Αναζωογονητική η επιστροφή του Σωτήρη Γκορίτσα στο σινεμά με το «Εκεί που ζούμε» (Ελλάδα, 2022), 12 χρόνια μετά την προτελευταία ταινία του, «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα». Εδώ, ο σκηνοθέτης μεταφέρει στον κινηματογράφο το ομότιτλο μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη καταγράφοντας ένα 24ωρο από τη ζωή ενός νέου ανθρώπου (Προμηθέας Αλειφερόπουλος), ο οποίος κατά τη διάρκεια αυτής της μιας ημέρας, θα λάβει μέρος σε πολλές μάχες – η σημαντικότερη με τον ίδιο τον εαυτό του. Τα προβλήματα με το σπίτι στο οποίο κατοικεί με νοίκι (χρωστά), ή με τις ερωτικές σχέσεις του, είναι ψίχουλα μπροστά στην υπόθεση της μητέρας ενός φίλου του (Χριστίνα Τσάφου, Μάκης Παπαδημητρίου) την οποία υπερασπίζεται στα δικαστήρια και κυρίως τους ανοιχτούς λογαριασμούς που έχει με τον πατέρα του (ένας έξοχος Στέλιος Μάινας σε έναν ρόλο για τον οποίο αξίζει βραβείο). Οσο η ώρα περνά τόσο ο κλοιός σφίγγει, όμως ο Γκορίτσας είναι άνθρωπος με χιούμορ που ανακατεύεται έξυπνα με το δράμα οπότε η ταινία δεν σε αφήνει σε ησυχία. Την ίδια ώρα έχει και θέμα και ρυθμό και συναισθηματικούς χυμούς και αναγνωρίσιμους ήρωες και ιστορία· όλα δηλαδή τα συστατικά που χρειάζονται ώστε η ταινία να αποκτήσει την εικόνα μιας ευπρεπέστατης, σύγχρονης παραγωγής που καταφέρνει να ακτινογραφήσει με ακρίβεια τη ζωή πολλών ανθρώπων ίσως, στην Αθήνα σήμερα. Μια εικόνα διατυπωμένη με σοβαρότητα αλλά και ταυτοχρόνως κάπως ανάλαφρα. Τόσο όσο και στα δύο.

Μπαράζ καταδόσεων

Η κακοποίηση της γυναίκας στη σημερινή Παλαιστίνη βρίσκεται στην καρδιά της ταινίας «Η παγίδα» (Hudas salon, διεθνής συμπαραγωγή, 2021) του Χάνι Αμπου Ασαντ και την ίδια ώρα, ο πανέξυπνος αυτός auteur (οι ταινίες του «Παράδεισος τώρα» και «Ομάρ» υπήρξαν υποψήφιες για το Οσκαρ διεθνούς ταινίας), ασκεί έντονη κριτική στο ίδιο το καθεστώς της πατρίδας του παρουσιάζοντας μια μικρή χώρα στην οποία οι καταδόσεις και οι παρακολουθήσεις βρίσκονται στην ατζέντα της καθημερινότητας καταστρέφοντας αμείλικτα ζωές αθώων. Ο εκβιασμός μιας απλής γυναίκας (Μάισα Αμπντ Ελχαντί), μητέρας νηπίου, από μια πράκτορα (Μανάλ Αγουάντ) που παριστάνει την κομμώτρια και θέλει έτσι να τη στρατολογήσει επίσης ως μυστική πράκτορα, οδηγεί την πρώτη στην παράνοια και το απόλυτο αδιέξοδο. Συγχρόνως, με τη σύλληψη της κομμώτριας και την ανάκριση που ακολουθεί ο Χάνι Αμπου Ασαντ θέλει να βάλει στο τραπέζι όλες τις πλευρές του ζητήματος που είναι, βεβαια, πολυσύνθετο. Στρέφοντας αυτή τη φορά το βλέμμα του στις γυναίκες, ο Χάνι Αμπου Ασαντ, μιλά για τη διπλή καταπίεσή τους: εξαιτίας της υπηκοότητας αλλά και εξαιτίας του φύλου τους. Και το περίεργο είναι ότι ενώ στην «Παγίδα» βλέπουμε να συμβαίνουν πολλά που αφορούν την προστασία ενός έθνους (δεν ξέρω αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη κράτος), δεν βλέπουμε ποτέ τον πραγματικό εχθρό. Αντιθέτως βλέπουμε μια κοινωνία με ανθρώπους που συμπεριφέρονται μόνο εχθρικά μεταξύ τους – παράγωγο αυτό του κρυμμένου / φανερού εχθρού.

Στο απόλυτο σκοτάδι

Φιλμική έκπληξη όμως είναι και ο «Αγνωστος» (The stranger, Αυστραλία, 2022), που ενώ θυμίζει θρίλερ, δύσκολα μπορείς να το αποκαλέσεις έτσι. Στην ουσία πρόκειται για το κτίσιμο μιας ανθρώπινης σχέσης ριζωμένης στα σάπια θεμέλια της προδοσίας και ενταγμένης σε μια ατμόσφαιρα που παρά την τρομερή ησυχία της, σου δίνει την αίσθηση καζανιού που βράζει και ανά πάσα στιγμή θα σκάσει. Ισως να παίζει ρόλο και η κατασκότεινη φωτογραφία του Σαμ Τσίπλιν που σου δίνει την εντύπωση ότι το φως είναι εξαφανισμένο. Οι πληροφορίες που δεχόμαστε για τον Χένρι (Σον Χάρις) που γίνεται φίλος του Μαρκ (Τζόελ Ετζερτον), μας δίνονται πολύ αργά, κυριολεκτικά με το σταγονόμετρο από τη στιγμή που ο πρώτος, μια ασκητική μορφή που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε κλοσάρ και καλόγερο, βρίσκει στον δεύτερο την παρέα που νιώθεις ότι ανέκαθεν αναζητούσε. Ομως κανένας από τους δύο άντρες δεν είναι αυτό που δείχνει και ο σκηνοθέτης Τόμας Ράιτ πατά σταθερά σε αυτή την ιδέα αναπτύσσοντας με αργούς αλλά υποβλητικούς ρυθμούς τη σχέση τους μέσα σε ένα πέπλο μυστηρίου. Ασκηση ύφους, σαφέστατα αλλά και μια ταινία που στηρίζεται πολύ στις ερμηνείες, ιδίως σε εκείνη του Σον Χάρις που θεωρείται ένας από τους πιο αξιοσέβαστους ηθοποιούς της Αυστραλίας παρότι δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός εδώ.

Ντοκιμαντέρ x3

Τρία βαθιά ανθρώπινα, αγαπησιάρικα ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη τα οποία συνθέτουν μια «άτυπη τριλογία» με γενικό τίτλο «Ωδές στην ύπαρξη» προβάλλονται 28, 29 και 30 Οκτωβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος παρουσία του σκηνοθέτη (με εισηγήσεις ειδικών και συζητήσεις με το κοινό). Το ένα είναι ο «Αποχαιρετισμός η μνήμη του τόπου» (αθηναϊκή πρεμιέρα) που αφορά τον αντάρτη Γιάννη Λιονάκη ο οποίος διωκόμενος και επικηρυγμένος αφηγείται μια απίστευτη προσπάθεια επιβίωσης 14 χρόνων (1948-1962), που ξεκινάει με το τέλος του Εμφυλίου στην Κρήτη. Το δεύτερο είναι το «Για χωρίς λόγους συναντήσεις με τον Γιώργο Μανιάτη» που πραγματεύεται τη ζωή του λεγεωνάριου, συγγραφέα και μουσικού Γιώργου Μανιάτη και έχει προβληθεί στο παρελθόν. Και το τρίτο είναι η «Οφειλή», μια φιλμική επιστολή αγάπης και αποχαιρετισμού του Ψυλλάκη προς τον φίλο του Αλέκο Ζούκα που έφυγε από τη ζωή εξαιτίας της επάρατου νόσου. «Κάθε ταινία εστιάζει σ’ ένα μόνο πρόσωπο – όχι ως βιογραφία ή πορτρέτο – και ουσιαστικά είναι ένα ταξίδι στη γεωγραφία της ψυχής του «ήρωά της» λέει ο Σταύρος Ψυλλάκης. «Σιγά, σιγά μέσα μου τις ένιωθα σαν μια τριλογία, με τρία τελείως διαφορετικά πρόσωπα, που όμως το καθένα τους ήταν μια ωδή στην ύπαρξη».

Λεά ξανά

Η περσινή χρονιά ήταν μια από τις πιο δημιουργικές της ηθοποιού Λεά Σεϊντού και μια από τις πολλές ταινίες της που ένα χρόνο μετά την πρώτη προβολή της στο Φεστιβάλ Καννών προβάλλεται από σήμερα στις αίθουσες, είναι η «Φρανς» (France, Γαλλία, 2021) του Μπρούνο Ντιμόν. Παίζοντας τη διάσημη τηλεπερσόνα με το όνομα του τίτλου η οποία δεν βρίσκεται ποτέ σε ησυχία λόγω της φήμης και της λατρείας που έχει για αυτήν ο κόσμος, η Σεϊντού καταφέρνει να κρατήσει πάνω της όλη την ταινία που δεν είναι η πρώτη, ούτε και η καλύτερη επί του συγκεκριμένου θέματος. Η ίδια η άλλοτε ηλεκτρισμένη και άλλοτε «παθητική» ερμηνεία της ηθοποιού είναι που μαγνητίζει μέσα σε κάδρα εύστοχου μεν αλλά και κάπως αναμενόμενου (αν όχι λαϊκίστικου) καυτηριασμού της χυδαιότητας που χαρακτηρίζει τα ΜΜΕ και κυρίως τη διαχείριση της «έκτακτης επικαιρότητας». Αν είναι να τη δείτε, δείτε την για την ενέργεια της Σεϊντού και για τίποτ’ άλλο. Γιατί όλα τα άλλα είναι πάνω – κάτω γνωστά και αναπαράγονται με μια σχετική σεναριακή ευκολία.

Ληστείες α λα καναδικά

Το ανορθόδοξα cool στυλ του κεντρικού ήρωα της ταινίας «Bandits» (Καναδάς, 2022) του Αλαν Ούνγκαρ, που διόλου τυχαία αποδόθηκε στα ελληνικά ως «Ληστής με στυλ», υποτίθεται ότι θα πρέπει να είναι και το αβαντάζ της. Ομως κάτι στο γενικότερο παρουσιαστικό του Τζος Ντουαμέλ ποτέ δεν πείθει απολύτως· αυτή η απεριόριστη άνεσή του – είτε όταν κάνει τις ληστείες, είτε όταν έρχεται σε επαφή με σκληρά αντράκια του υποκόσμου όπως ο Μελ Γκίμπσον, είτε όταν αφηγείται τη ζωή του κοιτώντας στην κάμερα – δεν είναι αρκετή για να ελκύσει το ενδιαφέρον. Ωστόσο, από μόνη της η ιστορία που βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν στην Αμερική και τον Καναδά τη δεκαετία του 1980 και του 1990 με τον ήρωα του Ντουαμέλ να γίνεται ο νο. 1 καταζητούμενος ύστερα από δεκάδες ληστείες τραπεζών με τον πιο γελοίο τρόπο, έχει τις στιγμές της και έτσι η ταινία βλέπεται, για όσους τουλάχιστον θέλουν να «σκοτώσουν» την ώρα τους.

Προβάλλονται επίσης

Η τουρκική ταινία «Καλημέρα γλυκιά πατρίδα» («Merhaba Güzel Vatanim», 2019) του Τσενγκίζ Οζκαραμπεκίρ με θέμα τη ζωή του εμβληματικού τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ (1902-1963) σε συνάρτηση με το πώς επηρέασε εκείνη του σεναριογράφου της ταινίας και επίσης συγγραφέα, Αχμέτ Ουμίτ, τα κινούμενα σχέδια των Αντερς Μάθεσεν, Θόρμπγιορν Κριστόφερσεν «Καρό Νίντζα Επικίνδυνη αποστολή» (Checkered Ninja 2, Δανία / ΗΠΑ, 2022) και η ταινία τρόμου του Ντάνιελ Σταμ «Το φως του διαβόλου» (Prey for the devil, ΗΠΑ, 2022) στην οποία μια νεαρή καλόγρια (Τζάκλιν Μπάιερς) αποφασίζει να σπάσει το ταμπού που δεν επιτρέπει στις γυναίκες τον εξορκισμό και αναλαμβάνει την πραγμάτωση μιας τέτοιας πράξης από την οποία θα προκύψει το χάος. Κυρίως το σεναριακό… Μα καλά δεν έχουν δει τον κλασικό «Εξορκιστή» (1973); Εκεί ειπώθηκαν όλα…