Το ραντεβού είχε κλειστεί για τις τρεισήμισι. Ο Αδωνις Γεωργιάδης έφτασε καθυστερημένος. Η αργοπορία του ακαδημαϊκού τετάρτου, όμως, δεν οφειλόταν στο ως συνήθως μπλοκαρισμένο από αυτοκίνητα κέντρο της Αθήνας. Λίγη ώρα πριν η Θεανώ Φωτίου τού είχε κάνει ένα δώρο στη Βουλή – όπως ο ίδιος έθεσε μειδιώντας. Είχε συνδέσει τις υποκλοπές με τα 72 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης. Και σε μια απόπειρα να φτάσει το συριζαϊκό αφήγημα για τις παρακολουθήσεις στην άκρη του, είχε υποστηρίξει ότι ορισμένα από τα δημοσιεύματα βγήκαν επειδή επιχειρηματίες «προφανώς δεν έμειναν ευχαριστημένοι» απ’ όσα έκανε η κυβέρνηση. Το μιντιακό τέρας που φοράει σήμερα το κοστούμι του υπουργού Ανάπτυξης δεν θα μπορούσε να αφήσει μια τέτοια ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Ετσι, μοίρασε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τον κοινοβουλευτικό διάλογό του με τη βουλευτίνα της αντιπολίτευσης κι έπειτα ήρθε να γευματίσει με «ΤΑ ΝΕΑ».

Πράγματι, η πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ την Τρίτη δώρισε μια νέα γραμμή άμυνας στο κυβερνητικό στρατόπεδο – η σπουδή του πορτ παρόλ της κυβέρνησης να βγάλει μια ανακοίνωση στο πνεύμα των αδωνικών λεγομένων το αποδεικνύει. Αλλά ταυτόχρονα προσέφερε στον Γεωργιάδη την αφορμή για δύο ακόμη τιτιβίσματα. Στις 15.26 το πρώτο βίντεο από τη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου με την τοποθέτηση της Φωτίου ανέβηκε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter. Στις 15.45 ακριβώς, ενώ έμπαινε στη Στοά Σπύρου Μήλιου, πόσταρε και το δεύτερο με την απάντησή του. Το σχόλιό του έκλεινε με μια ευχαριστία για την «ομολογία» της.

«Αυτός που εφηύρε το Twitter με κάποιο τρόπο με ήξερε. Αλήθεια», λέει με ευχαρίστηση, η οποία αποτυπώνεται ξεκάθαρα στους μορφασμούς τού προσώπου του. «Είναι το πιο αγαπημένο μου μέσο. Είναι, δυστυχώς, το πιο τοξικό», συμπληρώνει – ενδεχομένως συνειδητοποιώντας το ψυχογράφημα της πολιτικής του προσωπικότητας που κρύβεται ανάμεσα στις λέξεις της συγκεκριμένης αλληλουχίας προτάσεων.

Μιλάει για το νέο απόκτημα του Ιλον Μασκ με ειλικρινή ενθουσιασμό. Τόσο πηγαίο που αντιλαμβάνεται κανείς γιατί απαντά με μια μίνι διάλεξη πάνω στον ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στις σύγχρονες δημοκρατίες στην ερώτηση αν έχει σκεφτεί ποτέ να αφήσει το κινητό του στην άκρη, ώστε να κάνει ένα μπρέικ από την ψηφιακή δημόσια σφαίρα. Σε αντίθεση με τη συνήθη μεταξύ των συναδέλφων του πρακτική, χειρίζεται μόνος του τον λογαριασμό του στο Twitter. Οι συνεργάτες του έχουν αναλάβει το Facebook και το Instagram.

Βέβαια, τον γοητεύουν όλα τα σόσιαλ μίντια. «Πολύς κόσμος δεν το ξέρει. Από μικρός ήμουν πολύ ανακατεμένος στα κινήματα της άμεσης δημοκρατίας, των αρχαίων Αθηναίων δηλαδή. Αυτό μ’ αρέσει πιο πολύ από όλα. Τα σόσιαλ μίντια για μένα είναι ένας τρόπος άμεσης δημοκρατίας στον σύγχρονο κόσμο. Γιατί; Γιατί δίνουν στον καθένα τη δυνατότητα να πει τη γνώμη του εύκολα», εξηγεί.

Τον καιρό των Μνημονίων είχε αναμφίβολα πιάσει το Zeitgeist. Η δημόσια παρουσία του συνόψιζε την εποχή. Και τώρα ξέρει ότι το μέλλον βρίσκεται στο TikTok, εκεί όπου οι πιτσιρικάδες – μια εκλογική δεξαμενή στην οποία οι περισσότεροι πολιτικοί ψάχνουν τρόπους να βουτήξουν – επικοινωνούν μόνο με βίντεο. Ωστόσο, δείχνει να έχει ακόμη αμφιβολίες για το ισοζύγιο κερδών και ζημιών από μια πιθανή εμφάνισή του στην εν λόγω πλατφόρμα. Οπως παραδέχεται, «φοβάμαι ότι, αν μπω, θα κάνω πολλή φασαρία». Ή πως θα εθιστεί, με αποτέλεσμα να γυρίζει βιντεάκια όλη μέρα.

Για τα οφέλη των τηλεπαραθύρων και των πλατό των καναλιών, πάλι, δηλώνει απόλυτα σίγουρος. Επικαλείται μάλιστα την εμπειρία του ως τηλεπλασιέ με τον ανάποδο τρόπο από εκείνον που τη μνημονεύουν οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Για κάθε στέλεχος της Κουμουνδούρου που τιμά την κομματική του ταυτότητα, τα σκηνικά απ’ τα χρόνια των τηλεπωλήσεων – απ’ τα οποία έχουν μείνει συλλεκτικά βίντεο στο YouTube, όπως εκείνο που φώναζε στο τηλεοπτικό κοινό «τα λιγουρεύεστεεεεεε;» κρατώντας μια στοίβα δερματόδετους τόμους – ανασύρονται όποτε κρίνεται σκόπιμο να αναδειχθεί η θεατρική πλευρά του χαρακτήρα του. Ο ίδιος, ωστόσο, εμφανίζεται συμφιλιωμένος μ’ αυτήν. Επισημαίνει σχεδόν αυτάρεσκα πως οι εργατοώρες που έγραψε πουλώντας βιβλία τού έμαθαν να χειρίζεται το Μέσο, την τηλεόραση. Να ξέρει ποια ατάκα, ποιο ύφος, ποιο ηχόχρωμα φωνής φέρνει περισσότερα τηλεφωνήματα τηλεθεατών – άρα, περισσότερη δημοσιότητα, η οποία για περσόνες σαν τη δική του δεν είναι ποτέ κακή.

Πιστεύει δε ότι χάρη σε αυτή την τεχνογνωσία θα κατορθώσει να κερδίσει το πολιτικό του στοίχημα για την περίοδο που διανύουμε: το καλάθι του νοικοκυριού. Στην εύλογη απορία κάθε φανατικού καταναλωτή πληροφοριών «μήπως η επικοινωνιακή διαχείριση του καλαθιού – τα πλάνα μπροστά στα ράφια των σουπερμάρκετ ή οι ανακοινώσεις για μηνιαίες επισκέψεις στην αλυσίδα που διαθέτει το φθηνότερο – υπονομεύει το μέτρο;» απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη: «Μόνο με την επικοινωνιακή διαχείριση μπορεί να δουλέψει. Ο μοναδικός τρόπος για να κατεβάσουν οι αλυσίδες τις τιμές είναι να φοβούνται εμένα ότι θα τους κράξω την επόμενη ημέρα. Δεν υπάρχει κανένας άλλος».

Εντάξει, η αίσθηση που δημιουργεί είναι «πολύ γκροτέσκα». Αλλά επέλεξε συνειδητοποιημένα να ποζάρει με ένα πακέτο μακαρόνια ανά χείρας. «Εγώ χρησιμοποιώ τη δική μου δυνατότητα να βάζω μια ατζέντα στα Μέσα ως όπλο υπέρ του καταναλωτή. Εμένα μπορεί να με βλάπτει, να με τσαλακώνει», αναφέρει προτού διακηρύξει ότι «εάν πρέπει λίγο να τσαλακωθεί ο Γεωργιάδης για να πάρει ο καταναλωτής καλύτερες τιμές στο ράφι, προτιμώ να τσαλακωθεί».

Η προσέγγιση ακούγεται κάπως βολονταριστική. Κι όμως, την υιοθετεί λανσάροντας εαυτόν σαν θιασώτη της λογικής «πρέπει να γίνει η δουλειά». Για την ακρίβεια, αυτοσυστήνεται σαν doer. «Αν το καλάθι βδομάδα με τη βδομάδα βλέπει ο κόσμος ότι κρατάει τις τιμές σταθερές και τις χαμηλώνει και λίγο, στο τέλος θα πετύχει», ισχυρίζεται. Δεν παραβλέπει την επιφύλαξη με την οποία έγινε δεκτό. Σπεύδει, παρ’ όλα αυτά, να την αντικρούσει με τα μέχρι τώρα στοιχεία του ΙΝΚΑ. «Τέσσερις στους δέκα έχουν ήδη ψωνίσει απ’ το καλάθι. Είναι πολύ μεγάλο νούμερο. Τεράστιο. Το 40% της αγοράς έχει περάσει έστω μία φορά απ’ το καλάθι. Αν περάσει και δεύτερη και τρίτη, και δει τις τιμές να είναι ίδιες ενώ οπουδήποτε αλλού αλλάζουνε, αυτό στο τέλος για την κοινή γνώμη θα μετρήσει. Γιατί ο κόσμος καταλαβαίνει ότι δεν μπορείς να κάνεις θαύματα με τον πληθωρισμό».

Πρώτη η ακρίβεια

Στην περίπτωση που το εγχείρημα αποδώσει καρπούς, θεωρεί τα εκλογικά οφέλη για το κόμμα του σίγουρα. Στην ανάλυσή του, άλλωστε, η ακρίβεια είναι το νούμερο ένα θέμα που απασχολεί τους πολίτες. Επισκιάζει τις υποκλοπές. Μ’ αυτήν στο πίσω μέρος του μυαλού τους θα προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα οι ψηφοφόροι, υποστηρίζει. Εξού μάλλον κι η κυβέρνηση εξετάζει επιπλέον μέτρα για την αντιμετώπισή της «αναλόγως των δημοσιονομικών δυνατοτήτων». Ο πιεστικός στόχος για το έλλειμμα, βέβαια, επηρεάζει και τη φύση των υπό συζήτηση πρωτοβουλιών. Μια επιταγή ακρίβειας, ας πούμε, θα έχει ως δικαιούχους μόνο ανθρώπους με χαμηλά εισοδήματα.

Η ανάπτυξη είναι τώρα κοντά στο 6%, κι ο καθ΄ ύλην αρμόδιος για εκείνη υπουργός επιμένει ότι θα κλείσει παραπάνω. Απορρίπτει δε την κριτική που θέλει το συγκεκριμένο ποσοστό να είναι αποτέλεσμα κυρίως των 40 δισ. τα οποία ρίχτηκαν στην αγορά λόγω πανδημίας και της κατανάλωσης. «Ολες οι εκθέσεις του ΔΝΤ, του Eurogroup και των ξένων οίκων λένε ότι για πρώτη φορά στην Ελλάδα η ανάπτυξη έχει τρία χαρακτηριστικά. Εχει ⅓ κατανάλωση, ⅓ επενδύσεις, ⅓ τουρισμό. Είναι πρωτοφανές ότι έχουμε 47 δισ. εξαγωγές», σημειώνει χωρίς την παραμικρή διάθεση να μετριάσει τον θριαμβευτικό τόνο στην απαρίθμηση όσων κατατάσσει στον κατάλογο των κατορθωμάτων του. «Εχει για πρώτη φορά διπλάσιο μερίδιο ΑΕΠ σε εξαγωγές απ’ ό,τι είχε το 2010. Είναι άλλη οικονομία. Εχουμε ρεκόρ επενδύσεων για δεύτερο συνεχόμενο χρόνο. Μπορεί κάποιος να με θεωρεί γκροτέσκ, τσιρίδα, ό,τι θέλει. Οτι έχουμε δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ρεκόρ επενδύσεων δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Το λέει η ΕΛΣΤΑΤ. Τέρμα. That’s it. Ας έρθει ένας άλλος που δεν είναι γκροτέσκ να κάνει καλύτερο ρεκόρ αν μπορεί».

Για αρκετούς αναλυτές, πάντως, η επίκληση μακροοικονομικών επιτευγμάτων και αριθμών δεν αρκεί πια για να εξασφαλίσει η κεντροδεξιά παράταξη την αυτοδυναμία. Η δεύτερη πράξη του πολιτικού δράματος των υποκλοπών έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο κοιτούν την κυβέρνηση ακόμη και οι φίλα προσκείμενοι. Οι δημοσκόποι μελετώντας τα ποιοτικά στοιχεία των γκάλοπ διακρίνουν την απομάγευση του εκλογικού σώματος. Ο Γεωργιάδης, από την άλλη, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν βλάπτουν καίρια την κυβέρνηση. «Ο λόγος είναι διπλός. Πρώτον, είναι πως για τον κόσμο οι παρακολουθήσεις των τηλεφώνων των διάσημων προσώπων είναι περίπου προεξοφλημένο θέμα. Και δεύτερον, γιατί σύνδεση με τον Μητσοτάκη δεν υπάρχει, είναι φανταστικό, είναι κενό», επιμένει.

Στην επισήμανση πως η υπόθεση θέτει σε αμφισβήτηση το κυβερνητικό θεσμικό πλεονέκτημα αποκρίνεται πατώντας πάνω στο προφίλ που είχε φιλοτεχνήσει μέχρι σήμερα ο Πρωθυπουργός. «Η εικόνα που έχει ο μέσος Ελληνας για τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν ταιριάζει με τα δημοσιεύματα που τον θέλουν να παρακολουθεί τις γυναίκες των υπουργών του». Δεν αποκλείει τίποτα για τις μυστικές υπηρεσίες, «αλλά ο Μητσοτάκης ο ίδιος να το έχει κάνει μου φαίνεται παράλογο. Γιατί δεν είναι ο Μητσοτάκης. Δηλαδή, πρέπει να έχεις και λίγη Κατίνα μέσα σου για να κάνεις κάτι τέτοιο. Πρέπει να είσαι «βου»».

Επιστρέφοντας στην αρχική του εκτίμηση – σύμφωνα με την οποία το καθοριστικό για τη λαϊκή ετυμηγορία ζήτημα είναι η διαχείριση της ακρίβειας -, περιγράφει το δίλημμα το οποίο κατ’ εκείνον θα καθορίσει το αποτέλεσμα το βράδυ των εκλογών: «Στο τέλος της ημέρας, όταν θα πάμε στην κάλπη, θα επιλέξουμε ή Μητσοτάκη ή Τσίπρα, κάποιον να κυβερνήσει». Παρεμπιπτόντως, ανήκει στην κατηγορία όσων συγκαταλέγουν τον Αλέξη Τσίπρα στα μεγαλύτερα ατού του Κυριάκου Μητσοτάκη – τόσο μεγάλο, μάλιστα, ώστε πάνω στην κουβέντα να αναφωνήσει «να τον έχει ο Θεός καλά». Οσο για τη «μαγεία» των πρώτων χρόνων της μητσοτακικής διακυβέρνησης – όταν καταγραφόταν στα νούμερα των μετρήσεων η κυριαρχία της κυβέρνησης στον κεντρώο χώρο -, η οποία φαίνεται να χάθηκε; «Σε μια σχέση η μαγεία των πρώτων ετών μένει για πάντα;», ρωτάει ρητορικά. «Το θέμα είναι αν παραμένει ο γάμος».

«Δεν είμαι πολύ Γκάντι»

Παρότι ο μέσος ψηφοφόρος – έχοντας παρακολουθήσει αναρίθμητα πάνελ, κατά τη διάρκεια των οποίων η φωνή του σκεπάζει τις υπόλοιπες – τον έχει κατηγοριοποιήσει σαν έναν πολιτικό που τρέφεται απ’ την κόντρα, κατά τα λεγόμενά του προτιμάει την ήπια πολιτική σύγκρουση με επιχειρήματα απ’ την τοξική πολιτική αντιπαράθεση, επειδή τη βρίσκει καλύτερη για τη χώρα. Για του λόγου του το αληθές αναφέρει τις δηλώσεις του την ημέρα που έπεσαν οι υπογραφές για την εξυγίανση των Ναυπηγείων Ελευσίνας, στις οποίες ευχαριστεί τον ΣΥΡΙΖΑ για την υπερψήφιση του νομοσχεδίου του. Εκείνος όμως – sic – προσαρμόζεται στο ύφος του αντιπάλου. Οταν τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης διατείνονται ότι η ΝΔ είναι κόμμα παιδοβιαστών, «εκεί θα υπάρχει απάντηση. Δεν είμαι πολύ Γκάντι».

Οντως. Αντιστέκεται δύσκολα στον πειρασμό να βάλει σε όλα λίγη υπερβολή. Μέχρι και στην pinsa – τη λευκή πίτσα των Ρωμαίων – με φρέσκια τρούφα που παρήγγειλε, έριξε μερικές σταγόνες ταμπάσκο.