Με ένα 9άρι πιστόλι εκτέλεσαν οι δύο δράστες τον δημοσιογράφο Γιώργο Καραϊβάζ το μεσημέρι της Παρασκευής, 9 Απριλίου, λίγα μέτρα από το σημείο όπου άφησε το αυτοκίνητό του.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες ο γνωστός δημοσιογράφος επέστρεφε στο σπίτι του από το Star, όπου εργαζόταν, με το αυτοκίνητό του, ένα μαύρο τζιπ.

Αρχικά πήγε να παρκάρει το τζιπ στην πιλοτή, αλλά ήταν σταθμευμένο το όχημα του γιου του κι έτσι κατευθύνθηκε λίγο παρακάτω, για να το αφήσει σε ένα παρακείμενο παρκάκι.

Εκεί τον πλησίασε το σκούτερ, με τους δύο επιβαίνοντες, που φορούσαν στρατιωτικού τύπου μπουφάν και τον εκτέλεσαν με 17 σφαίρες, με τις πέντε από αυτές να τον βρίσκουν στο κεφάλι και τον θώρακα.

«Παρκάρω το αυτοκίνητο, επειδή ήταν τρεις υπάλληλοι του δήμου μέσα στο πάρκο που καθαρίζανε, πήγα αμέσως και τους ρώτησα τι έγινε ρε παιδιά ‘πέρασε μια μηχανή τον πυροβολήσανε και στο τέλος του ρίξανε και χαριστική βολή και στη συνέχεια έφυγαν’» λέει στους δημοσιογράφους μια γυναίκα που βρέθηκε στην περιοχή λίγα δευτερόλεπτα μετά την άγρια δολοφονία.

Δεν είχε υποβάλει ποτέ αίτημα για αστυνομική φύλαξη

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, όπως έγινε γνωστό ο δημοσιογράφος δεν είχε αναφέρει ότι δεχόταν απειλές και δεν είχε υποβάλει ποτέ αίτημα για αστυνομική φύλαξη.

Την εν λόγω είδηση επιβεβαίωσε και ο Γιώργος Σόμπολος, ο οποίος εμφανώς σοκαρισμένος μίλησε στο Star και διευκρίνισε ότι δεν είχε πει σε κανέναν ότι δεχόταν απειλές.

«Δεν είχε πει σε κανέναν το παραμικρό ότι αντιμετωπίζει φόβους ή ότι δέχεται απειλές για τη ζωή του. Εάν αυτό συνέβαινε σίγουρα κατάφερνε και το έκρυβε πολύ καλά. Και στην αστυνομία γνωρίζουμε ότι δεν είχε πει κάτι τουλάχιστον τον τελευταίο καιρό, ότι δέχεται απειλές, ότι είχε δει κάποια ύποπτη κίνηση έξω από το σπίτι του, ή οτιδήποτε άλλο περίεργο είπε.

«Ο Γιώργος ήταν στο στούντιο εγώ εκτός για ό,τι χρειάζεται η εκπομπή για τις ζωντανές συνδέσεις. Είχαμε πολύ καιρό να βρεθούμε από κοντά, τηλεφωνικώς είχαμε επικοινωνία λόγω των θεμάτων καθώς και οι δύο κάνουμε αστυνομικό ρεπορτάζ. Ο κλασικός ο Γιώργος, ο χαμογελαστός ο άνθρωπος. Ό,τι ήθελες κατευθείαν να σε εξυπηρετήσει, να σε βοηθήσει. Νοιαζόταν για τους συναδέλφους του. Πάρα πολλές φορές με ρωτούσε μήπως χρειάζεται κάτι ο τάδε ή ο δείνα να βοηθήσουμε. Ήθελε όσο μπορεί να προσφέρει και σε συναδέλφους και σε απλό κόσμο και χωρίς να θέλει να φαίνεται ότι βοηθάει» συμπλήρωσε.

Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες

Συγκλονιστικά είναι τα λόγια της γυναίκας που βρέθηκε στο σημείο, λίγα δευτερόλεπτα μετά τη δολοφονία.

«Την ώρα που ήρθα εγώ είχε τελειώσει δεν πρόλαβα την μηχανή», ανέφερε χαρακτηριστικά η γυναίκα και πρόσθεσε «το αίμα ήταν φρέσκο. Ήμουν στη λαϊκή και γυρίζοντας πήγα να παρκάρω στο σημείο που ήταν πεσμένος».

Η ίδια ανέφερε ότι στην αρχή νόμιζε πως ήταν κάποιος που είχε λιποθυμήσει και σκέφτηκε να μην πάει κοντά στο σημείο για να παρκάρει, λέγοντας «όπως προχώρησα είδα το αίμα ρέει. Ήταν πεσμένος στο πεζοδρόμιο μπρούμητα γι’ αυτό νόμιζα ότι κάποιος ίσως λιποθύμησε. Ήταν πεσμένος κάτω» ανέφερε και συνέχισε:

«Παρκάρω το αυτοκίνητο, επειδή ήταν τρεις υπάλληλοι του δήμου μέσα στο πάρκο που καθαρίζανε, πήγα αμέσως και τους ρώτησα τι έγινε ρε παιδιά ‘πέρασε μια μηχανή τον πυροβολήσανε και στο τέλος του ρίξανε και χαριστική βολή και στη συνέχεια έφυγαν’»

«Τον είδα στο πεζοδρόμιο είχε κατέβει ίσως από το αυτοκίνητο, είχε μάλλον μόλις κατέβει» κατέληξε.

Αναζητούν στοιχεία για τους δράστες

Από την ώρα της δολοφονίας οι αρχές συλλέγουν κάθε στοιχείο, κάθε μαρτυρία, κάθε λεπτομέρεια, ακόμη και την πιο ασήμαντη φαινομενικά, αλλά και βίντεο σε μια προσπάθεια να αποτυπώσουν τις κινήσεις των δραστών, το δρομολόγιο της διαφυγής τους, ώστε να φτιάξουν έναν πρώτο καμβά ώστε να προχωρήσουν οι έρευνες για την εξιχνίαση της δολοφονίας.

Τις επόμενες ώρες αναμένονται απαντήσεις από τη βαλλιστική εξέταση για να διαπιστωθεί αν το όπλο του εγκλήματος έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλη εγκληματική ενέργεια στο παρελθόν, πράγμα που θα έδινε μια κατεύθυνση στις έρευνες.

Κάτι τέτοιο, πάντως, δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες, παρά μόνο στην περίπτωση που οι δράστες ήθελαν να «υπογράψουν» την εν ψυχρώ δολοφονία του δημοσιογράφου.

Οι αστυνομικοί συγκεντρώνουν μαρτυρίες και περιγραφές από αυτόπτες μάρτυρες: Τουλάχιστον τέσσερις άνθρωποι είπαν ότι οι δύο δολοφόνοι φορούσαν σκούρα ρούχα, αλλά δεν είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους, πράγμα που δείχνει βεβαιότητα από την πλευρά τους ότι δεν μπορούν να αναγνωρισθούν. Κινήθηκαν με ένα απλό σκούτερ, όχημα που επίσης προκαλεί λιγότερες υποψίες: Είναι άγνωστο αν διέφυγαν με αυτό ή αν είχαν κι άλλο όχημα διαφυγής σε άλλο σημείο ή αν συνέχισαν το δρομολόγιο διαφυγής τους και οι δύο μαζί ή χωρίστηκαν.