Τα δύο «κόμματα» που συγκρούστηκαν καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο, έκαναν σαφείς τις διαφορές τους αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.

Πρώτη έφτασε στην Κουμουνδούρου η Έφη Αχτσιόγλου με σηκωμένη την αριστερή της γροθιά και δέχτηκε συνθήματα όπως «η Ιστορία γράφεται με ανυπακοή, Αγώνας – Ρήξη – Ανατροπή». Αργότερα, ως πρόεδρος πια με περίπου 57%, εμφανίστηκε ο Στέφανος Κασσελάκης, που τον υποδέχτηκαν με συνθήματα όπως «Στέφανε προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα».

Κάθε άλλο παρά συντροφικό

Το προεκλογικό κλίμα κάθε άλλο παρά «συντροφικό» ήταν. Η Έφη Αχτσιόγλου έφτασε στο σημείο να κάνει εξώδικο για ένα δήθεν SMS που ζητούσε την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, πράγμα που διαψεύστηκε από τον στενό συνεργάτη του πρώην προέδρου, Θανάση Καρτερό.

Ο Στέφανος Κασσελάκης υπήρξε ο μεγάλος «σταρ» των ημερών. Αν και ο ίδιος έδωσε ελάχιστες -μετρημένες στο ένα χέρι- συνεντεύξεις, τα ΜΜΕ τον αγάπησαν σε σημείο που παρακολουθήσαμε τι φοράει, τι καφέ πίνει, πόσο δεμένη οικογένεια έχει. Οι παρεμβάσεις του έγιναν κυρίως μέσω του ΤικΤοκ, καθώς ο άγνωστος μέχρι πρότινος Στέφανος Κασσελάκης, επέλεξε να αποφύγει την απευθείας έκθεση στο κοινό.

Οι δύο ΣΥΡΙΖΑ και οι πιθανότητες της Αχτσιόγλου

Είχε ελπίδα να κερδίσει η Έφη Αχτσιόγλου; Μάλλον όχι. Στο παιχνίδι των media μειονεκτούσε, παρέμεινε αυστηρά πολιτική, σε αντίθεση με τον Στέφανο Κασσελάκη που προβλήθηκε θετικά, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά στα χρονικά για κάποιον υποψήφιο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο κύριος Κασσελάκης έκανε μία διαδικτυακή καμπάνια, βασισμένη σε ατάκες, του τύπου «να μην παθαίνουμε ηλεκτροπληξία όταν έρχεται ο λογαριασμός του ρεύματος». Ήταν πολύ πιο «εύπεπτη» από την πολιτική γραμμή της Έφης Αχτσιόγλου.

Κι έπειτα, το εσωκομματικό χάος έβγαλε μέλη του κόμματος στα διαδικτυακά χαρακώματα: Η κ. Αχτσιόγλου δεν ήταν πια μια νέα πολιτικός, πρώην υπουργός Εργασίας. Ήταν ένα ατελείωτο κουτσομπολιό, μα όχι για τα ρούχα ή τον καφέ της. Το δικό της πορτραίτο δεν ήταν «λαμπερό», είχε λάσπη, ύβρεις, ακόμη και υπόνοιες ότι απείλησε τον Αλέξη Τσίπρα, ή ότι… χρησιμοποίησε το σώμα της για να γίνει υπουργός.

Μέσα σε όλον ετούτο τον κουρνιαχτό, επικράτησαν δύο τάσεις: αυτή των νεότερων μελών, που έλεγε πως για την ήττα φταίνε οι «παλιοί» κι εκείνη των παλιών μελών του ΣΥΡΙΖΑ (ο διαχωρισμός δεν είναι ηλικιακός) που είπαν πως για την ήττα φταίει η έλλειψη σαφούς πολιτικής ταυτότητας. Αντί για τα αιτήματα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ στράφηκε προεκλογικά στο κέντρο κι έχασε τον παλμό του. Μα «κέντρο» υπάρχει και είναι το ΠΑΣΟΚ.

Έτσι, λοιπόν, δεν είναι καθόλου τυχαία τα συνθήματα με τα οποία υποδέχθηκαν τους δύο υποψηφίους στην Κουμουνδούρου. Ένα για την Αριστερά και ένα ως παραλλαγή του «Αντρέα προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα».

Ο άφθαρτος

Από την πλευρά του, ο κ. Κασσελάκης ήταν και παραμένει ένας άγνωστος πολιτικός. Σε μια μη πολιτική περίοδο, που επικρατεί ένα «όλοι το ίδιο είναι», εμφανίστηκε ένας νέος άνθρωπος, εξ Αμερικής, φαινομενικά πλούσιος, απολύτως άφθαρτος και όλο αυτό το κλίμα, κατάφερε να το μεταφράσει σε ψήφους.

Ακόμη και όταν χαρακτήρισε «κρατίδιο της Τουρκίας» το ψευδοκράτος στα κατεχόμενα της Κύπρου, έσπευσαν να τον δικαιολογήσουν για τα «όχι πολύ καλά ελληνικά του» και για την «κούραση».

Στη συνέχεια, σε ένα πολύ καλά σχεδιασμένο παιχνίδι λαϊκισμού, ο κ. Κασελάκης, που εμφάνιζε εαυτόν ως τον εκλεκτό του Αλέξη Τσίπρα, είπε πως αυτός δεν είναι από εκείνους που «έφτιαξαν το νόμο Κατρούγκαλου». Τόμπολα!

Ενώ η κ. Αχτσιόγλου κατηγορήθηκε ως υπονομεύτρια του Αλέξη Τσίπρα, ο κ. Κασσελάκης έβαλε ανοιχτά κατά νομοσχεδίου της κυβέρνησης του πρώην πρωθυπουργού. Φταίει ο ίδιος; Όχι. Αφουγκράστηκε το κλίμα της μη πολιτικής και το αξιοποίησε κάνοντας ακριβώς αυτό: μη πολιτική.

Η αρχή του νήματος

Σημειωτέον, ο κ. Κασσελάκης παρουσιάστηκε από τους υποστηρικτές του ως «Πατριωτική Αριστερά», αλλά στην πρώτη του ομιλία ως πρόεδρος δεν ανέφερε πουθενά αυτόν τον όρο, Αριστερά. Πάει ένα χρονικό διάστημα, από τη συνεργασία με την Προοδευτική Συμμαχία, που ο ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε τις πόρτες του σε έναν κόσμο προερχόμενο από το ΠΑΣΟΚ μέχρι τον Ευάγγελο Αντώναρο.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τη Μαριλίζα Γιαννακοπούλου ή τον Γιάννη Ραγκούση, που στήριξαν την Έφη Αχτσιόγλου, η ΠΣ στήριξε τον Στέφανο Κασσελάκη. Η ΠΣ και όλο το υπόλοιπο κομμάτι των «πασοκογενών», πράγμα που μάλλον δικαιολογεί και τα συνθήματα κατά την ομιλία του νέου προέδρου. Από κοντά του και ο Νίκος Παππάς, ο οποίος δήλωσε πως δεν είναι απαραίτητο να διεξαχθεί το Έκτακτο Συνέδριο και που πληροφορίες τον θέλουν να έχει δεχτεί προτάσεις για επόμενος γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Νίκος Παππάς μας χάρισε και μία κωμική εικόνα, την στιγμή που ο Στέφανος Κασσελάκης, ο μοναδικός ανοιχτά γκέι πρόεδρος κόμματος στην χώρα κάλεσε τον σύντροφό του Τάιλερ στην εξέδρα για να τον ευχαριστήσει, αλλά έσπευσε πρώτος ο πρώην υπουργός.

Το καταστατικό

Η μεγάλη αλλαγή, βάσει της οποίας θα μπορούσε να προβλεφθεί κάθε τέτοια εξέλιξη, ήταν αυτή στο καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο εν πολλοίς έφτιαξε ο Χρήστος Σπίρτζης. Με το νέο καταστατικό, ο υποψήφιος πρόεδρος μπορεί να είναι οποιοδήποτε μέλος του κόμματος και θα εκλέγεται από την βάση. Κάτι που ακούγεται αμεσοδημοκρατικό, αλλά αποδεικνύεται ανεξέλεγκτο. Γιατί για την ψήφιση νέου προέδρου ο καθένας και η καθεμία μπορούν να εγγραφούν την ημέρα της κάλπης, χωρίς να ξέρει κανένας από πού προέρχονται. Το ίδιο ισχύει και για τον υποψήφιο πρόεδρο.

Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τώρα έναν πρόεδρο που, κατά δήλωσή του, μαθαίνει καλύτερα τα ελληνικά, δεν γνωρίζει πολλά από πολιτική (στην Ελλάδα), δεν έχει συμμετάσχει ποτέ σε εσωκομματική διαδικασία, δεν γνωρίζει καλά-καλά το κόμμα του οποίου ηγείται. Και ούτε το κόμμα του τον γνωρίζει. Ό,τι λάμπει μπορεί να είναι χρυσός, αλλά μπορεί και όχι. Αυτήν την στιγμή είναι παντελώς άγνωστο το «μέταλλο».

Επιπροσθέτως, ο κύριος Κασσελάκης δεν έχει εκλεγεί από τον ελληνικό λαό ως βουλευτής. Υπενθυμίζεται ότι η Έφη Αχτσιόγλου εξελέγη πρώτη σε ψήφους στον Δυτικό Τομέα.

Και ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα είναι, πώς γίνεται να είναι πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάποιος που δε συμμετέχει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες; Και πως θα σταθεί απέναντι σε πολύ έμπειρους πολιτικούς, όπως είναι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Νίκος Ανδρουλάκης;

Η Αριστερά, ο ορμπανισμός και τα συναφή

Η επικράτηση του ορμπανισμού βασίζεται σε έναν πολύ συγκεκριμένο οδικό άξονα: δόγμα του σοκ για τους πολίτες, δηλαδή η αίσθηση πως δεν μπορούν ή δεν τους αξίζει να ζήσουν καλύτερα, άνοδος της ακροδεξιάς και του συντηρητισμού και πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης, με βασικό εχθρό την Αριστερά στην Ευρώπη. Τους Δημοκρατικούς (κυρίως του Μπέρνι Σάντερς) στις ΗΠΑ επί Τραμπ.

Αυτήν την στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ φέρει τον τίτλο της «Ριζοσπαστικής Αριστεράς». Ούτε της «πατριωτικής Αριστεράς», ούτε της «προοδευτικής δύναμης». Το ίδιο το όνομα του κόμματος έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση πρώτα από στελέχη των πασοκογενών, με την Αριστερά να ακούγεται παρωχημένη, έπειτα από τον Νίκο Παππά, που ως υποψήφιος πρόεδρος δήλωσε πως ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να απεμπλακεί από την «Ριζοσπαστική Αριστερά» και τέλος, από τον ίδιο τον Στέφανο Κασσελάκη. Πράγμα που απέδειξε και κατά την πρώτη του ομιλία, ως νικητής πλέον.

Από την άλλη, η Έφη Αχτσιόγλου έδωσε όλο το βάρος της εκστρατείας της στην Αριστερά. «Τα αιτήματα της Αριστεράς να γίνουν αιτήματα ολόκληρης της κοινωνίας». Η προφύλαξη της εργασίας, το κοινωνικό κράτος, τα ίσα δικαιώματα, η δημόσια και δωρεάν Υγεία και Παιδεία, προφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανάμεσα σε άλλα. Όμως, ο όρος Αριστερά είναι ένας πολιτικός όρος σε μία απολίτικη περίοδο.

Το σύνθημα «αφήστε το πάνω μου», του κυρίου Κασσελάκη, είναι πολύ πιο εύκολο να εγκολπώσει ανθρώπους που ίσως να μην έχουν καμία απολύτως σχέση ή όρεξη να νοιαστούν για το κοινωνικό κράτος και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ή τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Το «αφήστε το πάνω μου» μαζί με το «σήμερα κέρδισε το φως», που είπε ο κ. Κασσελάκης, σημαίνουν ιδιώτευση. Όχι συλλογικές διεκδικήσεις, αλλά έναν αρχηγό που ακολουθείται για να δώσει λύσεις. Και ίσως να το πιστεύει όντως αυτό.

Απέφυγε στρατηγικά, όμως, να τοποθετηθεί για όλα τα υπόλοιπα. Να τοποθετηθεί με πρόγραμμα γραμμένο σε κάτι περισσότερο από τίτλους. Ακόμη και στο κομμάτι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μίλησε ανοιχτά για την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα -και στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα- αλλά δε μίλησε για άλλα κινήματα: το γυναικείο, το μεταναστευτικό και προσφυγικό, το αναπηρικό, το εργατικό.

Ήταν όλο πολύ πιο «εύπεπτο». Κανένας δεν θα επιτεθεί στον κ. Κασσελάκη, έναν λευκό, νέο, φαινομενικά πλούσιο, μεγαλωμένο στην Αμερική γκέι άντρα με τον ίδιο σεξισμό που επιτέθηκαν στην Έφη Αχτσιόγλου από την ημέρα που εμφανίστηκε στην πολιτική ζωή μέχρι και μία ημέρα πριν τις κάλπες. Κανένα άτομο δεν θα πει τον κ. Κασσελάκη «π@ρνη» που τον προώθησαν να λάβει το αξίωμα. Ίσως η αντιμετώπιση να ήταν πολύ πιο σκληρή, αν επρόκειτο για ΛΟΑΤΚΙ άτομο, με σαφείς πολιτικές θέσεις, πολιτική τριβή και έκθεση και καταγωγή από τα ταπεινά (sic) Γιαννιτσά.

Η ελληνική κοινωνία, κατ’ επέκταση και η ελληνική τηλεόραση, έχει αποδείξει πολλές φορές ότι δεν είναι εξοικειωμένη με τα έμφυλα ζητήματα. Το απέδειξε και εις βάρος της Έφης Αχτσιόγλου, χωρίς να σημαίνει πως έχασε επειδή είναι γυναίκα, Έχασε, όμως, επειδή ήταν πολύ πολιτική μέσα σε ένα πολύ συντηρητικό τοπίο.

Κι εδώ επιβεβαιώνεται η μη πολιτική του (πολιτικότατου) ορμπανισμού: επιλεκτική ευαισθησία, επιλεκτικό μίσος και κάποιον που να μιλάει με στόμφο, χωρίς να κουράζει, όμως.

Η κ. Αχτσιόγλου έθετε ζητήματα. Τα ζητήματα κουράζουν.

Και η Αριστερά; Η Αριστερά δοκιμάζεται. Λιγότερος από τον μισό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μια ισχυρή μερίδα του κόμματος, στήριξε την αριστερή επιλογή. Η πλειοψηφία στήριξε τον Στέφανο Κασσελάκη.

Αυτή η νέα πραγματικότητα θα γίνει δοκιμασία για όλη την Αριστερά στην χώρα. Αν την αξιωματική αντιπολίτευση, που κέρδισε ως «ριζοσπαστική Αριστερά» διαδεχθεί η ασάφεια της «πατριωτικής Αριστεράς» ή, ακόμη περισσότερο, «της προοδευτικής κοινωνίας», τότε θα αλλάξει η υφή όχι των όρων, αλλά των αιτημάτων. Ποια είναι η θέση της «προοδευτικής μερίδας» για τα ιδιωτικά κολλέγια ή τα ιδιωτικά νοσοκομεία; Ή για τις απεργίες;

Πιο πολύ από ποτέ στην ιστορία της μεταπολίτευσης, είναι «σιμά – κοντά τα Γιάννενα» για το μέλλον της Αριστεράς. Κάτι που θα φανεί πολύ άμεσα, τώρα που ο νέος πρόεδρος του μεγαλύτερου Αριστερού κόμματος της χώρας θα πρέπει να αρχίσει να εκτίθεται δημόσια και, μάλιστα, να εξηγήσει τι σημαίνει αυτό το «θα τα αλλάξουμε όλα μαζί».