Δύο ιστορίες με κοινό άξονα την αγάπη για την προσφορά στον συνάνθρωπο. Δύο παραδείγματα γιατρών από διαφορετικές γενιές που, κάποια στιγμή στη ζωή τους, αποφάσισαν να προσφέρουν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους, ο ένας ως συνταξιούχος παιδίατρος στα νήπια των Γυναικείων Φυλακών Ελεώνα Θηβών και ο άλλος ως εν ενεργεία δερματολόγος-αφροδισιολόγος στις κρατούμενες μητέρες τους.

Και οι δύο μιλούν στα «ΝΕΑ» για τη φροντίδα που παρέχουν στον πληθυσμό του Σωφρονιστικού Καταστήματος Θήβας, τις περίπου 400 γυναίκες και τα 7 παιδάκια, ως μια πράξη αυτονόητη, ως μια ανθρώπινη κίνηση αλληλεγγύης για την οποία δεν χρειάζεται καν να γίνει λόγος. Από τα λεγόμενά τους διαφαίνεται ότι η ηθική ικανοποίηση που και οι δύο εισπράττουν από τη δωρεάν παροχή ιατρικής βοήθειας σε κρατούμενες και νήπια δεν μετριέται σε χρήματα. Δύο έλληνες επιστήμονες που φέρνουν στον νου τον τίτλο της οσκαρικής ταινίας του 1953, «Οσο υπάρχουν άνθρωποι».

«Ονομάζομαι Βάσος Ηλία Βογιατζόγλου, γεννήθηκα το 1935, είμαι συνταξιούχος παιδίατρος και ασκώ το λειτούργημά μου πλέον μόνο στα νήπια της φυλακής της Θήβας. Το 1999 εντάχθηκα στους Γιατρούς του Κόσμου αναλαμβάνοντας, ως παιδίατρος, τα παιδιά των κρατουμένων στις Γυναικείες Φυλακές που, το 2008, μεταφέρθηκαν στη Θήβα. Από τότε προσφέρω τις υπηρεσίες μου, πάντα εθελοντικά.

Ο εθελοντισμός είναι μια υπόθεση που ξεκινά από πολύ βαθιά. Βλέπω σήμερα να διαφημίζεται ο εθελοντισμός σαν κοινό εμπόρευμα. Ο εθελοντισμός είναι στάση ζωής. Αν δείτε το βιογραφικό μου, από το 1975 που ξεκίνησα από το Ορφανοτροφείο της Νέας Ιωνίας, πάντα με ενδιέφερε να στέκομαι δίπλα στον ανθρώπινο πόνο. Αν κανείς δεν έχει πονέσει, δεν μπορεί και να συμπονέσει», αναφέρει ο 88χρονος παιδίατρος, με μισό αιώνα προσφοράς στον τομέα της παιδιατρικής φροντίδας, τόσο σε ελληνόπουλα όσο και σε προσφυγάκια. «Η καταγωγή της οικογένειάς μου είναι από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας. Είχα τον πόνο της προσφυγιάς μέσα μου από τις ιστορίες των δικών μου. Για μένα, η ανάγκη για προσφορά ήταν κάτι το ενδογενές», λέει κι αρχίζει να περιγράφει τη ζωή του στο ιατρείο της φυλακής, τα τελευταία 15 χρόνια.

«Βλέπω τα παιδιά κάθε Παρασκευή. Είναι αδύνατον να σας περιγράψω πώς με υποδέχονται, είναι η μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής μου αυτή. Μητέρες και παιδιά με περιμένουν σαν τον σωτήρα τους. Συνήθως φτάνω κατά τις εννιάμισι και βλέπω όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως αν έχουν κάποιο νόσημα», εξηγεί και περιγράφει ένα από τα αγαπημένα του παιδιά στη Θήβα.

«Ενα μωρό αβάφτιστο, 2 χρονών, η Μεμέλα, Ελληνίδα – έχει φύγει τώρα, η μαμά της ήταν μέσα για συνέργεια σε ληστεία μετά φόνου – μόλις με έβλεπε, ερχόταν κατευθείαν στην αγκαλιά μου. Μου έπαιρνε τα ακουστικά θυμάμαι, με εξέταζε η ίδια, είχαμε πολύ γούστο», λέει και προσθέτει: «Ο νόμος λέει ότι οι μητέρες δύνανται να φέρουν το παιδί στη φυλακή αλλά δεν προβλέπει παιδίατρο. Επίσης, το κράτος δεν έχει προνοήσει για εμβόλια που είναι πανάκριβα. Δύο φαρμακοποιοί μάς βοηθούν μέσω εράνων. Καταλαβαίνετε ότι παιδίατρος χωρίς εμβόλια είναι άχρηστος, μιλάμε για παιδιά που είναι σε ηλικία που πρέπει να εμβολιαστούν».

«Ελκω την καταγωγή μου από ένα χωριό στη Θήβα. Η σύζυγός μου, νηπιαγωγός, είχε εκδηλώσει την επιθυμία, σε συνεννόηση με τον ιερέα των γυναικείων φυλακών, να κάνει κουκλοθέατρο για τα παιδιά.

Μόλις έμαθε ο ιερέας ότι είμαι δερματολόγος, μου πρότεινε να βοηθήσω εθελοντικά. Φυσικά, δέχθηκα και εδώ και 8 χρόνια, πηγαίνω εκεί κάθε 25 με 30 μέρες. Η πρώτη αίσθησή μου ήταν ότι πραγματικά υπήρχε ανάγκη και καλώς κάνω και πηγαίνω. Ο διευθυντής και το προσωπικό κάνουν ό,τι μπορούν αλλά πάντα ένας γιατρός είναι απαραίτητος», λέει στα «ΝΕΑ» ο 60χρονος δερματολόγος-αφροδισιολόγος, εν ενεργεία ιατρός σε νοσοκομείο του ΕΣΥ, που μας συστήνεται ως Ε.Π. καθώς όπως ο ίδιος εξηγεί, «δεν έχει σημασία ποιος είμαι, σημασία έχει ο καθένας να βάζει ένα λιθαράκι σε αυτήν την κοινωνία, να βοηθήσει έναν συνάνθρωπο».

Κάθε Σάββατο, ο Ε.Π. ξεκινά από μια γειτονιά της Ανατολικής Αττικής, όπου μένει, και, γύρω στις 10, φτάνει στις Γυναικείες Φυλακές. «Είναι η ημέρα που δεν εργάζομαι. Οι κρατούμενες έρχονται μία μία, ανάλογα με τις πτέρυγες. Εχω δει μέσα σε μία μέρα και 55 γυναίκες. Το συγκινητικό είναι όταν έρχεται κάποια με το παιδάκι της, το οποίο, βέβαια, δεν καταλαβαίνει ότι του έχουν στερήσει την ελευθερία. Γενικά, δεν θεωρώ ότι κάνω κάτι ιδιαίτερο, πηγαίνω με ευχαρίστηση να προσφέρω το κατιτίς. Ζούμε σε μια κοινωνία αγριότητας και αδιαφορίας και αυτό με ενοχλεί. Πρέπει λίγο να νοιαζόμαστε για τον διπλανό μας. Ανθρωποι είμαστε και πρέπει ο ένας να στηρίζει τον άλλον όσο μπορεί, σε κάθε δυσκολία της ζωής του».