Η κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας της Λιβύης, δηλαδή η κυβέρνηση που έχει έδρα την Τρίπολη, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον τρόπο που η ισραηλινή κυβέρνηση επέλεξε να δημοσιοποιήσει επαφές που μέχρι τώρα παρέμειναν μυστικές.

Ως γνωστόν, η αποκάλυψη ότι η υπουργός Εξωτερικών Λιβύης Νάιλα Μοχάμεντ ελ-Μανγκούς, ένα από τα πιο προβεβλημένα στελέχη της μεταβατικής κυβέρνησης του Αμπντουλαχαμίντ Ντμπεϊμπά είχε συναντηθεί με τον υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ Ιλάι Κοέν, προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις και διαδηλώσεις στη Λιβύη, με αποτέλεσμα την αποπομπή της από την κυβέρνηση αλλά και την φυγή της από τη χώρα με προορισμό την Τουρκία. Μάλιστα, φαίνεται ότι δεν αρκούσε και η αποπομπή της για να κατευναστούν οι αντιδράσεις και αυτό προκαλεί να συνολικότερη κρίση στην κυβέρνηση της Τρίπολης. Αυτό φάνηκε και από την αντίδραση του κοινοβουλίου που βρίσκεται στην Μπεγκάζη και αποτελεί ουσιαστικά τον άλλο πόλο μέσα στη χώρα αλλά και στην αντίδραση άλλων κρατικών οργάνων.

Ο λόγος της κρίσης είναι ότι η Λιβύη εξακολουθεί να έχει σε ισχύ νόμο που απαγορεύει τις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, ενώ οι αντιδράσεις αποτυπώνουν και το γεγονός ότι το ζήτημα της Παλαιστίνης παραμένει φορτισμένο στον ευρύτερο αραβικό κόσμο.

Διαδήλωση στην Τρίπολη της Λιβύης

Η διαδικασία «εξομάλυνσης» και οι αντιφάσεις της

Οι ίδιες οι επαφές εντάσσονται στη συνολικότερη προσπάθεια, που έχει και την έντονη υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και αφορά την «εξομάλυνση» των σχέσεων των αραβικών και μουσουλμανικών χωρών με το Ισραήλ, προσπάθεια που έχει οδηγήσει σε διαδικασίες αναγνώρισης με χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και το Μαρόκο.

Οι ΗΠΑ έχουν δώσει μεγάλη σημασία σε τέτοιες κινήσεις θεωρώντας ότι έτσι θα περιοριστούν οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή, ενώ το Ισραήλ προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να διαμορφώσει και έναν συνασπισμό απέναντι στο Ιράν, παρότι ειδικά αυτή η διάσταση δεν έχει προχωρήσει στον Κόλπο, εάν αναλογιστούμε και τις τάσεις αποκατάστασης σχέσεων με το Ιράν, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Σαουδική Αραβία.

Παραδοσιακά τέτοιες επαφές κρατούνται μυστικές μέχρις ότου σταθμιστεί ότι μπορούν να δημοσιοποιηθούν, ακριβώς για να υπάρξει μια διαχείριση των αναμενόμενων έντονων αντιδράσεων.

Ωστόσο, φαίνεται πως αυτή τη φορά το Ισραήλ επέλεξε διαφορετική προσέγγιση. Χωρίς να έχει προηγηθεί συνεννόηση με την κυβέρνηση της Λιβύης πρώτα υπήρξε διαρροή της συνάντησης και σύντομα μετά επισημοποίηση της διαρροής με δήλωση του ίδιου του Κοέν.

Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει αντίδραση της κυβέρνησης της Λιβύης που ζήτησε να αφαιρεθεί η αραβική εκδοχή της δήλωσης και επέμεινε ότι η συνάντηση στη Ρώμα ήταν τυχαία και ότι δεν γνώριζε κάτι για αυτήν ο Λίβυος πρωθυπουργός.

Η δημοσιοποίηση αυτή προκάλεσε διαβήματα και από άλλες αραβικές χώρες που διατηρούν κάποιου είδους επαφή με το Ισραήλ και τα οποία επεσήμαναν ότι τέτοιου είδους χειρισμοί απειλούν να υπονομεύσουν τη διαδικασία εξομάλυνσης.

Ορισμένοι έσπευσαν να συσχετίσουν αυτό το περιστατικό, που θεωρήθηκε «ερασιτεχνικός» χειρισμός μιας σοβαρής υπόθεσης, με τον τεράστιο θόρυβο που προκάλεσαν οι δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Ασφάλειας Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ που περίπου δήλωσε ότι το δικό του δικαίωμα να κινείται ελεύθερα στο οδικό δίκτυο της Δυτικής Όχθης έχει προτεραιότητα πάνω στα όποια δικαιώματα των Παλαιστινίων, μια δήλωση που φάνηκε να δικαιώνει ευθέως όσους υποστηρίζουν ότι το Ισραήλ εφαρμόζει στη Δυτική Όχθη ένα ιδιότυπο καθεστώς απάρτχαϊντ.

Όλα αυτά επιτείνονται και από τον τρόπο που η τρέχουσα κυβέρνηση συνασπισμού στο Ισραήλ, που χαρακτηρίζεται από την έντονη βαρύτητα της ακροδεξιάς, περιλαμβάνει έναν περίπλοκο εσωτερικό καταμερισμό ως προς τις αρμοδιότητες που καταλήγει να δημιουργεί προβλήματα στο πώς τελικά ασκείται η πολιτική.

Νετανιάχου ο πρώτος διδάξας

Δεν είναι η πρώτη φορά που επιλογές της Ισραηλινής κυβέρνησης καταλήγουν να υπονομεύουν τη διαδικασία εξομάλυνσης. Τον περασμένο Ιούνιο με πρωτοβουλία του Μαρόκου ματαιώθηκε μια συνάντηση του «Φόρουμ της Νεγκέβ», που περιλαμβάνει το Ισραήλ, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και την Αίγυπτο. Ο λόγος ήταν ο τρόπος που η ισραηλινή κυβέρνηση είχε ανακοινώσει την προώθηση της κατασκευής ενός μεγάλου αριθμού οικιστικών μονάδων στη Δυτική Όχθη, δηλαδή να συνεχίσει την πολιτική των εποικισμών.

Βεβαίως μπορεί τώρα να έρχονται στο προσκήνιο χειρισμοί υπουργών της ισραηλινής όμως εκ των πρώτων διδαξάντων ήταν και ο ίδιος ο Μπενιαμίν Νετανιάχου. Ο τρόπος που επέλεξε να δημοσιοποιήσει τη συνάντηση που είχε με τον ισχυρό άντρα της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν τον Νοέμβριο του 2020 είχε ως αποτέλεσμα μιας καθυστέρηση στην ακόμη εκκρεμούσα εξομάλυνση με τη Σαουδική Αραβία – που είναι ο κρίσιμος κόμβος για να φανεί ότι κάτι όντως αλλάζει στις αραβοϊσραηλινές σχέσεις – αφού εκτός των άλλων ο πρίγκιπας διάδοχος και πρωθυπουργός της μεγάλης χώρας του Κόλπου έχει αρνηθεί να συναντήσει τον Νετανιάχου έκτοτε.

Όλα αυτά αποτυπώνουν και μια συνολικότερη δυσκολία που έχει η εξωτερική πολιτική της τρέχουσας ισραηλινής κυβέρνησης. Παρότι είναι σαφές ότι μια σειρά από κυβερνήσεις ενδιαφέρονται για κάποιου είδους εξομάλυνση και συνεργασία σε διάφορα πεδία, από την άλλη πρέπει να διαχειριστούν και την ειδική βαρύτητα που διατηρεί το Παλαιστινιακό στη συνείδηση των αραβικών κοινωνιών. Και όσο η κυβέρνηση Νετανιάχου προχωρά σε κινήσεις που απομακρύνουν ακόμη περισσότερο τη λύση του Παλαιστινιακού, τελικά υπονομεύει και τη διαδικασία εξομάλυνσης.