Η κρίση της Covid-19 έχει επιβεβαιώσει, για μία ακόμα φορά, τη σημασία της ευρείας πρόσβασης σε μία ξεκάθαρη, αξιόπιστη και συνεπή ενημέρωση. Από την αρχή της πανδημίας, άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο στηρίζονται σε αξιόπιστες πηγές ειδήσεων προκειμένου να τους βοηθήσουν να καταλάβουν όχι μόνο τον ίδιο τον ιό, αλλά και τις επιπτώσεις του στις οικονομίες και τις κοινωνίες τους. Και εντούτοις, οι άνθρωποι που συγκεντρώνουν, επαληθεύουν και παραδίδουν τις πληροφορίες αυτές βρίσκονται υπό πρωτοφανή πίεση – γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο να έχουμε, όταν έρθει η επόμενη κρίση, λίγες αξιόπιστες πηγές ειδήσεων στις οποίες θα μπορούμε να στραφούμε.

Αντίθετα με άλλες βιομηχανίες οι οποίες έχουν πληγεί στη διάρκεια της πανδημίας, η δημοσιογραφία δεν αντιμετωπίζει κάποια πτώση στη ζήτηση. Η Nielsen, μάλιστα, εκτιμά πως το να μένουν οι πολίτες σπίτι – όπως συμβαίνει στη διάρκεια κρίσεων – μπορεί να οδηγήσει σε μία αύξηση σχεδόν 60% της κατανάλωσης μέσων ενημέρωσης. Και πράγματι, στις ΗΠΑ, η κατανάλωση ειδήσεων έφτασε σε ιστορικά ρεκόρ το 2020.

Η ίδια τάση παρατηρείται σε ολόκληρο τον κόσμο. Μία μελέτη της κατανάλωσης μέσων ενημέρωσης στη Βόρεια Ασία στη διάρκεια της πανδημίας διαπίστωσε σημαντική αύξηση στη χρήση ψηφιακών πηγών ειδήσεων στην Ιαπωνία καθώς εξαπλωνόταν η ανησυχία για την Covid-19. Και στην Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα, τα ειδησεογραφικά δίκτυα ήταν οι κύριοι ωφελημένοι της αύξησης που κατέγραψε η τηλεθέαση.

Σε πείσμα, όμως, αυτής της αύξησης της ζήτησης, τα συρρικνούμενα έσοδα παρέλυσαν πολλές αίθουσες σύνταξης το 2020. Οπως προειδοποίησε την περασμένη άνοιξη ο freelance δημοσιογράφος Κααμίλ Αχμέτ, οι ζημίες είναι τόσο μεγάλες που ενδεχομένως να ελλοχεύει ένα «γεγονός μαζικού αφανισμού (extinction event) των μίντια». Μιλούσε για τον αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά ο κίνδυνος είναι οξύς ακόμα και σε προηγμένες οικονομίες όπως οι ΗΠΑ.

Τα καλά νέα, όπως δείχνουμε εγώ και οι συνάδελφοί μου σε μία νέα έκθεση την οποία εκπονήσαμε κατόπιν αιτήματος του Ιδρύματος Konrad-Adenauer-Stiftung, είναι πως οι πρωτοβουλίες που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη σε πολλές χώρες θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις αίθουσες σύνταξης. Οι προσπάθειες αυτές εμπίπτουν σε τέσσερις ευρείες κατηγορίες: την ιδιωτική χρηματοδότηση, τις δημόσιες επιχορηγήσεις, τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα και την υποστήριξη από τις τεχνολογικές πλατφόρμες. Ολες είναι χρήσιμες, αν και μακροπρόθεσμα, κάποιες θα αποδειχθούν περισσότερο σημαντικές από ό,τι άλλες.

Σε ό,τι αφορά την ιδιωτική χρηματοδότηση, οργανώσεις όπως η Google News Initiative, το Pulitzer Center και το Internews, καθώς και φορείς δημόσιας διοίκησης, έχουν συγκροτήσει ταμεία έκτακτης βοήθειας στη διάρκεια της πανδημίας. Οπως δείχνει όμως το κύμα των αιτήσεων για τέτοια βοήθεια, οι μεμονωμένες ενισχύσεις δεν είναι αρκετές. Χρειάζεται επίσης μία στρατηγική περισσότερο ευρεία, πιο συνολική και με διεθνή επικέντρωση – ένα είδος παγκόσμιου Σχεδίου Μάρσαλ για τη δημοσιογραφία.

Κάποιοι το αναγνωρίζουν αυτό – και αναγνωρισμένοι ειδικοί στην ανάπτυξη μίντια έχουν αρχίσει να συντονίζουν δωρητές, να αυξάνουν τη χρηματοδότηση και να στηρίζουν μέσα ενημέρωσης. Για παράδειγμα, ο Μαρκ Νέλσον από το Center for International Media Assistance, μαζί με τον Τζέιμς Ντιν και τη Μάχα Τάκι από το BBC Media Action, προωθούν ένα Διεθνές Ταμείο για τα Μίντια Δημοσίου Συμφέροντος ύψους ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, το οποίο θα αναπτύσσει κυβερνητική αναπτυξιακή βοήθεια για τη στήριξη της δημοσιογραφίας στον Παγκόσμιο Νότο.

Δεδομένων όμως των τεκτονικών αλλαγών στο τοπίο των μίντια, καμία μεμονωμένη πρωτοβουλία – όσο μεγάλη και αν είναι – δεν θα είναι αρκετή για να κρατήσει βιώσιμες τις τοπικές ειδήσεις μακροπρόθεσμα. Οπως επισημαίνει η επιχειρηματίας των μίντια Ιβόν Λιου, όπως σε μεγάλο βαθμό και οι τεχνολογικές επιχειρήσεις, έτσι και τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να οικοδομήσουν ισχυρότερα δίκτυα επενδυτών πρόθυμων να τα βοηθήσουν να φτάσουν τελικά στη βιωσιμότητα.

Σε αυτό το πνεύμα ξεκίνησε ο Στιβ Ουάλντμαν, συνιδρυτής του προγράμματος Report for America, μία πρωτοβουλία με στόχο τον μετασχηματισμό των περίπου 6.700 ιδιωτικών εφημερίδων της Αμερικής σε περισσότερο γειωμένα στην κοινότητα και οικονομικά ανεξάρτητα ιδρύματα. Ο Ουάλντμαν προτείνει τη δημιουργία ενός μη κερδοσκοπικού ταμείου που θα εντοπίζει τις υποψήφιες εκδόσεις και θα αναδιοργανώνει τις εταιρικές δομές τους ώστε να τις καθιστά οικονομικά ανεξάρτητες και καλύτερα ανταποκρινόμενες στις ανάγκες της κοινότητας.

Απευθείας χρηματοδότηση

Η απευθείας δημόσια χρηματοδότηση έχει επίσης έναν ρόλο να παίξει στη στήριξη της τοπικής δημοσιογραφίας. Και, για μία ακόμα φορά, έχουν διατυπωθεί φιλόδοξες προτάσεις. Χώρες όπως η Αυστραλία, η Νορβηγία και η Σιγκαπούρη – όλες χώρες οι οποίες παραδοσιακά αντιμετωπίζουν τη δημοσιογραφία ως δημόσιο αγαθό – έχουν παράσχει επιδοτήσεις σε μέσα ενημέρωσης και ανεξάρτητους δημοσιογράφους στη διάρκεια της πανδημίας. Τα μέτρα αυτά ωστόσο έχουν αποδειχθεί ταπεινά, σε σύγκριση με τις ανάγκες.

Οι ΗΠΑ έχουν μικρότερη παράδοση στη στήριξη της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας. (Από την πλευρά τους, οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν με καχυποψία τις κυβερνητικές παρεμβάσεις.) Επί του παρόντος, ωστόσο, γίνονται προσπάθειες θέσπισης νομοθετικών μέτρων για τη χρηματοδότηση τοπικών Μέσων και της ποιοτικής δημοσιογραφίας. Για παράδειγμα, το Νομοσχέδιο περί Βιωσιμότητας της Τοπικής Δημοσιογραφίας, που κατατέθηκε στο Κογκρέσο τον περασμένο Ιούλιο, προτείνει μία πενταετή, μη επιστρεπτέα έκπτωση φόρου έως και 250 δολαρίων για την κάλυψη του κόστους συνδρομής σε τοπικές εφημερίδες. Το νομοσχέδιο έχει ήδη 78 συνυποστηρικτές.

Επιπλέον, ο ιδρυτής του Free Press Ρόμπερτ ΜακΤσέσνι προετοιμάζει επί του παρόντος μία Πρωτοβουλία για την Τοπική Δημοσιογραφία, η οποία θα καθορίζει έναν προϋπολογισμό 100 δολαρίων κατ’ άτομο για τη στήριξη της τοπικής μη κερδοσκοπικής δημοσιογραφίας, με τις κοινότητες να ψηφίζουν τα μέσα εκείνα που θα λαμβάνουν χρηματοδότηση. Με βάση το σχέδιο αυτό, η κυβέρνηση θα διοχετεύει κεφάλαια – τα οποία θα συγκεντρώνονται μέσω ενός μικρού φόρου στις διαφημίσεις που πωλούν ιδιαίτερα επικερδείς τεχνολογικές επιχειρήσεις – μέσω της αμερικανικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας. Η προσέγγιση αυτή αντιμετωπίζει έτσι το ακανθώδες ζήτημα του πώς μπορεί να υποχρεωθούν οι επονομαζόμενες Big Tech να στηρίξουν μια βιομηχανία την οποία τόσο πολλά έχουν κάνει για να υπονομεύσουν.

Η μεγαλύτερη είδηση από αυτό το μέτωπο, ωστόσο, είναι το προτεινόμενο νέο πλαίσιο της Αυστραλίας για τον περιορισμό της ανισορροπίας δυνάμεων ανάμεσα στα μέσα ενημέρωσης και τους γίγαντες της τεχνολογίας. Η αρχή ανταγωνισμού της χώρας, με επικεφαλής τον οικονομολόγο Ροντ Σιμς, έχει συντάξει έναν κώδικα, ο οποίος, εφόσον περάσει, θα υποχρεώνει την Google και το Facebook να πληρώνουν για τις ειδήσεις που φέρουν, σε τιμές που θα καθοριστούν μέσω διαιτησίας. Πολλές ακόμη κυβερνήσεις, από την Αφρική μέχρι την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή αυτή την προσπάθεια.

Οι δύσκολοι καιροί απαιτούν τολμηρά μέτρα – και αυτοί είναι πέραν κάθε αμφιβολίας δύσκολοι καιροί για τη δημοσιογραφία. Η βιομηχανία των ειδήσεων, ωστόσο, αντιμετώπιζε προβλήματα και πολύ πριν από την πανδημία. Αν δεν προχωρήσουν οι χώρες πέραν της βραχυπρόθεσμης στήριξης προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης και της συντήρησης περισσότερο ανθεκτικών οικοσυστημάτων τοπικών ειδήσεων, η αξιόπιστη και επαληθεύσιμη ενημέρωση που χρειάζονται οι κοινωνίες μας θα γίνεται ολοένα και περισσότερο δυσεύρετη.

Η Aνια Σίφριν είναι λέκτορας στη Σχολή Διεθνών και Δημόσιων Υποθέσεων του πανεπιστημίου Columbia