυχαίες διάσπαρτες ιδέες που ανταγωνίζονταν για το τι λειτουργεί καλύτερα. Κάποιες κυριαρχούσαν υπερβαίνοντας την αρχική πρόθεση, καθοδηγούμενες από την ίδια τη ροή των πραγμάτων… Ωρες-ώρες μου φαίνεται ότι η όλη πορεία επαληθεύει τον ισχυρισμό του φυσικού Heinz Pagels ότι ποτέ δεν προχωράς παρακάτω, εκτός αν είσαι διατεθειμένος να ρισκάρεις και να ανεχτείς λίγη τυχαιότητα στη ζωή σου.

Ο «Χορός των Πυρσών» μοιάζει να συνοψίζει μια διαδρομή ετών, όχι μόνο μουσικά αλλά και υπαρξιακά. Μπορείτε να φανταστείτε τον εαυτό σας στη θέση του ακροατή; Κι αν ναι, τι νομίζετε ή τι ελπίζετε ότι θα νιώθατε;

Σίγουρα ναι. Εδώ κάθε φράση που παίζω ή τραγουδώ στην καθημερινή μελέτη συνοψίζει μια διαδρομή ετών. Οσον αφορά το άλλο σκέλος, και βέβαια προσπαθώ να φανταστώ τη μουσική από τη θέση του ακροατή. Μάλιστα την ώρα που παίζω ακούω τον συνολικό ήχο σαν να παίζεται από άλλους, σαν να βγαίνει από τα ηχεία, και εγώ είμαι απλώς ακροατής. Αυτό που ελπίζω και περιμένω μια ακρόαση είναι το να ζήσω μια αισθητική εμπειρία που θα με αφήσει ικανοποιημένο με τόσο φυσικό τρόπο ώστε να μη χρειάζονται συζητήσεις και σχόλια.

Αν μπορούσε το κοινό να κρατήσει μόνο μια σιωπή, έναν παλμό, από τη συναυλία σας στο Μέγαρο ποιος θα θέλατε να είναι;

Μια στιγμή συγκίνησης, ένα χαμόγελο ευχαρίστησης, και ένα μικρό μούδιασμα στις παλάμες.

Ο αυτοσχεδιασμός είναι κεντρικός στα έργα σας. Τελικά, τι ορίζει έναν σπουδαίο αυτοσχεδιαστή; Η τεχνική, το θάρρος ή κάτι πιο μυστικό, εσωτερικό;

Ο αυτοσχεδιασμός είναι μια άμεση συνθετική λειτουργία. Η καλή τεχνική είναι κάτι θετικό γιατί δίνει περισσότερες δυνατότητες ελιγμού και ανάπτυξης. Αλλά η τόλμη και το θάρρος που αναφέρετε είναι κάτι πιο σημαντικό. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί μεγάλοι αυτοσχεδιαστές δεν είχαν ιδιαίτερη τεχνική. Είχαν όμως τόλμη, αυτογνωσία, σιγουριά και το δικό τους «δακτυλικό αποτύπωμα». Είναι πάρα πολύ σημαντικό να είσαι ανοικτός όταν αυτοσχεδιάζεις. Να ακούς, να παίρνεις μηνύματα από γύρω σου και να αποκρίνεσαι. Οχι να είσαι οχυρωμένος σε ένα ναρκισσιστικό περίβλημα επίδειξης δεξιοτήτων, πράγμα που δεν είναι γόνιμο. Αν ο αυτοσχεδιαστής κατορθώνει να διατηρεί καλή σχέση με τα όρια του πραγματικού χρόνου, τότε βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο. Πάντως, από μια πιο απλή σκοπιά θα έλεγε κανείς ότι κάποιοι έχουν το χάρισμα να ανοίγουν τα φτερά τους και να ταξιδεύουν αυτοσχεδιάζοντας.

Εχετε πει ότι «το στυλ δεν έχει σημασία, η πρόθεση επικοινωνίας μετράει». Εχετε νιώσει ποτέ σε συναυλία πως δεν επετεύχθη αυτός ο στόχος; Πώς διαχειρίζεστε την έλλειψη σύνδεσης με το κοινό;

Σαφώς έχω ζήσει θετικές και αρνητικές εμπειρίες συναυλιών. Η σύνδεση με το κοινό είναι μια καθαρά δυναμική σχέση στην οποία υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες. Ο χώρος, η επικοινωνία και γενικά η προετοιμασία της κάθε συναυλίας παίζουν ρόλο. Αλλά πιστεύω ότι και εδώ η πρόθεση επικοινωνίας και δοτικότητας των καλλιτεχνών είναι ο κεντρικός άξονας. Το κοινό ενστικτωδώς αντιλαμβάνεται και εκτιμά τη γνησιότητα των προθέσεων. Είναι σημαντικό να είσαι ανοικτός, να αφουγκράζεσαι την αίσθηση, τον παλμό του κόσμου κάθε στιγμή και να είσαι παρών.

Κι αντίστροφα. Ποια ήταν η πιο βαθιά στιγμή επικοινωνίας σας με θεατές;

Θυμάμαι πριν από δέκα περίπου χρόνια μια αυγουστιάτικη πανσέληνο στο θέατρο του Πάρκου στην Πάρο. Παίξαμε με τον Markus Stockhausen, χωρίς να έχουμε προσχεδιάσει απολύτως τίποτα. Τίποτα απολύτως. Η συναυλία άρχισε με τον Markus να απαντά με την τρομπέτα του στη φωνή ενός γλάρου. Κύλησε από μόνη της δίνοντας την εντύπωση ότι όλα ήταν γραμμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Εκλεισε με ένα τελευταίο μοτίβο να επαναλαμβάνεται και να σβήνει πάνω στον ρυθμό της μηχανής μιας απομακρυνόμενης ψαρόβαρκας. Ο τεχνικός ακολουθήσε τον ήχο χωρίς συνεννόηση και χαμήλωσε σταδιακά τον φωτισμό της σκηνής. Μείναμε στο φεγγάρι. Ο κόσμος κατέβηκε από τις κερκίδες και ήρθε στη σκηνή.