Θα μπορούσε να ήταν «γλώσσα λανθάνουσα», αν δεν ήταν απέλπιδα απόπειρα να αποφευχθεί το αναπόφευκτο: το τέλος της απόλυτης κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, που αναμένεται να επέλθει ως αποτέλεσμα των επερχόμενων ευρωεκλογών. Πολύ πιο απότομα και, κυρίως, αναπάντεχα, από ό,τι το φανταζόταν κανείς όταν στις τελευταίες εκλογές ο Πρωθυπουργός σάρωνε με πρωτοφανή διαφορά από τον τότε αντίπαλό του Αλέξη Τσίπρα: το πιο μεγάλο «καμένο χαρτί» της πρόσφατης ελληνικής πολιτικής ζωής, που όμως δεν υπάρχει πια να τον βοηθά με την τοξική πολιτική παρουσία του.

Αυτό που υπάρχει σήμερα, είναι ένας συνδυασμός γεγονότων και καταστάσεων που διαμορφώθηκαν έκτοτε σταδιακά με ορόσημα, με κυριότερο όλων τη διαχείριση της τραγωδίας των Τεμπών να έχει πλήξει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του Μητσοτάκη προσωπικά στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας στο πλήρες φάσμα της και ανεξάρτητα από πολιτικές – κομματικές τοποθετήσεις: ούτε καν η μεγίστη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του κόμματός του δεν πιστεύει ότι δεν υπήρξε κυβερνητική απόπειρα συγκάλυψης στη φοβερή τραγωδία και επαναλαμβάνει αυτή την άποψη σταθερά σε σειρά μετρήσεων, σε τεράστια ποσοστά.

Η παραπάνω ήττα αξιοπιστίας στέρησε από τον Μητσοτάκη ένα πολύ κρίσιμο όπλο την πιο κρίσιμη ώρα: όταν το χρειαζόταν περισσότερο από ό,τι κάθε άλλη μέχρι σήμερα, ακριβώς επειδή ο αντίπαλός του δεν ήταν πια ο Τσίπρας και η κοινή γνώμη μπορεί να τον κρίνει για πολλά, όχι όμως ως προς τη συνέπεια λόγων – έργων: η αξιοπιστία του Κασσελάκη δεν είναι βαρίδι γι’ αυτόν, πολύ απλά επειδή ακόμα δεν έχει κριθεί. Γεγονός που κάνει το πρόβλημα της αξιοπιστίας Μητσοτάκη να φαίνεται ακόμα πιο οξύ από ό,τι ήδη εξαιρετικά πολύ είναι.

Επιπλέον, ο Κασσελάκης έχει περάσει ήδη με μεγάλη επιτυχία μια σειρά από συμπληγάδες: όλοι όσοι είχαν σπεύσει να τον «καταδικάσουν» με περισσή ευκολία ως εύκολο θύμα τον βλέπουν τώρα όχι απλώς να έχει κυριαρχήσει στο κόμμα του, αλλά να το κάνει κάθε μέρα όλο και πιο δικό του, να έχει βγάλει τον Τσίπρα πια οριστικά και αμετάκλητα εκτός κάδρου, όπως έχουν βγει και οι παλιοί του αντίπαλοί στον ΣΥΡΙΖΑ που ούτε τους θυμάται πια κανείς, αλλά και να ανεβάζει πλέον εκ νέου τα ποσοστά του κόμματος κάθε μέρα που περνάει, με ένα lifestyle star να δουλεύει εξαιρετικά γι’ αυτόν. Και με υποτιμημένη ακόμα την επίδραση των νέων ψηφοφόρων που θα μπουν στις κάλπες για πρώτη φορά σε αυτή την αναμέτρηση και στους οποίους η απήχησή του αναμένεται δυσανάλογα μεγαλύτερη εκείνης που διαθέτει στους υπάρχοντες.

Ομως δεν είναι μόνο ο Κασσελάκης: είναι και η Ακρα Δεξιά, που εν προκειμένω λέγεται «Νίκη» ή Βελόπουλος, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα. Είναι η ώρα του ταμείου μεταξύ άλλων και για την υπόθεση του γάμου για λογαριασμό και της Εκκλησίας, που ως γνωστόν δεν ξεχνά (εν προκειμένω τι σημαίνει… Δεξιά) και περιμένει στη γωνία. Και τα νούμερα που βλέπει η κυβέρνηση της κόβουν τα πόδια: οι πιο πολλοί που πάνε εκεί εκρέουν από τις πρώην δικές της τάξεις ψηφοφόρων, σε ένα κόμμα που είναι πλέον ανοικτά σε ρήξη με τον εαυτό του. Κάτι που όχι απλώς προκάλεσε ο Μητσοτάκης, αλλά και που το διαφήμισε υπεροπτικά ουκ ολίγες φορές. Αν δηλαδή πηγαίνει στις εκλογές με τον Κασσελάκη διαρκώς και πιο ισχυρό και με την Ακροδεξιά επίσης, εξίσου βέβαιο είναι ότι πηγαίνει με τη ΝΔ βαθιά όσο ποτέ διχασμένη και απρόθυμη απέναντί του, πέρα από οτιδήποτε ελέγχει προσωπικά ή του επιτρέπει ο ρόλος του να ελέγχει.

Σε αυτό το σκηνικό είναι που ξαφνικά ο Μητσοτάκης από εκεί που βρισκόταν σε διαρκή κρίση υπεροψίας τώρα «ανακάλυψε» ότι Κασσελάκης και Βελόπουλος του θυμίζουν Τσίπρα και Καμμένο. Το λέει, πιστεύοντας ότι φέρνει τρόμο και συσπείρωση. Δεν αντιλαμβάνεται ότι αντί γι’ αυτό τους ονομάζει, έντρομος και αδύναμος πλέον, δύναμη εξουσίας.