Πριν από τέσσερα ακριβώς χρόνια, σε παρουσίασή του κατά τη διάρκεια γεύματος εργασίας στο Χάρβαρντ στα μέσα του Νοεμβρίου 2016, ο Πιερ Μοσκοβισί είχε μεταξύ σημαντικών άλλων τονίσει την ανάγκη, υπό την πίεση της πολυεπίπεδης ανθρωπιστικής και γεωπολιτικής κρίσης στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, ταχείας κοινής αμυντικής θωράκισης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Την είχε σχεδόν εξαγγείλει. Εκτοτε, αυτό που έχει επιδείξει η Ευρώπη σχετικά με τις αξιώσεις για ένα καινούριο γεωπολιτικό status quo που προσπαθεί, εν μέρει επιτυχώς, να επιβάλει η Τουρκία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο εις βάρος κρατών-μελών της ΕΕ, είναι η ίδια, ή μάλλον μεγαλύτερη, αβελτηρία που χαρακτήρισε και την αντιμετώπιση της νομισματικής κρίσης πριν από μία δεκαετία περίπου. Ενώ η προοπτική κοινής αμυντικής πολιτικής έχει παραπεμφθεί στις… ευρωπαϊκές καλένδες.

Την εξέλιξη αυτή είχα προβλέψει πριν από τεσσερισήμισι χρόνια σε άρθρο μου στη Huffington Post, λίγους μήνες πριν από το πραξικόπημα στην Τουρκία, όπου μεταξύ άλλων αρνιόμουν να ερμηνεύσω την ήδη διαφαινόμενη έντονη επιθετική πολιτική της γείτονος ως δήθεν αθώο σύμπτωμα μίας για εσωτερική κατανάλωση προοριζόμενης πολιτικής δημοκοπίας.

Η παιδαριώδης, κατ’ ουσίαν, τακτική του λεγόμενου «μαστιγίου και καρότου» που έχει υιοθετήσει η ΕΕ έχει οδηγηθεί σε πλήρη αποτυχία, αφού η σύλληψή της ήταν εξ αρχής προβληματική. Και το εκ μέρους πολλών επαϊόντων ερμηνευτικό «δόγμα» της επιθετικής πολιτικής των τούρκων ηγετών ως τακτικής που στόχευε στον λαϊκιστικό αποπροσανατολισμό του εκλογικού σώματος είχε, θεωρώ, αρνητικές μακροχρόνιες συνέπειες στη χάραξη αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, αφού καλλιεργούσε ένα πνεύμα εφησυχασμού, αγνοώντας μία πολύ βασική, και δυστυχώς πανταχού παρούσα, αρχή στις διακρατικές σχέσεις, ήδη από την αρχαιότητα, όπως καταδεικνύει, για παράδειγμα, η περιγραφή από τον Θουκυδίδη της αντιπαράθεσης των Μηλίων με τους Αθηναίους: αυτή της Realpolitik, που περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία να αναπτυχθεί με περισσή επιθετικότητα.

Η στάση της Ευρώπης έναντι της Τουρκίας είναι σπασμωδική, στην καλύτερη περίπτωση, για να μην πω τραγελαφική, και υπαγορεύεται και αυτή από προτεραιότητες συναφείς προς την πρακτική της Realpolitik. Από τη μια, ευρωπαϊκά κράτη, π.χ.  Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, ενισχύουν την τουρκική οικονομία και άμυνα είτε με μεγαλοεπενδύσεις είτε με πώληση όπλων ή και με τα δύο, και από την άλλη εκφράζουν τη ρητορική αλληλεγγύη τους προς κράτη των οποίων τα κυριαρχικά δικαιώματα παραβιάζονται αναφανδόν και κατ’ εξακολούθησιν από την Τουρκία, με επιστέγασμα την πρόσφατη επίσκεψη του Ερντογάν στην Αμμόχωστο. Σε λίγες ημέρες οι Ευρωπαίοι θα αποφασίσουν αν θα προβούν σε κυρώσεις και σε ποιες εναντίον της Τουρκίας. Ας μη λησμονούμε, όμως, ότι τελούν, εν πολλοίς, υπό το κράτος των πολλαπλών απειλών της Τουρκίας όχι μόνο κατά της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και της Ευρώπης συνολικά.

Αναφέρομαι εδώ και στην εργαλειοποίηση της ανθρωπιστικής προσφυγικής / μεταναστευτικής κρίσης από την Τουρκία και τη δαμόκλειο σπάθη του ακραίου ισλαμισμού που αυτή έχει αφεθεί να κραδαίνει, με τον έναν ή άλλον τρόπο εδώ και μισή τουλάχιστον δεκαετία, πάνω από την Ευρώπη. Η Ευρώπη έχει αφήσει στην Τουρκία το περιθώριο να αντιστρέψει τους όρους έτσι, ώστε να είναι αυτή πια, η Τουρκία, σε θέση να εφαρμόζει την τακτική του «μαστιγίου και του καρότου», υπό τη μορφή παζαριών, εις βάρος μελών της ΕΕ.

Εδώ που έχουν αφεθεί τα πράγματα να φθάσουν, το θέμα των κυρώσεων δεν μπορεί πια να προχωρήσει αποτρεπτικά και αποτελεσματικά, αν δεν συνοδεύεται και από αποφασιστική και άμεση στρατιωτική παρουσία της ΕΕ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, στο πλαίσιο αμυντικής θωράκισης των ανατολικών της συνόρων. Και η Ελλάδα από μόνη της δεν μπορεί ασφαλώς να αναλάβει την ευθύνη αυτή. Είναι έτοιμη η ΕΕ να υπερβεί τους σκοπέλους των διαφορετικών «ταχυτήτων» και συμφερόντων μέσα στους κόλπους της και να προχωρήσει σε ένα τέτοιο βήμα ή, για άλλη μια φορά, θα υποκύψει στην εύκολη και συμφέρουσα για κάποιους μέσα στην ΕΕ λύση, εις βάρος αδύναμων εταίρων, της ανταλλαγής… «καρότων» με τη γείτονα;

Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Εδρας Γ. Σεφέρη, επιστημονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ