Σχεδόν με την επανεκλογή του το καλοκαίρι του 2023 ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλησε να δείξει ότι δεν θα συμβούν στον ίδιο όσα, κατά δήλωσή του, έχει μελετήσει και διαπιστώσει. «Οι κυβερνήσεις στη δεύτερη τετραετία τους επαναπαύονται, εμείς δεν εφησυχάζουμε», έχει πει.

Και με κάθε πιθανή διατύπωση περί αποφασιστικότητας, τόλμης και σχεδίου επιχειρεί να πείσει ότι η δική του διακυβέρνηση δεν θα μοιάζει με τις… δεύτερες τετραετίες – τέσσερις στον αριθμό – της Μεταπολίτευσης, εκείνες του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή.

«Θα είναι μεγαλύτερες οι αλλαγές στη δεύτερη τετραετία (…) Θα ξεριζώσω τις νησίδες αναχρονισμού στο κράτος (…) Θα πατήσουμε γκάζι (…) Αν επέλεγα δυο λέξεις για να σηματοδοτήσω τη δεύτερη τετραετία μας, είναι «μεταρρυθμιστική επιτάχυνση»», έχει πει ο Πρωθυπουργός τους τελευταίους μήνες ενώπιον διαφορετικών ακροατηρίων, σε κομματικές εκδηλώσεις, συνεντεύξεις του, συσκέψεις με τους υπουργούς.

Οι πολιτικές πιέσεις ωστόσο και ο κίνδυνος επιτάχυνσης της φθοράς ήρθαν νωρίς, είτε λόγω κυβερνητικών χειρισμών είτε λόγω απρόοπτων ή έκτακτων γεγονότων, φέρνοντας την κυβέρνηση μπροστά στη δύσκολη πραγματικότητα και πιστοποιώντας γρήγορα ότι η δεύτερη τετραετία θα είναι αλλιώς.

Οσο κι αν ξεκίνησε με αποδυναμωμένη την αντιπολίτευση και με αδιαμφισβήτητη την ηγεμονία της ΝΔ, υπάρχουν… δίκοπα μαχαίρια και ο χειρισμός τους από τον Μητσοτάκη θα κρίνει εάν ο ίδιος και η κυβέρνηση μπορούν να τρέξουν γρηγορότερα από τη φθορά: το 41% που προς το παρόν συνοδεύει τη ΝΔ επιτρέπει στον Μητσοτάκη να έχει πρωτοβουλία κινήσεων, αλλά απειλεί συνεχώς με κρούσματα αυταρέσκειας.

Η απουσία ισχυρού αντιπάλου εξυπηρετεί την κυβερνητική ατζέντα, ωστόσο ενισχύει την απαίτηση της κοινωνίας για πραγματικές λύσεις στα προβλήματα. Και η επικείμενη εκλογική αναμέτρηση αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία εδραίωσης της παντοδυναμίας της ΝΔ, αλλά κρύβει τον κίνδυνο… δυσάρεστων μηνυμάτων.

Η ηγεμονία του 41%

Η είσοδος του Κυριάκου Μητσοτάκη στη δεύτερη θητεία του θύμιζε σε πολλά σημεία την αφετηρία της πρώτης τετραετίας: ευρεία νομιμοποίηση και κοινοβουλευτική δύναμη (158 έδρες), ισχυρό «διευθυντήριο» στο Μαξίμου, τεχνοκρατισμός με «μπλε φακέλους», η οικονομία στο πρώτο πλάνο, όπως και νομοσχέδια που κάλεσαν σε ευρύτερες συναινέσεις κ.λπ.

Από το αφήγημα «κανονικότητας» του 2019, ο Πρωθυπουργός πέρασε σε εκείνο της «σταθερότητας» και των «αλμάτων» για τον στόχο σύγκλισης της Ελλάδας με τα ευρωπαϊκά στάνταρ σε όλα τα επίπεδα.

Το 41% της εκλογικής νίκης της ΝΔ επιτρέπει στην κυβέρνηση να ορίζει την καθημερινή ατζέντα, να τρέξει τις πολιτικές που επιθυμεί, ακόμα και να «μπλοκάρει» την αντιπολιτευτική κριτική σε πεδία που ενοχλούν την κεντροδεξιά παράταξη.

Ταυτόχρονα είναι η γαλάζια ηγεμονία αυτή που και απελευθερώνει εσωτερικές φωνές διαμαρτυρίας – δηλαδή γκρίνιες και παράπονα νεοδημοκρατών, που στην προηγούμενη τετραετία έμεναν στο προσκήνιο – και απειλεί τα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη σε παράσυρση αυτάρεσκης συμπεριφοράς.

Τέτοια σημάδια υπήρξαν από την εκκίνηση κιόλας της νέας διακυβέρνησης, ενώ τόσο η… αντίσταση στην αλαζονεία της εξουσίας όσο και η διαχείριση των τριγμών στο γαλάζιο οικοδόμημα εξακολουθούν να είναι για τον Μητσοτάκη ανοιχτά στοιχήματα.

Για πρώτη φορά επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη θα μετρηθούν στο θεσμικό επίπεδο της Βουλής – και σε διψήφιο αριθμό – οι αντιθέσεις γαλάζιων απέναντι σε μια κεντρική νομοθετική πρωτοβουλία (στην «ισότητα στον γάμο» που ψηφίζεται στις 15 Φεβρουαρίου), ενώ μένει να φανεί η ένταση και το περιεχόμενο των παρεμβάσεων από το βήμα του ομιλητή (εκτός από την αναμενόμενη ομιλία του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά).

Ταυτόχρονα βγαίνουν πια ακόμα και στη δημόσια σφαίρα αιχμές και βέλη βουλευτών της ΝΔ προς κυβερνητικούς – κυρίως όσους δεν προέρχονται από τη γαλάζια παράταξη. Αν και κανείς δεν μιλάει παρασκηνιακά για τάση αμφισβήτησης του Μητσοτάκη και των επιλογών του, δεν περνά απαρατήρητη από το Μαξίμου η κινητικότητα των απογοητευμένων εντός της ΝΔ: στελέχη που ένιωθαν και στην πρώτη τετραετία παραγκωνισμένα χρεώνοντας αδυναμία συνεννόησης σε υπουργούς και υφυπουργούς, άλλα που διαμαρτύρονται ότι αγνοείται η δεξιά πλευρά, παρότι θεωρούν ότι εκείνη είναι το βασικό στήριγμα της ΝΔ κ.ο.κ.

Η στάση του Μητσοτάκη δεν δείχνει να αλλάζει σε ό,τι αφορά την κατεύθυνση της παράταξης. «Η στρατηγική μιας μεγάλης παράταξης στην οποία συνυπάρχουν αρμονικά οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι που πάντα ανήκαν στη ΝΔ με νέους συμπολίτες μας οι οποίοι προσήλθαν σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια του πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού, εκ των πραγμάτων πέτυχε», ανέφερε προ ημερών.

Η απουσία αντιπάλου

Μετά τις τρεις εκλογικές νίκες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ανάγκη να «καθαρίσει» την πορεία του ίδιου και της κυβέρνησης στο υπόλοιπο της θητείας, εμπεδώνοντας την πολιτική ισχύ της ΝΔ, μέσα από την τελευταία κάλπη μέχρι το 2027.

«Η επίδοση στην ευρωκάλπη είναι εκείνη που θα συνοδεύει την κυβέρνηση», λέει με νόημα πολιτικός αναλυτής. Ταυτόχρονα, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχουν ανάγκη να εμπεδώσουν νέες δυναμικές, στρώνοντας τον δρόμο για τους δικούς τους, μεγαλύτερους στόχους στις επόμενες εθνικές εκλογές.

Εξού και οι επικείμενες ευρωεκλογές είναι ορόσημο για το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την αποτύπωση συσχετισμών, αλλά κυρίως για το αν και σε ποιο βαθμό οι συσχετισμοί θα σημάνουν και μετεκλογικές εξελίξεις.

Ο Μητσοτάκης επιλέγει εμπροσθοβαρή κυβερνητική δράση και ανοίγει ταυτόχρονα τα «δύσκολα» μέτωπα, στηριζόμενος στη «νωπή» εντολή του 2023. Αλλά και γιατί, παρά τις πολλαπλές πιέσεις, το πρωθυπουργικό επιτελείο θεωρεί ότι υπάρχει ικανός – ανοιξιάτικος – χρόνος για απορρόφηση κραδασμών, «μάζεμα» απωλειών και προώθηση «θετικού» αποτελέσματος μέχρι την ώρα του εκλογικού παραβάν στις 9 Ιουνίου.

Αντίθετα, στελέχη της Κουμουνδούρου και της Χαρ. Τρικούπη εκτιμούν ότι η δυσφορία των πολιτών, όπως καταγράφηκε στο πρώτο κύμα δημοσκοπήσεων του 2024, δείχνει ότι η κοινωνία αρχίζει να στέκεται απέναντι σε κυβερνητικούς χειρισμούς και η τάση αυτή δεν ανατρέπεται εύκολα.

Οσο κι αν στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι δεν ανατρέπεται η «θεμελιώδης δυναμική», η απουσία και μόνο ενός ισχυρού αντιπάλου, όπως λέει έμπειρος αναλυτής, οδηγεί τους ανθρώπους «να κρίνουν πολύ διαφορετικά».

Σε μια τέτοια συνθήκη πολιτικής κυριαρχίας, «η ελπίδα, η προσδοκία και κυρίως οι απαιτήσεις του κόσμου είναι πιο ισχυρές», εξηγεί. Η ευρωκάλπη έρχεται επιπλέον στη συμπλήρωση ενός έτους στον νέο κύκλο διακυβέρνησης, χωρίς το διακύβευμα της κυβερνησιμότητας ή σταθερότητας, γεγονός που λειτουργεί ευρύτερα ως παγίδα, όπως συμφωνούν οι αναλυτές, να θεωρηθεί η αναμέτρηση ως μια απόλυτα χαλαρή διαδικασία χωρίς επιπτώσεις.

Τη σχετική ανησυχία κυβέρνησης και ΝΔ μαρτυρούν, παρά το προφίλ αυτοπεποίθησης που θέλει σταθερά να εκπέμπει ο Μητσοτάκης, οι επαναλαμβανόμενες παραπομπές του στην επικείμενη μάχη.

«Η ΝΔ είναι το μόνο πραγματικά λαϊκό κόμμα στην πατρίδα μας, που εκφράζει τις ανησυχίες και τις προσδοκίες όλων των Ελλήνων», έλεγε ο Πρωθυπουργός στην τελευταία συνάντηση με πολίτες στη Δυτική Αθήνα, χαρακτηρίζοντας «σημαντική» την αναμέτρηση του Ιουνίου αλλά και «κόμμα της Ευρώπης» την κεντροδεξιά παράταξη.

Οι κρίσεις

Προς το παρόν η όποια απογοήτευση των πολιτών απέναντι σε επιλογές ή στην απόδοση της κυβέρνησης δεν βρίσκει έκφραση – σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις – σε άλλη πολιτική δύναμη, εξού και παραμένει η χαοτική απόσταση της ΝΔ από τον δεύτερο.

Οι πολίτες όμως δείχνουν καθαρά ποια είναι τα πεδία προτεραιότητάς τους (η ακρίβεια, για παράδειγμα, ή και η ασφάλεια), ζητώντας ουσιαστικά καλύτερη καθημερινότητα.

Στην πρώτη τετραετία του ο Κυριάκος Μητσοτάκης «επένδυσε» στις συγκρίσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα, σε ένα αφήγημα επιστροφής στην κανονικότητα, ενώ οι διαδοχικές κρίσεις επέτρεψαν στην κυβέρνησή του να χτίσει προφίλ διαχειριστικής επάρκειας και διατήρησης της σταθερότητας.

Παραδοσιακά άλλωστε οι «εξωγενείς» κρίσεις λειτουργούν συσπειρωτικά γύρω από την κυβέρνηση.

Στη δεύτερη τετραετία, ούτε οι συγκρίσεις με τις προηγούμενες κυβερνήσεις – ιδίως με έναν αντίπαλο που δεν υπάρχει πλέον ως απειλητικός «εχθρός» – ούτε η επίκληση των εισαγόμενων κρίσεων λειτουργούν αποτελεσματικά.

Ενδεικτική η παραδοχή γαλάζιου στελέχους ότι «τον πολίτη δεν τον νοιάζει πια αν είναι η ακρίβεια εξωγενής ή όχι, τον ενδιαφέρει να μη χάνει το εισόδημά του. Θα ασκήσει κριτική λοιπόν αν νιώσει αδράνεια και καθυστερήσεις από την πολιτεία».

Με τα λεγόμενα εκλογολόγου, «η ανοχή των πολιτών είναι μικρότερη, το αίτημά τους για αποτελεσματικότητα είναι μεγαλύτερο». Στην ίδια κατεύθυνση, πολιτικός αναλυτής εκτιμά ότι η αντοχή του Μητσοτάκη θα κριθεί στις πραγματικές μεταρρυθμίσεις, «όσες ακουμπούν την καθημερινότητα των πολλών».

Κατά τον ίδιο, η κυβέρνηση δεν έχει ακόμα τέτοια βήματα, παραπέμποντας για αργότερα θέματα «αξιολόγησης, μεταρρύθμισης στο κράτος, παρεμβάσεων στα σχολεία, μεγάλων αλλαγών στα νοσοκομεία».

Το Μαξίμου αναγνωρίζει τη σημασία να δίνει χειροπιαστές – πλέον – απαντήσεις με παρεμβάσεις στους βασικούς πυλώνες της καθημερινότητας, Υγεία, Παιδεία, Δικαιοσύνη, αλλά και στην Οικονομία με αιχμή τη μόνιμη αύξηση των εισοδημάτων.