«Πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι υλοποιούνται αυτά που έχουμε ήδη αποφασίσει εντός των καθορισμένων χρονοδιαγραμμάτων, κι όχι μόνο να δρομολογούμε καινούργιες μεταρρυθμιστικές δράσεις». Η πρωθυπουργική προτροπή προς το Υπουργικό Συμβούλιο διατυπώθηκε τη Δευτέρα, όταν οι κάμερες βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεων. Σε πρώτη ανάγνωση νομιμοποιείται κανείς να ισχυριστεί ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μελετήσει τα λάθη που έκαναν όλοι σχεδόν οι προκάτοχοί του, τα λάθη στο τάιμινγκ της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων. Στην ελληνική κυβερνητική παράδοση οι τελευταίες είθισται να εξαγγέλλονται ή ακόμη και να ψηφίζονται μεν, να μένουν στα χαρτιά που αποθηκεύονται στα συρτάρια ενός υπουργικού γραφείου δε – στην καλύτερη των περιπτώσεων μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη πολιτικά στιγμή για να εφαρμοστούν. Ωστόσο, η επανάληψη των διακηρύξεων για την έμφαση που απαιτείται να δοθεί στις πράξεις αντί στα λόγια δεν αναιρεί μια απορία που προκύπτει τόσο από την επικαιρότητα όσο κι από την παραπάνω μητσοτακική επισήμανση: Πόσο γκάζι μπορεί να πατήσει η κυβέρνηση στις μεταρρυθμίσεις;

Από το στενό πρωθυπουργικό περιβάλλον το διαμηνύουν με κάθε τρόπο, είτε ον είτε οφ δε ρέκορντ: «Η μεταρρυθμιστική ατζέντα με την οποία εξελέγη η κυβέρνηση δεν θα μείνει πίσω λόγω των έκτακτων συνθηκών της πανδημίας». Το νομοθετικό πρόγραμμα των επόμενων μηνών επιβεβαιώνει την πρόθεση του Μαξίμου. Ομως στους κόλπους των κυβερνητικών, καθώς και σε εκείνους των αναλυτών, έχουν σχηματιστεί δύο σχολές σκέψης γύρω από την κρίσιμη παράμετρο του χρόνου. Οσοι ανήκουν στην πρώτη επιμένουν πως η συγκυρία ευνοεί την υλοποίηση των περισσότερων από τις αλλαγές που δεσμεύτηκε προεκλογικά να φέρει η ΝΔ. Η δημοσκοπική καθήλωση της αντιπολίτευσης – και κυρίως η αδυναμία της να εκμεταλλευτεί τη φθορά που η υγειονομική κρίση έχει προκαλέσει στην κυβέρνηση – προσφέρει την ευκαιρία.

Τα εμβληματικά νομοσχέδια

Σύμφωνα με τους θιασώτες της δεύτερης, πάλι, η κυβέρνηση θα ήταν καλό να εστιάσει στα νομοσχέδια που έχει παρουσιάσει ως εμβληματικά – όπως εκείνο για τα εργασιακά – και να αποφύγει να ανοίξει πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Οι αντιδράσεις στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας κρίνονται από τους περισσότερους στο κυβερνητικό στρατόπεδο διαχειρίσιμες. Αν όμως σε αυτές προστεθούν κι άλλες, οι ισορροπίες που φαίνεται να έχουν σχηματιστεί ενδέχεται να μεταβληθούν, διατείνονται οι εισηγητές της συγκεκριμένης στρατηγικής.

Το εξεταστικό σύστημα για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση που ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο, φέρ’ ειπείν, είναι ένα πρότζεκτ το οποίο αντιπολιτευόμενοι και συμπολιτευόμενοι βουλευτές έχουν διαγνώσει ότι θα έχει – για να το πούμε κομψά – πολιτικό κόστος. Οχι μόνο γιατί οι τοπικές κοινωνίες θα δουν ακαδημαϊκά τμήματα να κλείνουν, αλλά κι επειδή χιλιάδες οικογένειες δεν θα γιορτάσουν την εισαγωγή των παιδιών τους σε κάποια σχολή. Γι’ αυτόν τον λόγο, αναφέρουν ορισμένοι, εξετάστηκε το ενδεχόμενο αναβολής της σύστασης της πανεπιστημιακής Αστυνομίας, μιας άλλης διάταξης του ίδιου εκπαιδευτικού νόμου, προκειμένου, δηλαδή, να αποφευχθεί μια εκρηκτική συσπείρωση φοιτητών, μαθητών και καθηγητών απέναντι στην κυβέρνηση.

Ενα από τα πιο παλιά θεωρήματα της πολιτικής θέλει τις κυβερνήσεις που αφήνουν για αργότερα μια μεταρρύθμιση, λαμβάνοντας υπόψη τις αντιστάσεις που εκείνη θα συναντήσει στην κοινωνία, να γυρνούν μόνες τους την κλεψύδρα της φθοράς που δεν θα τους επιτρέψει να προχωρήσουν σε καμία άλλη θεμελιώδη αλλαγή. Η πορεία της δεύτερης κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη, η οποία τον πρώτο χρόνο της θητείας της πήρε πίσω το Ασφαλιστικό του Τάσου Γιαννίτση υπό το βάρος των πιέσεων που άσκησε το ίδιο το κυβερνών τότε κόμμα, κι οι προσκείμενοι σε αυτό συνδικαλιστές αποδεικνύουν την αλήθεια της πρότασης. Οπως κι αλλεπάλληλες καθυστερήσεις στην εξυγίανση της Ολυμπιακής, που κατέληξε να αποκρατικοποιηθεί τον τελευταίο χρόνο της νεοκαραμανλικής διακυβέρνησης.

Το σωστό τάιμινγκ

Ο αντίλογος υποστηρίζει πως η αναζήτηση του σωστού τάιμινγκ για την υλοποίηση μιας μεταρρύθμισης αυξάνει τελικά τις πιθανότητές της να πετύχει, μειώνοντας στο μέτρο του δυνατού μια σειρά από πολιτικά ρίσκα. Το παράδειγμα που επικαλούνται όσοι αρθρώνουν αυτό το επιχείρημα είναι το νομοσχέδιο για τα εργασιακά. Ηταν έτοιμο, επισημαίνουν, πολύ προτού αναρτηθεί προς δημόσια διαβούλευση. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση προτίμησε να τρενάρει τη διαδικασία αντί να δώσει στα αριστερά κόμματα της αντιπολίτευσης το πάτημα να την κατηγορήσουν πως το φέρνει εν μέσω σκληρών περιοριστικών μέτρων – πως το καταθέτει ενόσω οι διαδηλώσεις χαρακτηρίζονται επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία, με άλλα λόγια.

Οι ρεαλιστές λένε ότι δεν υπάρχει εγχειρίδιο οδηγιών, ότι κάθε μεταρρύθμιση είναι ξεχωριστή αφού η ολοκλήρωσή της εξαρτάται από τον συνδυασμό πολλών παραγόντων – από το πόσο ώριμη είναι η κοινή γνώμη να τη δεχτεί μέχρι τους συσχετισμούς δυνάμεων στο πεζοδρόμιο ή στην Ολομέλεια της Βουλής. Σύμφωνοι. Αν πάντως όλοι συμφωνούν πως ο εκσυγχρονισμός της χώρας μπορεί να παρομοιαστεί με έναν δρόμο που την οδηγεί εντός του μέλλοντός της, τότε πριν μπει στη στροφή ο οδηγός δικαιολογείται να πατήσει λίγο φρένο – τόσο όσο χρειάζεται για να την πάρει με ασφάλεια, βέβαια.