«Η κυβέρνηση παραμένει πιστή στο πρόγραμμά της για μείωση φόρων, εισφορών και για ένα κράτος που αντί να εμποδίζει βοηθά τον ιδιωτικό τομέα και την οικονομική ανάπτυξη.

Η εφαρμογή του όμως γίνεται ασφαλώς πιο σύνθετη καθώς πρέπει να το κάνουμε πράξη σε μια περίοδο πρωτοφανούς συρρίκνωσης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας».

Το μήνυμα αυτό στέλνει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης στην πρώτη του συνέντευξη μετά την ανάθεση από τον Πρωθυπουργό του επιτελικού ρόλου να συντονίσει την αλλαγή της οικονομίας, καθορίζοντας σε ποιους και με τι όρους θα διατεθούν οι πόροι 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης.

Την ίδια στιγμή προσγειώνει όλους όσοι περιμένουν το κράτος να μοιράζει λεφτά λέγοντας: «Βαδίζουμε ακόμα σε ένα τεντωμένο σκοινί».

Με αυτά τα δεδομένα προαναγγέλλει ότι κάποια οικονομικά μέτρα (για την COVID-19) μπορούν να ληφθούν άμεσα, κάποιες όμως από τις αποφάσεις (after COVID πολιτικές) θα ληφθούν όταν διαφανεί το τέλος της κρίσης.

Ως προς το ύψος των νέων μέτρων κατά της ύφεσης σημειώνει ότι «υπάρχουν – λελογισμένα – περιθώρια γιατί κρατήσαμε δυνάμεις και δεν στείλαμε τα χρήματα των φορολογουμένων για ραντεβού στα τυφλά, όπως ζητούσε ο ΣΥΡΙΖΑ»!

Για τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης ξεκαθαρίζει ότι θα δοθούν για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που θα οδηγούν στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου προς πράσινη και ψηφιακή κατεύθυνση κυρίως κι αυτό θα συνδυαστεί με την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων.

Δυστυχώς οι αριθμοί για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία είναι αμείλικτοι. Εχουμε επιστρέψει στην εποχή των ελλειμμάτων και το δημόσιο χρέος κινείται πάνω από το 200% του ΑΕΠ. Εχοντας ευθύνη του προϋπολογισμού πώς το αντιμετωπίζετε;

«Οφείλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τα θέματα του δημοσίου χρέους. Το ύψος του φέτος θα ανέβει πράγματι, λιγότερο απ’ ό,τι αναφέρετε, αλλά αναπόφευκτα θα ανέβει, όπως συμβαίνει και στις άλλες χώρες της Ευρώπης. Η άνοδος αυτή θα είναι όμως συγκυριακή γιατί οφείλεται πολύ περισσότερο στη μείωση του ΑΕΠ παρά σε υπερβολικό δανεισμό ή δομικές ανισορροπίες.

Είναι σαφές όμως ότι στα επόμενα χρόνια με τη βοήθεια των αυξημένων εισροών του Ταμείου Ανάκαμψης και της προώθησης σημαντικών (φιλικών προς τις επενδύσεις και την εργασία) μεταρρυθμίσεων, το ΑΕΠ θα αυξηθεί σημαντικά και το χρέος θα ανακτήσει την τροχιά δυναμικής μείωσης, που έχουμε άλλωστε συμφωνήσει με τους εταίρους μας. Είναι σαφές και θεωρώ ότι αποτελεί σημαντικό επίτευγμα της κυβέρνησης ότι στη συγκυρία αυτή έχουμε διατηρήσει ακέραια την εμπιστοσύνη στα δημοσιονομικά της χώρας τόσο των ευρωπαϊκών θεσμών όσο και των αγορών, όπως μπορεί κανείς αβίαστα να διαπιστώσει με μια σύγκριση των επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας σήμερα σε σύγκριση με τι συνέβαινε πριν 18 μήνες, όταν ακόμα κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ».

Οσοι σας γνωρίζουν αναρωτιούνται πώς αισθάνεται ένας «καθαρόαιμος» φιλελεύθερος να μοιράζει χρήματα του κράτους.

«Τα χρήματα δεν προέρχονται από κάποια αφηρημένη έννοια του κράτους, τα πληρώνουν σε τελική ανάλυση οι φορολογούμενοι, οι σημερινοί και προπαντός – όταν είναι δανεικά – οι μελλοντικοί. Τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Αυτούς προσπαθώ να έχω στο μυαλό μου όταν συζητούμε με τους συναδέλφους υπουργούς τις υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες που καλύπτουν οι κρατικές δαπάνες».

Το «πόσα δίνουμε» είναι κυρίαρχο στοιχείο στην καθημερινή ατζέντα επικοινωνίας της κυβέρνησης. Δημιουργεί τεράστιες προσδοκίες…

«Για εμάς μετράει όχι τόσο το πόσα δίνουμε, που ασφαλώς έχει καθοριστικό ενδιαφέρον δημοσιονομικό και μεγάλο δημοσιογραφικό, εξ ου και προβάλλεται, αλλά πόσο τόπο πιάνουν. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Στην αρχή της κρίσης, τον περασμένο Απρίλιο, μας πίεσε ο ΣΥΡΙΖΑ να τα «δώσουμε όλα». Μας είπε τότε ο κ. Τσίπρας να σταματήσουμε να εισπράττουμε φόρους και εισφορές για έξι μήνες από όλες τις επιχειρήσεις που πλήττονται (δηλαδή από τη μισή και βάλε οικονομία) και να δώσουμε επιπλέον άμεσα άλλα 14 δισ. ευρώ.

Αν ακολουθούσαμε τη συμβουλή Τσίπρα, «δώστε τα όλα», εκτός της τραγικής δημοσιονομικής θέσης στην οποία θα οδηγούσαμε τη χώρα, θα είχαμε αναγκαστικά σπαταλήσει μεγάλο μέρος των χρημάτων αφού θα τα δίναμε αναγκαστικά «στα τυφλά», χωρίς να μπορεί να ληφθεί προηγουμένως υπόψη η πραγματική επίπτωση της πανδημίας ανά κλάδο ή επιχείρηση, στοιχεία που έγιναν γνωστά πολύ αργότερα.

Ακολουθήσαμε αντίθετα μια πολύ προσεκτική πολιτική, στην οποία προσαρμόσαμε τη βοήθεια στο τι όντως έχει συμβεί ακόμα και ανά επιχείρηση (παράδειγμα χαρακτηριστικό οι εξατομικευμένοι αλγόριθμοι της «επιστρεπτέας προκαταβολής» και της μείωσης της προκαταβολής φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων), και βοηθήσαμε ουσιαστικά και κατά το δυνατόν εκεί που έπρεπε και όσο αναλογούσε».

Ολοι αναμένουν ένα τρίτο πακέτο στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων. Υπάρχουν περιθώρια για αυτό.

«Υπάρχουν – λελογισμένα – ακριβώς γιατί κρατήσαμε δυνάμεις και δεν στείλαμε τα χρήματα των φορολογουμένων για ραντεβού στα τυφλά!».

Μήπως η κυβέρνηση, η κάποια τάση της, διολισθαίνει στον «προστατευτισμό» εν όψει ίσως και κάποιων πολιτικών σκέψεων για τις εκλογές που κάποια στιγμή θα γίνουν με απλή αναλογική;

«Η κυβέρνηση παραμένει πιστή στο πρόγραμμά της για μείωση των φόρων και των εισφορών και για ένα κράτος που αντί να εμποδίζει βοηθά – με τις τεράστιες τεχνολογικές δυνατότητες που μας δίνει ο 21ος αιώνας – τον ιδιωτικό τομέα και την οικονομική ανάπτυξη.

Η εφαρμογή του όμως γίνεται ασφαλώς πιο σύνθετη καθώς πρέπει να το κάνουμε πράξη σε μια περίοδο πρωτοφανούς συρρίκνωσης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και λαμβάνοντας υπόψη την αναπτυξιακή δυναμική που θα μας προσφέρει ένας τελείως καινούργιος τρόπος ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, του οποίου οι κανόνες δεν έχουν ακόμα πλήρως παγιωθεί».

Σίγουρα, οι συνθήκες είναι πρωτόγνωρες και έχουν καταρριφθεί οικονομικές θεωρίες…

«Νομίζω ότι δύο τουλάχιστον οικονομικές θεωρίες έχουν αποδείξει και στη διάρκεια αυτής της κρίσης ότι αντέχουν.

Η πρώτη είναι η μακροοικονομική θεωρία του Κέινς, που θεωρεί αναγκαία την κρατική παρέμβαση σε περιόδους μεγάλης οικονομικής ύφεσης.

Η δεύτερη είναι η εμπειρική διαπίστωση του Ανταμ Σμιθ για την ικανότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων να προσαρμόζονται στις οικονομικές εξελίξεις. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος ο αγώνας επιχειρήσεων που είδαν τον τζίρο τους να συρρικνώνεται κατά 30%, 60%, ακόμα και 90% για να επιβιώσουν στην καινούργια πραγματικότητα. Το κράτος κατά το δυνατόν τους βοήθησε και τους βοηθά αλλά η ευθύνη και ικανότητα της προσαρμογής είναι δική τους υπόθεση».

Η Επιτροπή Πισσαρίδη προτείνει τη δραστική μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών.

«Είναι και το δικό μας πρόγραμμα και είναι τώρα δική μας ευθύνη να το κάνουμε πραγματικότητα υπό τις νέες δύσκολες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί».

Σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης μπορούν να ληφθούν αυτές οι αποφάσεις;

«Κάποιες από τις αποφάσεις μπορεί να ληφθούν όταν ξεκαθαρίσει η αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά το τέλος της υγειονομικής κρίσης.

Αλλες μπορούν να ληφθούν πιο άμεσα, ιδίως αν έχουν περισσότερο προσωρινό χαρακτήρα.

Οι πρωτοφανείς για την Ελλάδα ευρωπαϊκοί πόροι τέλος, τους οποίους θα απορροφήσουμε στα επόμενα χρόνια, έχουν σοβαρά δευτερογενή αποτελέσματα καθώς προσθέτουν στον ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης και δημιουργούν έτσι εμμέσως πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο που μπορεί να διευκολύνει τη λήψη μέτρων ενθάρρυνσης των επενδύσεων και μείωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων στην εργασία.

Οι ελπίδες εναποτέθηκαν για επιστροφή στην ανάκαμψη το 2021 – κορωνοϊού επιτρέποντος – και στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ευθύνη που σας ανέθεσε ο πρωθυπουργός.

«Η πεποίθησή μου είναι ότι η ανάκαμψη θα έχει μεγάλη δυναμική γιατί στηρίζεται και στις μεταρρυθμίσεις που απελευθερώνουν την οικονομία, αλλά και – όπως σας είπα ήδη – στους πρωτοφανείς πόρους που θα έχει στη διάθεσή της η χώρα στα επόμενα χρόνια».

Η συμφωνία που επετεύχθη στη Σύνοδο Κορυφής «ξεκλειδώνει» πόρους άνω των 70 δισ. ευρώ για την Ελλάδα για επτά χρόνια. Σε ποιους τομείς θεωρείτε πως πρέπει να κατευθυνθούν κατά προτεραιότητα αυτά τα χρήματα;

«Οι τομείς προβλέπονται από τα διάφορα Ταμεία και είναι διαφορετικοί και αλληλοσυμπληρούμενοι. Το Ταμείο Ανάκαμψης έχει στόχο μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που θα επιταχύνουν την ανάκαμψη και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου – και θα εκσυγχρονίσουν τις λειτουργίες του κράτους – προς πράσινη και ψηφιακή κατεύθυνση προπαντός.

Το ΕΣΠΑ έχει πιο μακροχρόνιους στόχους και καλύπτει ιδίως θέματα περιφερειακής και κοινωνικής συνοχής και μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης. Οι πόροι του αγροτικού τομέα τέλος, που είναι χωριστοί, έχουν τις δικές τους προτεραιότητες.

Το κλειδί όμως για το σύνολο της προσπάθειας είναι να μπορεί να υλοποιηθεί με οικονομική αποτελεσματικότητα και να κινητοποιεί παράλληλα σημαντικούς πόρους του ιδιωτικού τομέα ώστε να έχουμε μια πολύ μεγάλη επίπτωση στο ΑΕΠ, στις θέσεις εργασίας, στα εισοδήματα των ανθρώπων, στα δημόσια έσοδα και όλα αυτά να μας οδηγήσουν στην πυροδότηση ενός ενάρετου ανατροφοδοτούμενου κύκλου οικονομικής ανάπτυξης».

Παραγωγικό μοντέλο. Ο στόχος της κυβέρνησης ποιος θα είναι; Οι μεγάλες επενδύσεις, η επάρκεια τροφίμων, η πράσινη ανάπτυξη; Ολοι βλέπουμε ότι οι πιέσεις για «μοιρασιά» σε κλάδους είναι πολλές.

«Μέσα στο πλαίσιο που σας περιέγραψα (την πράσινη και ψηφιακή πτυχή προπαντός), οι επιλογές δεν είναι τόσο κλαδικές όσο οικονομικής μετάβασης από μια οικονομία έντονα εσωστρεφή, στην οποία ενδημεί η μαύρη εργασία και η φοροδιαφυγή, σε μια πολύ πιο εξωστρεφή οικονομία διεθνώς ανταγωνιστική, που έχει πολύ μεγαλύτερο «άσπρο» μέρος και στην οποία όλοι πληρώνουν ταυτόχρονα πολύ χαμηλότερους φόρους και εισφορές. Η μετάβαση αυτή είναι μια αλλαγή όχι μόνο οικονομική.

Αλλάζει θεμελιωδώς και τεχνολογίες και νοοτροπίες και θεσμούς. Και, το πιο σημαντικό, συνδυάζει οικονομική αποτελεσματικότητα με κοινωνική δικαιοσύνη.

Γιατί όσο το «μαύρο» στην οικονομία είναι τόσο εκτεταμένο, η κοινωνική δικαιοσύνη θα έχει πάντα αποχρώσεις του γκρίζου, αφού αξιόλογο κομμάτι των κοινωνικών πόρων αντί να πηγαίνει στους πραγματικά έχοντες ανάγκη καταναλώνεται από πολίτες που αποκρύπτουν τα πραγματικά τους εισοδήματα».

Βαδίσαμε και βαδίζουμε σε ένα τεντωμένο σκοινί

Οι αισιόδοξοι διαψεύστηκαν. Δεν ήσαστε ένας από αυτούς, κι από την αρχή της κρίσης μιλούσατε για βαθιά ύφεση. Σήμερα πού βρισκόμαστε; Ποια είναι η πραγματική βάση της οικονομίας μετά το lockdown και τη δυσμενή (αν και αναμενόμενη, θεωρώ) εξέλιξη του τουρισμού;

«Αναμένω υπομονετικά να δω τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο και την εξέλιξη της πανδημίας το φθινόπωρο, όμως θεωρώ ότι η ύφεση στην Ελλάδα θα κυμανθεί κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρά το πολύ μεγάλο βάρος που έχει ο τουρισμός στη δική μας οικονομία. Το γεγονός ότι είχαμε υπό τις συνθήκες αυτές μια μικρή αλλά υπαρκτή ροή τουρισμού δεν ήταν καθόλου αυτονόητο, όπως δεν είναι αυτονόητο ότι η Ελλάδα βρίσκεται στον πιο κρίσιμο δείκτη σε σχέση με την αντιμετώπιση της COVID-19 (θάνατοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού), σε πολύ καλύτερη θέση από το σύνολο σχεδόν των χωρών της Ευρώπης.

Βαδίσαμε όμως και βαδίζουμε ακόμα σε ένα τεντωμένο σκοινί που από τη μια έχει τη μεγαλύτερη υγειονομική κρίση της σύγχρονης εποχής και από την άλλη τη βαθύτερη παγκόσμια ύφεση των τελευταίων 50 ετών.

Οσο συνεχίζεται η αβέβαιη αυτή πραγματικότητα, και ο υγειονομικός και ο οικονομικός σχεδιασμός θα πρέπει να παραμένουν δυναμικοί και να προσαρμόζονται στις ανάγκες που δημιουργούν οι εξελίξεις».