Η ευθύνη για την άμυνα ανήκει στις εθνικές κυβερνήσεις και το ΝΑΤΟ και ο ρόλος της ΕΕ στις αμυντικές επενδύσεις πρέπει να είναι περιορισμένος, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Κρίστιαν Λίντνερ, με φόντο την πολυαναμενόμενη στρατηγική ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας που παρουσίασε χθες η Κομισιόν. Στη συνέντευξη που παραχώρησε διαδικτυακά στα «ΝΕΑ» και σε μικρή ομάδα ανταποκριτών ευρωπαϊκών μέσων στις Βρυξέλλες, εκτός από την άμυνα, ο φιλελεύθερος και δημοσιονομικά αυστηρός Λίντνερ μίλησε για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, την αγορά κεφαλαίων, την Ελλάδα, απέρριψε την ανάγκη νέων κοινών ευρωπαϊκών κονδυλίων και άσκησε σφοδρή κριτική στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Η συνέντευξη ξεκίνησε από τον κίνδυνο επανεκλογής Τραμπ για την ευρωπαϊκή άμυνα. «Πρέπει να επενδύσουμε και να ενισχύσουμε τις αμυντικές μας ικανότητες κάτω από τη σκεπή του ΝΑΤΟ. Ανεξάρτητα από το ποιος είναι υπεύθυνος για τον Λευκό Οίκο, πρέπει να προετοιμαστούμε στην Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια, είδαμε τον Νόμο για τη Μείωση του Πληθωρισμού, το πρόγραμμα πράσινων επιδοτήσεων του Τζο Μπάιντεν. Αυτή ήταν μια πρόκληση για την ΕΕ χωρίς τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Χρειαζόμαστε μια νέα εποχή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μεταξύ των κρατών – μελών. Αν ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο, δουλεύοντας για περισσότερη ανταγωνιστικότητα, αφενός, και ενισχύοντας τις αμυντικές μας ικανότητες, αφετέρου, θα είμαστε εταίρος των ΗΠΑ επί ίσοις όροις», είπε ο γερμανός υπουργός.

Ευρωπαίος επίτροπος Αμυνας

«Η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει περισσότερα στην άμυνα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ΕΕ ως οντότητα πρέπει να χρηματοδοτήσει περισσότερα. Η άμυνα είναι βασική αρμοδιότητα των κρατών – μελών», είπε. «Πρέπει να εξετάσουμε πολύ προσεκτικά ποια περαιτέρω σχέδια κατατίθενται αυτή τη στιγμή από την Επιτροπή. Η ευθύνη για την άμυνα ανήκει στις εθνικές κυβερνήσεις και στο ΝΑΤΟ. Υπάρχει πολύ, πολύ περιορισμένη ευθύνη για άμεση επένδυση σε στρατιωτικό εξοπλισμό από την ΕΕ». Τάχθηκε, πάντως, υπέρ ενός ευρωπαίου επιτρόπου Αμυνας. «Χρειαζόμαστε μια συνολική προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕ. Δεν πρόκειται για επένδυση χρημάτων των φορολογουμένων από το ευρωπαϊκό επίπεδο σε εθνικό στρατό, αλλά για τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς, την εφαρμογή συντονισμένων προμηθειών, την ενίσχυση της καινοτομίας στον αμυντικό τομέα. Υπάρχουν πολλά καθήκοντα για έναν ευρωπαίο επίτροπο Αμυνας χωρίς να γίνει υπουργός Αμυνας».

Για το ζήτημα χρηματοδότησης παραγωγής όπλων και πυρομαχικών από την ΕΤΕπ είπε: «Είναι σοφό να προχωρήσουμε βήμα προς βήμα. Οι επενδυτές στις κεφαλαιαγορές είναι αρκετά ευαίσθητοι όσον αφορά τον αμυντικό τομέα. Και πρέπει να διατηρήσουμε την αξιολόγηση ΑΑΑ της ΕΤΕπ. Είμαι ανοιχτός να επιτρέψω στην τράπεζα να επενδύσει περισσότερα στον αμυντικό τομέα. Αυτό θα μπορούσε να ξεκινήσει με περαιτέρω επενδύσεις σε τεχνολογίες διπλής χρήσης και έρευνα. Μόλις σημειώσουμε πρόοδο εκεί, μπορούμε να εξετάσουμε εάν είναι απαραίτητη ή όχι η αλλαγή της εντολής. Είναι πολύ νωρίς για απόφαση σχετικά με την εντολή, αλλά δεν θα το απέκλεια σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι απόψεις των κρατών – μελών διίστανται».

Παράλληλα, υπεραμύνθηκε της γερμανικής στάσης έναντι της περαιτέρω ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Ειρηνευτικής Διευκόλυνσης. «Είμαστε ανοιχτοί να εξετάσουμε τον μελλοντικό ρόλο της EPF, αλλά τα κράτη – μέλη δεν θα πρέπει να πληρώσουν δύο φορές μέσω διμερούς στήριξης για την Ουκρανία και στη συνέχεια μέσω ευρωπαϊκών πρακτικών. Αυτό δεν θα ήταν δίκαιο», είπε, ενώ απέκλεισε τη δημιουργία νέου ταμείου άμυνας στη Γερμανία μετά τη λήξη του τρέχοντος, τονίζοντας ότι η χρηματοδότηση κατά 2% του ΑΕΠ των αμυντικών δαπανών θα γίνεται από τον τακτικό προϋπολογισμό, θέτοντας όμως δύο προϋποθέσεις. «Πρώτον χρειαζόμαστε ανάπτυξη και δεύτερον πρέπει να περιορίσουμε την εισαγωγή περαιτέρω προγραμμάτων πρόνοιας», δήλωσε.

Νέοι δημοσιονομικοί κανόνες

Υπεραμύνθηκε επίσης των νέων δημοσιονομικών κανόνων. «Συμφωνήσαμε σε κανόνες που μειώνουν τα ελλείμματα και τους δείκτες χρέους προς ΑΕΠ. Αυτό είναι απαραίτητο. Είναι θέμα ανθεκτικότητας και βιωσιμότητας. Αυτή τη στιγμή πληρώνουμε υψηλούς τόκους και πρέπει να εξυπηρετήσουμε τα παλιά μας χρέη με πολλά χρήματα των φορολογουμένων. Πρέπει να τελειώνουμε με αυτό. Πρέπει να επιστρέψουμε σε υγιή δημόσια οικονομικά. Αυτό είναι μέρος της στρατηγικής μας για την ανθεκτικότητα. Πρέπει να ξαναχτίσουμε τα δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας για μελλοντικές κρίσεις. Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες είναι επίσης πιο ρεαλιστικοί από τους προηγούμενους. Εχουμε κάνει τους κανόνες πιο ευέλικτους όσον αφορά τις επενδύσεις. Λαμβάνουμε επίσης υπόψη τη χρηματοδότηση προγραμμάτων της ΕΕ. Είναι συνολικά μια καλή και ισορροπημένη προσέγγιση».

Απέκλεισε χαλάρωση του γερμανικού φρένου χρέους, επεξηγώντας ότι «διασφαλίζει υγιή δημόσια οικονομικά και επαρκή δημοσιονομική στάση», ενώ αυστηρός ήταν επίσης όσον αφορά έναν μεγαλύτερο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. «Υπάρχουν ήδη πολλά χρήματα του δημόσιου τομέα στο τραπέζι. Σκεφτείτε το NextGenEU. Αυτά τα χρήματα δεν έχουν δαπανηθεί ακόμη. Η ικανότητα απορρόφησης ορισμένων ευρωπαϊκών οικονομιών δεν είναι αρκετά ισχυρή για να αξιοποιήσει τα διαθέσιμα χρήματα. Γιατί να εξετάσουμε περαιτέρω χρήματα του δημόσιου τομέα, όταν τα υπάρχοντα προγράμματα δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμη;», αναρωτήθηκε, τονίζοντας την ανάγκη ιδιωτικών κεφαλαίων. «Η απάντησή μου στην ερώτησή σας σχετικά με τη χρηματοδότηση του μέλλοντος είναι η ένωση κεφαλαιαγορών».

Ενιαίοι κανόνες για την εποπτεία

Σχετικά με την ένωση κεφαλαιαγορών, ο κ. Λίντνερ είπε ότι έχει σχεδιάσει οδικό χάρτη με τον γάλλο ομόλογό του και ότι υπάρχει πρόοδος όσον αφορά σχετικές συμφωνίες στο Eurogroup και στο Ecofin, όπως «για να αναζωογονηθεί η αγορά για τιτλοποίηση. Και αυτό θα βελτιώσει τη δανειοδοτική ικανότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών. Θέλουμε επίσης να δημιουργήσουμε ένα κανάλι εξόδου για νεοσύστατες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις κλίμακας, και αυτό θα κάνει τις επενδύσεις πολύ πιο ελκυστικές από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Υπάρχουν ορισμένες πτυχές στις οποίες δεν έχουμε ακόμη συμφωνήσει, για παράδειγμα, η ιδέα μιας κεντρικής εποπτείας. Αλλά η συμβουλή μας είναι ότι πρέπει να σημειώσουμε πρόοδο. Και γι’ αυτό θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να επικεντρωθούμε στην καλύτερη συνεργασία και στην εφαρμογή ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για την εποπτεία».

Ομως, για την εναρμόνιση των εθνικών φορολογιών ή της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας, στην οποία η Γερμανία αντιστέκεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είπε ότι «είμαστε ανοιχτοί να σημειώσουμε πρόοδο σε ένα πλαίσιο για τους νόμους περί αφερεγγυότητας, αλλά θα χρειαστούν μερικά ακόμη χρόνια δουλειάς. Εν τω μεταξύ, δεν πρέπει να καθυστερήσουμε άλλες πτυχές της ένωσης κεφαλαιαγορών όπου μπορούμε να καταλήξουμε σε συμφωνία φέτος».

Λιγότερη φορολογική επιβάρυνση

Σχετικά με τις εκθέσεις του Μάριο Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα και του Ενρίκο Λέτα για την Ενιαία Αγορά της ΕΕ είπε ότι «περιμένω συμβουλές για το πώς μπορούμε να βελτιώσουμε το πλαίσιο για την ευρωπαϊκή μας βιομηχανία. Κατά την άποψή μου, είναι αρκετά σαφές τι πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να μειώσουμε τη γραφειοκρατία, να εφαρμόσουμε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας. Πρέπει να αλλάξουμε τον σχεδιασμό της αγοράς ενέργειας ώστε να πληρώνουμε φθηνότερα. Πρέπει να κάνουμε περαιτέρω βήματα προς μια ενιαία αγορά υπηρεσιών κεφαλαιαγοράς.

Πρέπει να εξετάσουμε λιγότερη φορολογική επιβάρυνση στα κράτη – μέλη. Το πρόβλημά μας, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, δεν είναι η έλλειψη επιδοτήσεων. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μπούμε σε έναν αγώνα επιδοτήσεων με τις ΗΠΑ. Οι τρέχουσες συνθήκες για τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα και η έλλειψη ένωσης κεφαλαιαγορών είναι το ανταγωνιστικό μας μειονέκτημα».

Σε ερώτηση για το αν συνεχίζει να έχει την ίδια άποψη για το success story της Ελλάδας απάντησε «ναι, φυσικά. Οι έλληνες εταίροι μας έχουν σημειώσει τεράστια πρόοδο και ενθαρρύνω όλα τα κράτη – μέλη, συμπεριλαμβανομένων της Ελλάδας και της Γερμανίας, να συνεχίσουν να εφαρμόζουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».