Τις δηλώσεις Ιταλών γιατρών πως ο κοροναϊός μεταλλάσσεται γενετικά και σταδιακά εξασθενεί, σχολίασε ο καθηγητής του LSE, Ηλίας Μόσιαλος.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής του LSE, «πριν από λίγες εβδομάδες πολλά δημοσιεύματα στο διεθνή Τύπο αλλά και σε ελληνικές εφημερίδες, αναφέρθηκαν στους ισχυρισμούς Ιταλών γιατρών ότι ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 εξασθενεί και υπήρχαν υπαινιγμοί γενετικών αλλαγών στον ιό. Σε ποια δεδομένα όμως βασίστηκαν αυτοί οι ισχυρισμοί;».

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Ηλίας Μόσιαλος αναλύοντας δεδομένα από διαφορετικές έρευνες είναι ότι ο ιός δεν εξασθενεί, αλλά η μείωση του ιικού φορτίου και των μολύνσεων ήταν λιγότερο ή περισσότερη αναμενόμενη.

Τι αναφέρει στην ανάρτησή του

Δυο δημοσιευμένες επιστημονικές μελέτες παρουσιάζουν τα δεδομένα. Στην πρώτη (‘Decreased in-hospital mortality in patients with COVID-19 pneumonia’) αναφέρονται ως κριτήριο οι εισαγωγές και οι θάνατοι στο Νοσοκομείο San Raffaele στο Μιλάνο της Ιταλίας. Τα αποτελέσματα αναλύουν πως το ποσοστό θανάτων μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου, και πως υπήρχε και μια διαφοροποίηση αναφορικά με τις ηλικίες των ασθενών. Διάφορες πιθανές εξηγήσεις που αναφέρουν οι ερευνητές περιλαμβάνουν την καλύτερη κατανόηση της νόσου και την καλύτερη φροντίδα των ασθενών, τα μειωμένα ποσοστά της μόλυνσης της γρίπης, τα μέτρα φυσικής απόστασης και προστασίας, αλλαγές στις εκπομπές ρύπων και χαμηλότερη ατμοσφαιρική ρύπανση και πιθανές γενετικές αλλαγές στον ιό.

Στη δεύτερη μελέτη (‘Lower nasopharyngeal viral load during the latest phase of COVID-19 pandemic in a Northern Italy University Hospital’), συγκρίθηκαν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των μοριακών τεστ από 100 ρινοφαρυγγικά επιχρίσματα που συλλέχθηκαν διαδοχικά τον Απρίλιο επίσης στο Νοσοκομείο San Raffaele, κατά τη διάρκεια της κορυφής της πανδημίας, με εκείνα 100 επιχρισμάτων που συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν με τον ίδιο τρόπο, τον Μάιο. Το πιο σημαντικό μήνυμα που αναδύεται από αυτά τα αποτελέσματα είναι ότι τα θετικά επιχρίσματα που συλλέχθηκαν του Μαΐου χαρακτηρίζονται από χαμηλότερο ιικό φορτίο σε σύγκριση με εκείνα του Απριλίου».

«Ισχύουν όμως όσα ισχυρίζονται οι Ιταλοί γιατροί;»

Ο καθηγητής Μόσιαλος αναρωτιέται αν σχετίζεται με τη σοβαρότητα της νόσου η παρατήρηση πως το ιικό φορτίο φαίνεται να έχει αλλάξει και πως οι εισαγωγές στα νοσοκομεία είναι μειωμένες.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Μήπως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες πέρα από τις απόλυτες μετρήσεις;»

«Οι περιορισμοί στις δύο μελέτες, συμπεριλαμβάνουν το σχεδιασμό (αποτελέσματα από ένα μόνο κέντρο αναφοράς) και τον περιορισμένο αριθμό των παρατηρήσεων/ασθενών στις δύο μελέτες. Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι, η μοριακή προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκε στη δεύτερη μελέτη μπορεί να επηρεαστεί από διάφορες μεταβλητές, όπως ο διαφορετικός αριθμός κυττάρων σε κάθε δείγμα, οι οποίες δεν αξιολογήθηκαν άμεσα στη μελέτη και θα χρειαστούν πιο ευαίσθητες ειδικές ποσοτικές προσεγγίσεις.

Είναι πολύ πιο σημαντικό όμως το ότι οι συγγραφείς δεν αναφέρονται στην αλλαγή στα κριτήρια εισαγωγής στο νοσοκομείο με την πάροδο του χρόνου. Δεδομένου του φόρτου του συστήματος υγείας στη Βόρεια Ιταλία είχαν πραγματικά τις ίδιες πιθανότητες οι ασθενείς να εισαχθούν στο νοσοκομείο το Μάρτιο, σε σχέση με τον Μάιο, εάν παρουσίαζαν ήπια/μέτρια συμπτώματα; Μάλλον δεν είχαν μεγάλες πιθανότητες το Μάρτιο», προσθέτει ο καθηγητής Μόσιαλος,

«Τι μπορούμε τελικά να συμπεράνουμε από τις παραπάνω επιστημονικές μελέτες;»

Όπως τονίζει ο καθηγητής «Σαφέστατα και υπάρχει μείωση των εισαγωγών και των θανάτων στην Ιταλία, όπως και μειωμένο/χαμηλότερο ιικό φορτίο στα δείγματα που αναλύθηκαν τον Μάϊο. Αυτά όμως τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα σε σύγκριση με την αρχική φάση, ως συνέπεια της μείωσης των κρουσμάτων λόγω της φυσικής απόστασης, των αυξημένων μέτρων υγιεινής, της προστασίας των ευπαθών ομάδων, και της ευρείας χρήσης μάσκας προσώπου και άλλου εξοπλισμού ατομικής προστασίας, όπως προτείνεται και από άλλες πρόσφατες μελέτες. Επίσης, αρκετοί επιπλέον παράγοντες μπορούν να έχουν συμβάλει, συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης του lockdown, της χαμηλότερης υγρασίας και της τυπικής αύξησης της θερμοκρασίας τον Μάιο έναντι του Απριλίου.

Δηλαδή, είναι πιο πιθανό τα μέτρα αναχαίτισης της πανδημίας να ευθύνονται για τα αποτελέσματα που δημοσιεύτηκαν και παρατηρούνται και σε άλλες χώρες, παρά μια -άγνωστη ακόμα- μετάλλαξη που οδηγεί σε εξασθένηση της παθογένειας του κορωνοϊού SARS-CoV-2», και καταλήγει:

«Η υπόθεση εργασίας των Ιταλών συγγραφέων θα ήταν πιο βάσιμη αν δεν είχαν πάρει περιοριστικά μέτρα στην Ιταλία. Αλλά πήραν και ευτυχώς για την Ιταλία πέτυχαν να αναχαιτίσουν τη νόσο».