Η επίθεση στην Ουκρανία, που εξήγγειλε ο Βλαντίμιρ Πούτιν τα ξημερώματα της Πέμπτης, ήταν «απρόβλεπτη» από την απόλυτη πλειοψηφία των ρώσων ειδικών, δήλωσε στη συνέντευξή της στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» η Γιούλια Νικιτίνα, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Παγκόσμιας Πολιτικής στο Κρατικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας (MGIMO), ένα εκ των κορυφαίων ρωσικών πανεπιστημίων. «Τα σενάρια που συζητούσαν αναλυτές, οικονομολόγοι, στρατιωτικοί ειδικοί, ακόμη και αργά μέχρι την Τετάρτη το βράδυ αφορούσαν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της απόφασης για αναγνώριση του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, αλλά δεν υπήρχε αναφορά για άμεση επέμβαση. Για το ρωσικό κοινό η απόφαση που ανακοινώθηκε την Πέμπτη το πρωί ήταν απρόβλεπτη».

Σύμφωνα με την ειδικό στην πολιτική ασφάλειας στην Ευρασία και τις ρωσικές προσεγγίσεις για τη διευθέτηση των συγκρούσεων, οι πρώτες επίσημες ανακοινώσεις στη Ρωσία έκαναν λόγο για στοχευμένες επιθέσεις σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις της Ουκρανίας, ενώ κατά πληροφορίες οι Ρώσοι μάθαιναν ότι υπήρχαν διαμάχες στις περιοχές Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ προκειμένου να αποκτήσουν οι ρώσοι αυτονομιστές τον συνολικό έλεγχο στις επαρχίες αυτές. «Υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορίες από την πλευρά της Ρωσίας και της Ουκρανίας, οπότε είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς την κατάσταση στο έδαφος» είπε η Νικιτίνα. Θα υπάρξουν και άλλες απρόβλεπτες κινήσεις από το Κρεμλίνο; τη ρωτήσαμε. «Ενδεχομένως. Για τις ρωσικές Αρχές, και αυτές οι επιθέσεις δεν φαίνεται να είναι απρόβλεπτες, διότι εκ των υστέρων βλέπει κανείς ότι υπήρχαν σχετικά μηνύματα στις ομιλίες του Πούτιν». Από τα λεγόμενά της φαίνεται ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ των προθέσεων του Κρεμλίνου και των απόψεων που επικρατούν ακόμη και στη Ρωσία. «Ακόμη και οι στρατιωτικοί ειδικοί εκτιμούσαν ότι δεν χρειαζόταν ένοπλη επιχείρηση. Το πρωί (της Πέμπτης), όταν ο Πούτιν μίλησε, δεν υπήρχαν επεξηγήσεις για τον λόγο που αποφασίστηκε η επιχείρηση, ούτε ο ίδιος επεξήγησε».

Κέρδισε το Κρεμλίνο

Οπως λέει, οι ρώσοι ειδικοί και αναλυτές είχαν θεωρήσει ότι με την αναγνώριση του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ «το Κρεμλίνο είχε ήδη κερδίσει στην κρίση αυτή με τη Δύση». Διότι με την αναγνώριση αυτή ο Πούτιν θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, επεξήγησε η Νικιτίνα. Τόσο η ίδια όσο και άλλοι ρώσοι ειδικοί εκτιμούσαν ότι περαιτέρω κινήσεις με ένοπλη εκστρατεία και σύρραξη με ουκρανικές δυνάμεις θα ήταν ένα μεγάλο βήμα, όχι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων του Κρεμλίνου να μην ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ. Η επικεφαλής ερευνήτρια στο MGIMO επεξήγησε ότι «βάσει των κριτηρίων για ένταξη στο ΝΑΤΟ τα νέα μέλη δεν πρέπει να έχουν ζητήματα εδαφικής ακεραιότητας, οπότε η αναγνώριση αυτή δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία είτε η Ουκρανία δεν μπορεί να γίνει δεκτή στο ΝΑΤΟ ή αν γινόταν με αλλαγή των κριτηρίων, τότε θα υπήρχε έμμεση αναγνώριση των δύο περιοχών, καθώς και της προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσία». Μάλιστα, συνέχισε, αντίστοιχα «αν υπήρχε ανάλογη απόφαση για τη Γεωργία, χωρίς να περιλαμβάνονται οι αμφισβητούμενες περιοχές, της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας, που η Ρωσία αναγνωρίζει ως ανεξάρτητες και η Γεωργία θεωρεί ότι τελούν υπό ρωσική κατάληψη, τότε θα αναγνωρίζονταν από τη Δύση. Οι δύο περιπτώσεις συνδέονται. Θα ήταν η realpolitik λύση από το Κρεμλίνο».

Η ρωσίδα ειδικός επεξηγεί ακόμη, παρότι υπήρξε αρχικά σύγχυση και στη Ρωσία για το αν η αναγνώριση του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ αφορούσε μόνο τους θυλάκους των αυτονομιστών ή το σύνολο των περιοχών, ότι «η επίσημη απάντηση είναι ότι η αναγνώριση αφορά τις δημοκρατίες αυτές, όπως ορίζονται τα σύνορά τους από το Σύνταγμά τους. Οταν οι δύο αυτές περιοχές ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους το 2014, υιοθέτησαν Συντάγματα, όπου περιγράφονται τα εδαφικά τους όρια. Η αναγνώριση από τη Ρωσία αφορά το σύνολο του εδάφους τους».

Θα σταματήσει η Ρωσία τη ροή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη; τη ρωτάμε. «Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει τέτοια απόφαση. Η Ρωσία υποστηρίζει ότι τα οικονομικά ζητήματα πρέπει να διαμερισματοποιούνται, να μη συνδυάζονται με ζητήματα ασφάλειας και τα προβλήματα στις σχέσεις Ρωσίας – Δύσης». Μάλιστα, εκτιμά ότι αν η Δύση αποφασίσει να μην προμηθευτεί φυσικό αέριο από τη Ρωσία, η ρωσική οικονομία θα επιβιώσει. «Θα έχει απώλειες, αλλά θα επιβιώσει. Η ρωσική πολιτική ελίτ είναι έτοιμη να πληρώσει το τίμημα για να διασφαλίσει την υπαρξιακή ασφάλεια της Ρωσίας. Δεν νομίζω ότι η Ρωσία θα λάβει αποφάσεις για να σταματήσει την προμήθεια φυσικού αερίου. Ξέρουμε ότι η Ρωσία αντέδρασε στις κυρώσεις που επιβλήθηκαν το 2014, με αντίποινα σε σχέση με τρόφιμα και ευρωπαϊκά προϊόντα, αλλά οι κυρώσεις αυτές δεν ήταν τόσο σημαντικές για την ΕΕ».

Πόσο θα υποφέρει η Ρωσία από τις κυρώσεις; «Εχουν συζητηθεί πολλά διαφορετικά σενάρια για κυρώσεις από τότε που η Δύση άρχισε να σκέφτεται το ζήτημα, όπως η αποκοπή της Ρωσίας από το σύστημα swift, η απαγόρευση σε ρωσικές τράπεζες να δανειστούν από δυτικές. Η Ρωσία γνωρίζει ήδη το πιθανό μενού των κυρώσεων. Και οι ρωσικές Αρχές έχουν ήδη υπολογίσει τους κινδύνους και τις απώλειες και για αυτό οι κυρώσεις που ανακοινώθηκαν την Τρίτη δεν θεωρούνται ζημιογόνες, αλλά περιμένουν όλοι περισσότερες κυρώσεις. Θα υπάρχουν και άλλοι γύροι κυρώσεων. Πάντως, τα τελευταία δέκα χρόνια η ρωσική ελίτ έχει περιορίσει την έκθεσή της στη Δύση, οικογενειακά και οικονομικά βάσει νομοθεσίας» σημειώνει.

Η ρωσίδα ειδικός επεξηγεί ότι «οι προηγούμενες κυρώσεις ήταν επίπονες αρχικά, αλλά η ρωσική οικονομία έχει προσαρμοστεί πλέον, εξαρτάται λιγότερο από τη Δύση. Τώρα είναι δύσκολο να υπάρξει διαφοροποίηση μεταξύ των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας και των οικονομικών συνεπειών των κυρώσεων. Για τους απλούς ανθρώπους δεν υπάρχει διαφορά, το βιοτικό επίπεδο χειροτερεύει, αλλά δεν θα γίνει αισθητή η διαφορά καθώς υπάρχουν ήδη οι συνέπειες από την πανδημία». Αν υπάρξουν περισσότερες κυρώσεις, θα αντεπεξέλθει; τη ρωτάμε. «Ναι, διότι έχει ήδη προσαρμοστεί στις πιθανές κυρώσεις με τις οποίες έχει ήδη απειληθεί από τη Δύση. Η Ρωσία μπορεί να ανεχτεί και να επιβιώσει με ακόμη σκληρότερες κυρώσεις από τη Δύση».