Μία ακόμα «ασφαλή διέλευση» μέσω της διπλωματικής οδού αναζητούν Ελλάδα και Τουρκία προκειμένου να διατηρήσουν τον διάλογο μεταξύ τους ζωντανό. Ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας έχει εδώ και καιρό απευθύνει πρόσκληση στον ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου να επισκεφθεί την Αθήνα, σε ανταπόδοση της επίσκεψης στην Αγκυρα. Αν και η ακριβής ημερομηνία δεν έχει ακόμα γίνει γνωστή, πηγές και από τα δύο υπουργεία Εξωτερικών συμφωνούν στην πληροφορία ότι η πρόσκληση έχει γίνει δεκτή και ανακοινώσεις αναμένονται προσεχώς. Με τη σημείωση από την πλευρά της Αθήνας ότι τα νερά σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο πρέπει να παραμείνουν «ήρεμα», χωρίς «ρεΐσιδες» και «πασάδες» και «σουλτάνους».

Η Τουρκία δε, συνεχίζει να επιμένει ότι είναι «έτοιμη για διάλογο», προειδοποιώντας πάντα ότι οι εκάστοτε πράξεις της – όπως π.χ. οι βόλτες του «Ορούτς Ρέις» στο Αιγαίο το 2020 – είναι μεν πίσω αλλά δεν αποκλείεται να επαναληφθούν εάν υπάρξει γεγονός που θα θεωρηθεί «πρόκληση» της ελληνικής πλευράς. Υποστηρίζουν δε ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο υπήρξε η απάντηση στη συμφωνία για τον EastMed, ενώ το σεισμογραφικό εμφανίστηκε ως αποτέλεσμα της υπογραφής συμφωνίας για τον τμηματικό καθορισμό θαλασσίων ζωνών Ελλάδας – Αιγύπτου, απαιτώντας επί της ουσίας ακινησία από την Αθήνα. Και προεξοφλώντας τη δικαιολογία για τυχόν επόμενη κίνησή της.

Ωστόσο ο διάλογος Ελλάδας – Τουρκίας για την Αγκυρα έχει εξελιχθεί πλέον σε μία άσκηση ισορροπίας, που δεν πρέπει να αποτύχει τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνιο και τις δίδυμες Συνόδους Κορυφής ΝΑΤΟ – ΕΕ, που θα γίνουν διαδοχικά στις Βρυξέλλες. Και αυτό γιατί η ρητορική και οι επιλογές του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν φαίνεται να είναι πλέον αποδεκτές «άνευ όρων» από τη νέα αμερικανική διοίκηση του Τζο Μπάιντεν, που θέλει να θέσει τα δικά του όρια και κανόνες στη σχέση ΗΠΑ – Τουρκίας, ενώ το μεταναστευτικό – προσφυγικό, το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλα και η πολιτική της Αγκυρας στη Λιβύη, σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, δημιουργούν τριγμούς στη σχέση της με την ΕΕ, που πλέον δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια στις εξελίξεις. Κυρίως γιατί θίγονται τα συμφέροντα κρατών – μελών πέραν της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σημειώστε δε ότι και οι τούρκοι μετανάστες που ζουν στην Ευρώπη, κυρίως όσοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 δεν είναι όλοι οπαδοί της πολιτικής Ερντογάν. Αλλωστε η Αγκυρα έχει επανειλημμένα κατηγορήσει την Ελλάδα και όχι μόνο, για υπόθαλψη τρομοκρατών και «γκιουλενιστών».

Η έκθεση

Σε αυτό το πλαίσιο μπαίνει και το ζήτημα της «αιρεσιμότητας» και της σταδιακής εφαρμογής της θετικής ατζέντας στις ευρωτουρκικές σχέσεις, έστω και αν το Βερολίνο, η Μαδρίτη, η Ρώμη, η Βαλέτα και όχι μόνο, εξακολουθούν να «κλείνουν το μάτι» στον Ερντογάν, όταν η Τουρκία απειλείται με κυρώσεις.  Η έκθεση για τα πεπραγμένα της Τουρκίας σε σχέση και με τις εκθέσεις προόδου του 2019 και 2020 που υιοθέτησε το Ευρωκοινοβούλιο την περασμένη εβδομάδα, που ζητά από την Κομισιόν να προχωρήσει σε διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αγκυρα, καταγράφοντας λεπτομερώς ότι η ΕΕ θεωρεί «προβληματική συμπεριφορά», εάν δεν υπάρξει αλλαγή στον βηματισμό της αν και έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και όχι υποχρεωτικής εφαρμογής, δείχνει την τάση μεταξύ των ευρωβουλευτών, του μόνου Σώματος της ΕΕ που ζητά την ψήφο των πολιτών… Σε αυτό να προστεθεί και η αποφασιστικότητα της Τουρκίας να μην υποχωρήσει από τη θέση δύο κρατών, που οδήγησε σε αδιέξοδο την άτυπη πενταμερή για το Κυπριακό.

Ως εκ τούτου ένας διάλογος με την Ελλάδα, στον οποίο η Αγκυρα προσέρχεται με σκληρές και άκαμπτες θέσεις, που η Αθήνα δεν μπορεί να δεχτεί, είναι χρήσιμος. Το ερώτημα είναι ωστόσο πώς μπορεί η ελληνική πλευρά να αλλάξει αυτή τη συνθήκη και να υποχρεώσει την τουρκική πλευρά να δεχθεί ελιγμούς, καθώς η Αθήνα σίγουρα δεν έχει συμφέρον να εγκαταλείψει το τραπέζι του διαλόγου, όντας η πλευρά που επιμένει περισσότερο σε αυτόν ως προϋπόθεση για λύσεις ή έστω διαχείριση των προβλημάτων στη βάση του διεθνούς δικαίου.