Με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ, σύσσωμη η Αριστερά ζήτησε χθες να αποσυρθεί από τη Βουλή το υπό συζήτηση νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για τα ΑΕΙ. Θέση την οποία μέχρις αυτού του σημείου τη βρίσκω λογική, καθ’ όσον προέρχεται από την αντιπολίτευση και μάλιστα την αριστερή και ριζοσπαστική (ΣΥΡΙΖΑ, ΜέΡΑ25, ΚΚΕ, κατά σειρά ριζοσπαστικότητας). Είναι φυσικό να διαφωνούν όλοι αυτοί οι βουλευτές με την πανεπιστημιακή Αστυνομία, όπως επίσης να ζητούν από την κυβέρνηση να αποσύρει το νομοσχέδιο. Το κάνουν για πολιτικούς λόγους και είναι θεμιτό.

Αυτά στη θεωρία. Γιατί, στη δική μας περίπτωση, τα κόμματα της Αριστεράς το ζητούν για λόγους υγειονομικούς. Ζητούν, κατά κάποιον τρόπο, να περισταλεί η λειτουργία του πολιτεύματος, δηλαδή η δυνατότητα της κυβέρνησης να προτείνει και της Βουλής να εγκρίνει, επειδή ζούμε υπό συνθήκες πανδημίας. Ενδιαφέρον, υπό την έννοια ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει σε καμία χώρα της Δύσης, ούτε στις ΗΠΑ, όπου οι νεκροί από τον κορωνοϊό κοντεύουν να ισοφαρίσουν τους νεκρούς του Εμφυλίου.

Αξίζει να παρακολουθήσουμε τη σκέψη του βασικού εκφραστή του συλλογισμού Πάνου Σκουρλέτη: «Δεν μπορεί να συζητούνται υπό αυτές τις συνθήκες κρίσιμα νομοσχέδια για τα οποία δημιουργούνται διαφορετικές προσεγγίσεις. Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις συνέπειες». Μα, με συγχωρείτε, γι’ αυτό ακριβώς δεν έχουμε τη Βουλή ανοικτή να λειτουργεί; Για να συζητούνται τα κρίσιμα, για τα οποία υπάρχουν οι «διαφορετικές προσεγγίσεις» του Σκουρλέτη. Αυτός είναι ο λόγος, σε τελευταία ανάλυση, για τον οποίο επινοήθηκε η Βουλή και γι’ αυτό κανείς δεν διανοήθηκε να την κλείσει – εκτός, βέβαια, από τα κόμματα της Αριστεράς στην προκειμένη περίπτωση.

«Εισηγούμαι», είπε ο Σκουρλέτης, «να παγώσει η συζήτηση για το νομοσχέδιο της παιδείας», γιατί «δεν μπορούμε να πηγαίνουμε σε ολικό απαγορευτικό για υγειονομικούς λόγους και να έχουμε την απαίτηση να συζητούμε στη Βουλή ένα νομοσχέδιο που θα προκαλέσει συγκρούσεις και διαδηλώσεις»· και πρόσθεσε: «Η ευθύνη για ό,τι γίνει θα είναι της κυβέρνησης». Επειδή δεν μπορούμε να συγκρουστούμε στους δρόμους, εξαιτίας του λοκντάουν, η Βουλή δεν μπορεί να νομοθετήσει. Αυτό καταλαβαίνω εγώ ότι λέει ο Σκουρλέτης.

Τι σχέση όμως έχουν οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις, τις οποίες προεξοφλεί ο Σκουρλέτης, με τη δυνατότητα της Βουλής να συζητεί και να ψηφίζει, δηλαδή να νομοθετεί; Από πού και ως πού είναι μέρος της κοινοβουλευτικής διαδικασίας οι διαδηλώσεις; Οτι επηρεάζουν την κοινή γνώμη και τους βουλευτές δεν το αρνείται κανείς. Το πεζοδρόμιο είναι αναπόφευκτα μέρος του ευρύτερου πολιτικού παιχνιδιού σε μια δημοκρατία. Δεν είναι όμως σε καμία περίπτωση μέρος της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, ώστε να μην μπορεί η Βουλή να νομοθετήσει, επειδή οι διαδηλώσεις δεν θα έχουν τη μορφή που θα ήθελε να έχουν ο Σκουρλέτης, αν δεν μας είχε προκύψει η πραγματικότητα του κορωνοϊού.

Ακόμη πιο οξύς, αλλά και πιο διαφωτιστικός, ο Θ. Παφίλης του ΚΚΕ έκρινε ως «ανήθικο» να συζητείται και να ψηφίζεται ένα τέτοιο νομοσχέδιο, επειδή θεωρεί «πρόκληση ότι η δημοκρατία είναι μόνο μέσα στο Κοινοβούλιο» και αναρωτιέται: «Ο λαός δεν έχει δικαίωμα να διαδηλώνει;». Απείλησε και αυτός την κυβέρνηση με την ευθύνη «για ό,τι κι αν συμβεί».

Εχει την πλάκα του, κατ’ αρχάς, ότι ο Παφίλης υπερασπίζεται τη δημοκρατία όταν το κόμμα του ευαγγελίζεται την κατάργησή της και την αντικατάστασή της από τη δικτατορία του προλεταριάτου. Εννοεί όμως κάτι διαφορετικό από τη δημοκρατία όπως την αντιλαμβανόμαστε στη Δύση. Και ο Παφίλης και ο Σκουρλέτης εννοούν μια δημοκρατία του πεζοδρομίου, που ανταγωνίζεται και υποσκάπτει τη δημοκρατία των θεσμών. Μια δημοκρατία, μάλλον, στην οποία το πεζοδρόμιο είναι θεσμός ισότιμος με τον κοινοβουλευτισμό. Αν έτσι το αντιλαμβάνονται οι ριζοσπάστες της Αριστεράς, ορθόδοξοι, ανανεωτικοί, παλαβοί και άλλοι, τουλάχιστον αυτό εξηγεί την ανοχή του χώρου στην πολιτική βία…