Σε διάστημα μιας εβδομάδας ο Κυριάκος Μητσοτάκης χτύπησε τρεις φορές, έστω και έμμεσα, καμπανάκι κινδύνου για κοινωνικές αντιδράσεις. Θα αρχίσει να δοκιμάζεται η κοινωνική συνοχή, είπε συγκεκριμένα προς την ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, εφόσον στην «εσωτερική δύναμη πυρός» (στους εθνικούς προϋπολογισμούς δηλαδή) δεν προστεθεί το ταχύτερο η «ευρωπαϊκή δύναμη» για τολμηρή αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.

Μερικά 24ωρα μετά, ο Πρωθυπουργός έθεσε σε εγρήγορση τους βουλευτές της ΝΔ («να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας» είπε) προκειμένου η αγωνία των πολιτών για την τσέπη τους και τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς να μη μετατραπεί σε «τυφλή διαμαρτυρία» και, πολύ περισσότερο, «σε φλερτ με τη δημαγωγία». Ωστόσο και πίσω από τις κλειστές πόρτες της συνεδρίασης με τους υπουργούς του, ο ίδιος ζήτησε αυξημένη προσοχή σε ό,τι αφορά τη μετακύλιση του ενεργειακού κόστους στην καθημερινότητα των νοικοκυριών.

Οι λογαριασμοί της ενέργειας και, πολύ περισσότερο, οι τιμές στο ράφι με βασικά προϊόντα δεν αποτελούν μόνο κυρίαρχες πηγές αγωνίας για τους πολίτες, όπως αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις, αλλά είναι και τα βασικά πεδία προβληματισμού του Μαξίμου για το φθινόπωρο και τον χειμώνα της ακρίβειας – αλλά και της προεκλογικής περιόδου.

Προς το παρόν μαζί με τους «φόβους» για «ακραία μέτρα» (όπως το ρεύμα με δελτίο, τα μπλακάουτ κ.λπ.), η κυβέρνηση ξορκίζει και την ανησυχία – η οποία έχει εκδηλωθεί και εκτός ελληνικών συνόρων – για… πλατείες διαμαρτυρομένων. Μια διάσταση που άνοιξε και μέσα από γκάλοπ (της Metron Analysis, στο συνέδριο που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών), σύμφωνα με το οποίο το 71% των ερωτηθέντων εκτιμά πως, λόγω των επιπτώσεων στην καθημερινότητα, η ΕΕ πρέπει να αλλάξει στάση απέναντι στη Ρωσία.

«Αγκάθι» η αισχροκέρδεια

Στο πλαίσιο αυτό το Μαξίμου βάζει πλέον πρώτα στο κάδρο διαχείρισης της ακρίβειας τους ευάλωτους – «όσους έχουν περισσότερη ανάγκη» λένε οι κυβερνητικοί – και την αισχροκέρδεια.

Την ώρα που αξιοποιεί (και) για το εσωτερικό ακροατήριο, απέναντι στις κατηγορίες του ΣΥΡΙΖΑ για «ακρίβεια Μητσοτάκη», τις ελληνικές πρωτοβουλίες και πιέσεις προς το «αργοκίνητο υπερωκεάνιο» της Ευρώπης, αντιλαμβάνεται τόσο ότι λάθη και καθυστερήσεις δύσκολα συγχωρούνται πια όσο και ότι δεν αρκεί από μόνο του το μήνυμα περί «εισαγόμενου πληθωρισμού».

Γι’ αυτό και το βάρος πέφτει στο μεγάλο «αγκάθι» της αισχροκέρδειας, θέμα που τελευταία συζητιέται εναγωνίως στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ. Εξάλλου είναι οι βουλευτές εκείνοι που πρώτοι στις εκλογικές περιφέρειές τους μετρούν τα ντεσιμπέλ της απογοήτευσης, της διαμαρτυρίας ή ακόμα και της αίσθησης αδικίας των πολιτών.

Στην κατεύθυνση αυτή το κυβερνητικό επιτελείο προσπαθεί να δείξει ότι ανεβάζει ρυθμούς, δεσμευόμενο για πιο εντατικούς ελέγχους στην αγορά και για συμφωνία με παράγοντες της αγοράς, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, για συγκράτηση τιμών σε δεκάδες διαφορετικά είδη πρώτης ανάγκης.

Ζητείται ενσυναίσθηση

Με συνεχείς διατυπώσεις ότι το εθνικό πλέγμα στήριξης θα συνεχιστεί, ανεξάρτητα από τις ευρωπαϊκές απαντήσεις αλλά και με κόκκινη γραμμή την υπέρβαση των δημοσιονομικών ορίων, η κυβέρνηση ποντάρει επιπλέον στην επίδραση των πρωτοβουλιών της, ειδικά στις μόνιμες πολιτικές (αύξηση σε συντάξεις και μισθούς, κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης κ.λπ.). Και αυτό γιατί είναι εκείνες που ενισχύουν το αφήγημα περί σχεδίου ενίσχυσης του πραγματικού εισοδήματος καθ’ οδόν προς τις κάλπες, σύμφωνα με το κυβερνητικό σκεπτικό.

Ταυτόχρονα όμως στους ρυθμούς της καθημερινότητας ζητούνται νέες ισορροπίες και σε επίπεδο κυβερνητικής ρητορικής και ύφους, με το Μαξίμου να αναγνωρίζει ουσιαστικά την ανάγκη για περισσότερη ενσυναίσθηση.

Τις τελευταίες ημέρες στα χείλη των νεοδημοκρατών υπάρχουν όλο και εντονότερα φράσεις για τις «μεγάλες δυσκολίες του κόσμου», τη «δικαιολογημένη αβεβαιότητα» για τον χειμώνα, τη «σκληρή δοκιμασία» στις αντοχές νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Ο στόχος είναι να πείθονται οι πολίτες ότι η κυβερνητική δράση φέρνει απομείωση της δύναμης της κρίσης και, σύμφωνα με παλαιότερη αποστροφή του Μητσοτάκη, «οδηγείται από το ρήμα «προσπαθώ»».

Εξού και θα προβάλλεται πλέον, με αυτοσυγκράτηση πάντως, όχι «υπερφίαλα» κατά την πρόσφατη πρωθυπουργική γραμμή, ότι ο βασικός παράγοντας που επιτρέπει οποιοδήποτε περιθώριο αντίδρασης είναι η μέχρι σήμερα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.