«Αγαπητά μου αγόρια, Πέπε, μικρέ Φέλιξ και μικρέ Βιθέντε, βρίσκομαι σε ένα όμορφο κάστρο με πολλούς πύργους. Το βράδυ, μικρές πριγκίπισσες βγαίνουν στην αυλή. Είναι πολύ όμορφα. Οταν κοιμάμαι, η μαμά έρχεται ντυμένη σαν μια όμορφη νεράιδα με τα μαλλιά της λυτά. Μου λέει για όλα όσα κάνετε. Χαίρομαι πολύ όταν ακούω ότι ήσασταν καλοί και δουλέψατε σκληρά. Και κλαίω τόσο πολύ όταν ακούω ότι την κάνατε να θυμώσει».

Το σύντομο αυτό σημείωμα είναι γραμμένο το 1939 σε ένα τσιγαρόχαρτο. Συντάκτης του ήταν ο Βιθέντε Γκονζάλεθ Γκαρθία Καρίθο, ο Ρεπουμπλικανός δήμαρχος της πόλης Σαν Λορένθο ντε ελ Εσκοριάλ, που ήταν κρατούμενος στο κάστρο Κουέλαρ κοντά στη Σεγκόβια, το οποίο είχε μετατραπεί σε φυλακή αντιφρονούντων μετά τη νίκη του Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο την ίδια χρονιά.

Στις 16 Νοεμβρίου, ο Γκαρθία Καρίθο έστειλε ένα ακόμα σημείωμα από μια άλλη φυλακή, με το οποίο αποχαιρετούσε τη γυναίκα και τα παιδιά του και ζητούσε από τον κουνιάδο του να περάσει από τη φυλακή σε λίγες μέρες για να πάρει τη βαλίτσα και τα σκεπάσματά του. Την επόμενη μέρα εκτελέστηκε, σε ηλικία 39 ετών.

Ο Γκαρθία Καρίθο ήταν ένα από 2.935 θύματα αντιποίνων που εκτελέστηκαν την περίοδο μεταξύ 1939 και 1944, αφού καταδικάστηκαν από στρατοδικεία. Οκτώ δεκαετίες μετά, μερικά από τα τελευταία γράμματα που έγραψαν οι εκτελεσθέντες στα αγαπημένα τους πρόσωπα έχουν συγκεντρωθεί σε ένα νέο βιβλίο υπό τον τίτλο «Γράμματα μνήμης».

20ετής προσπάθεια

Προϊόν 20 ετών επίπονης προσπάθειας του συλλόγου Μνήμη και Ελευθερία εκτός από τη συγκέντρωση των τελευταίων γραπτών τεκμηρίων των εκτελεσθέντων το εγχείρημα προσφέρει επίσης στις οικογένειες των θυμάτων την καθυστερημένη ευκαιρία να γράψουν επιστολές προς τους νεκρούς τους για να μοιραστούν μαζί τους τις αναμνήσεις και τα νέα τους και, κυρίως, για να τους εκφράσουν την αγάπη τους.

Το πρώτο βήμα έγινε όταν ο Τομάς Μοντέρο Απαρίθιο, ο οποίος και έχει επιμεληθεί τη συλλογή του υλικού, άρχισε να ερευνά τον θάνατο του συνδικαλιστή παππού του, ο οποίος εκτελέστηκε τον Ιούνιο του 1939. Το 2005, ο Μοντέρο δημοσίευσε στο Διαδίκτυο έναν κατάλογο όλων εκείνων που είχαν εκτελεστεί στη Μαδρίτη ενθαρρύνοντας τους απογόνους τους να μοιραστούν μαζί του όσες πληροφορίες διέθεταν. Λίγο αργότερα προστέθηκε η ιδέα για τις απαντητικές επιστολές με αφορμή ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2003 υπό τον τίτλο «Αγαπητέ Εουχένιο», στο οποίο η ισπανίδα κομμουνίστρια, φεμινίστρια και συγγραφέας Χουάνα Δόνια απαντούσε στα τελευταία γράμματα που έλαβε από τον σύζυγό της, Εουχένιο Μεσόν, ο οποίος εκτελέστηκε σε ηλικία 24 ετών τον Ιούλιο του 1941.

Στην τελευταία του επιστολή προς τη σύζυγό του, ο Μεσόν έγραψε: «Να είσαι ασφαλής γνωρίζοντας ότι πεθαίνω σκεπτόμενος εσένα, το αγαπημένο μας αγοράκι και τη σημαία του κόμματος, που πολύ σύντομα θα κρατηθεί ψηλά στη νίκη… Πήγαινε λουλούδια στον ομαδικό τάφο όπου θα πέσουν τα σώματά μας – το μόνο κομμάτι μας που μπορούν να πυροβολήσουν. Αν φτάσεις εκεί εγκαίρως, θα μου δώσεις ένα φιλί, ακόμα κι αν κρυώνω; Αυτή η σκέψη μού ανεβάζει τη διάθεση και νιώθω πιο χαρούμενος τώρα».

Η ίδια η Δόνια γλίτωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα χρόνια αργότερα, έπειτα από παρέμβαση της Εβίτας Περόν στον Φράνκο, με αποτέλεσμα η ποινή της να μετατραπεί σε φυλάκιση 30 ετών και μιας ημέρας.

Ο μύθος του Φράνκο

Ενας από τους στόχους του βιβλίου, το οποίο είναι διαθέσιμο δωρεάν μέσω Διαδικτύου σε μορφή PDF (www.memoriaylibertad.org/), ήταν να καταρρίψει τον μύθο που είχε καλλιεργήσει ο Φράνκο ότι «όσους εκτέλεσε ήταν διάβολοι με κέρατα και ουρές. Το υλικό αποδεικνύει πώς ήταν πραγματικά», λέει ο Μοντέρο.

Ενδιαφέρον, ωστόσο, έχουν και οι επιστολές των οικογενειών προς τους νεκρούς τους. Δεν διακατέχονται από μίσος, μνησικακία και διάθεση εκδίκησης. Κυρίως γράφουν πόσο πολύ θα ήθελαν να έχουν γνωρίσει τον πατέρα, τον παππού ή τη μητέρα που έχασαν, σκιαγραφώντας παράλληλα μια εικόνα για τη ζωή τους φέροντας το στίγμα του αντιφρονούντος.