Στην ιδιότυπη κινεζική πολιτική παράδοση, τα μεγάλα νομοθετικά και συμβουλευτικά σώματα συνήθως ολοκληρώνουν τη διαδικασία χάραξης πολιτικής, που κατά βάση έχει ήδη γίνει, και «οπτικοποιούν» την εικόνα της ηγεσίας της χώρας που παίρνει τις αποφάσεις.

Ας μην ξεχνάμε ότι μπορεί να είναι ένα μονοκομματικό κράτος, με εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση εξουσίας στη ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, όμως στηρίζεται σε ένα μια περίπλοκη διαδικασία χάραξης στρατηγικής και λήψης των βασικών αποφάσεων, διαδικασία που σε ένα μεγάλο βαθμό είναι μη εμφανής.

Αυτό δίνει μια ιδιαίτερη συμβολική σημασία στη «διπλή σύνοδο», δηλαδή την τρίτη συνεδρίαση της 13ης Εθνικής Επιτροπής του της Κινεζικής Λαϊκής Πολιτικής Διαβουλευτικής συνέλευσης, που είναι το ανώτερο συμβουλευτικό όργανο της Κίνας και την ετήσια σύγκληση του Λαϊκού Εθνικού Κογκρέσου, που είναι το ανώτερο νομοθετικό όργανό της χώρας.

Και οι συμβολισμοί είναι ακόμη μεγαλύτεροι, εάν αναλογιστούμε ότι η φετινή διπλή σύνοδος θα προετοίμαζε την υλοποίηση των στόχων για το 2021, χρονιά που σηματοδοτεί την εκατονταετηρίδα του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Υπό κανονικές συνθήκες σε αυτή τη σύνοδο θα εξεταζόταν το κατά πόσο επιτεύχθηκαν οι στόχοι που είχαν τεθεί πριν από μία δεκαετία  και που ήταν αφενός μέχρι το τέλος του 2020 η κινεζική οικονομία να έχει διπλασιαστεί σε σχέση με το 2010 και αφετέρου να έχει εξαλείψει την απόλυτη φτώχια.

Όμως, η πανδημία σήμαινε σημαντικές αλλαγές σε σχέση με αυτούς τους στόχους. Η κινεζική οικονομία, όπως και η παγκόσμια, είναι σε ύφεση και το πρώτο τρίμηνο του 2020 η κινεζική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 6,8%, η πρώτη τέτοια πτώση από το 1976. Επιπλέον, παρά την προσπάθεια σχετικής επανεκκίνησης της κινεζικής οικονομίας, στο βαθμό που μπόρεσε να αντιμετωπίσει το «πρώτο κύμα» της πανδημίας, η διατήρηση κάποιων περιοριστικών μέτρων, ο διαρκής κίνδυνος νέων ξεσπασμάτων και νέων μέτρων και η υποχώρηση της παγκόσμιας ζήτησης σημαίνουν μια αυξημένη αβεβαιότητα. Εξ ου και ότι για πρώτη φορά δεν υπάρχει συγκεκριμένος «ποσοτικός» στόχος ανάπτυξης για το τέλος της χρονιάς.

Η κριτική από τη Δύση

Τα δυτικά μέσα ενημέρωσης έχουν επικεντρώσει το τελευταίο διάστημα την πολεμική τους στην καθυστέρηση της Κίνας να ενημερώσει τη διεθνή κοινότητα για την επιδημία του νέου κοροναϊού. Ειδικότερα, οι κατηγορίες επικεντρώνονται στο διάστημα των 13 ημερών πριν από την 20η Ιανουαρίου όταν και έγιναν οι σχετικές ανακοινώσεις. Μάλιστα ένα μέρος της πολεμικής των ΗΠΑ προς τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την ηγεσία του είναι ακριβώς ότι αποδέχτηκαν την ενημέρωση που έδινε η Κίνα και άρα επίσης δεν προχώρησαν στην έγκυρη ανακοίνωση περί μεγάλου παγκόσμιου υγειονομικού κινδύνου.

Βέβαια, παρότι προφανώς υπήρξαν πραγματικά προβλήματα καθυστερήσεων στην Κίνα και προσπάθεια συγκάλυψης κυρίως τοπικών παραγόντων, η όλη κριτική στην Κίνα, ιδίως από τις ΗΠΑ φαντάζει περισσότερο μια προσπάθεια «συμψηφισμού» των μεγάλων ευθυνών της αμερικανικής κυβέρνησης αλλά και ορισμένων ευρωπαϊκών ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας. Τα μεγάλα κενά της επιδημιολογικής επιτήρησης, οι ελλείψεις σε προστατευτικό εξοπλισμό, η απουσία πραγματικών σχεδίων για τον εντοπισμό και την απομόνωση κρουσμάτων, τα κενά ακόμη και στα σχέδια για λοκντάουν  (όπως τα ανέδειξε η τραγωδία με τα γηροκομεία), όλα αυτά δεν εξαρτήθηκαν από την όποια καθυστέρηση στις σχετικές ανακοινώσεις τον Ιανουάριο, αλλά αφορούσαν τη συνολικότερη απρονοησία αρκετών κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης της αμερικανικής.

Την ίδια στιγμή, παρότι τα δυτικά ΜΜΕ προσπαθούν να υπογραμμίσουν αυτές τις ευθύνες, στην ίδια την Κίνα ο χειρισμός της πανδημίας τελικά ενίσχυσε τη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Σι Τζινπίνγκ. Η αίσθηση ότι η Κίνα απέφυγε τα χειρότερα και τελικά είχε μικρότερο κόστος σε σχέση με άλλες χώρες συνέβαλε σε αυτό. Την ώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη σχεδόν 100.000 θύματα από την πανδημία η Κίνα, με πολλαπλάσιο πληθυσμό, επισήμως ανακοινώνει 4634.

Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης

Η διπλή σύνοδος συμπίπτει με πολλές αβεβαιότητες ως προς την παγκόσμια οικονομία. Τα μέτρα που έχει ανακοινώσει η κινεζική κυβέρνηση δείχνουν αρκετά στοχευμένα. Προς το παρόν οι σχεδιαστές της κινεζικής οικονομικής πολιτικής δείχνουν να θέλουν να αποφύγουν τα μεγάλα πακέτα τόνωσης της οικονομίας που θα αύξαιναν και το χρέος, διαλέγοντας πιο περιορισμένες παρεμβάσεις και ελπίζοντας στο ίδιο το βάθος της κινεζικής οικονομίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει πρόβλεψη για έλλειμμα τουλάχιστον 3,6%, έκδοση ειδικών ομολόγων ενός τρισεκατομμυρίου γουάν, περικοπές φόρων 2,5 τρισεκατομμυρίων γουάν, αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού κατά 6,6% και προσπάθεια για «σφίξιμο του ζωναριού» σε όλα τα επίπεδα της διακυβέρνησης.

Το νέο τοπίο του οικονομικού πολέμου με τις ΗΠΑ

Την ίδια στιγμή, πρέπει να αντιμετωπίσουν και τη νέα φάση του ιδιότυπου οικονομικού πολέμου με την ΗΠΑ. Μπορεί να απετράπη προσωρινά ο ανοιχτός εμπορικός πόλεμος, αν και οι δασμοί είναι πια υψηλότεροι παρά ποτέ, όμως άλλα όπλα ρίχνονται στη μάχη. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους τρία είναι τα ανοιχτά μέτωπα με την Κίνα στην οικονομία: πρώτον, η προσπάθεια της Κίνας να διεκδικήσει τεχνολογική υπεροχή, γύρω από το στόχο Made in China 2025. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τη μεγάλη διαμάχη γύρω από τεχνολογίες όπως το 5G. Δεύτερον, η στρατηγική «ένας δρόμος, μία ζώνη», που εξηγεί γιατί μετά το 2017 υπάρχουν τόσες αντιπαραθέσεις γύρω από την προσπάθεια της Κίνας να διεκδικήσει μεγάλες επενδύσεις υποδομών. Τρίτον, η διαφαινόμενη προσπάθεια της Κίνας να συνδέσει την εμπορική τεχνολογική έρευνα και τη στρατιωτική, εξ ου και η κλιμάκωση των κατηγοριών ότι η Κίνα επιδίδεται διαρκώς σε «κυβερνοπειρατεία» (παρότι είναι γνωστό ότι και οι δυτικές υπηρεσίες επίσης εξελίσσουν αντίστοιχα συστήματα).

Τελευταίο χτύπημα η απόφαση των ΗΠΑ να επιβάλουν ακόμη πιο ισχυρές κυρώσεις στη HUAWEI στην προσπάθεια να ανακόψουν την διεκδίκηση μεγάλου μεριδίου από τις υποδομές κινητής τηλεφωνίας 5G. Οι κυρώσεις αυτές επεκτείνονται σε όσες εταιρείες κάνουν συναλλαγές με τη Huawei και χρησιμοποιούν αμερικανική τεχνολογία για τα τσιπ. Η στόχευση είναι προφανής: οι τεχνολογίες παραγωγής τσιπ είναι από τους τομείς όπου οι ΗΠΑ διατηρούν προβάδισμα. Τα μεγάλα «χυτήρια» τσιπ στην Ταϊβάν και αλλού που παράγουν τον εξοπλισμό για τα προϊόντα της HUAWEI χρησιμοποιούν αμερικανικές μηχανές και λογισμικό και άρα είναι ευάλωτα σε κυρώσεις. Η ίδια η Κίνα έχει ένα μεγάλο απόθεμα τσιπ, αγορασμένο τα προηγούμενα χρόνια για τη δημιουργία αποθεμάτων και είναι σε έναν πραγματικό αγώνα δρόμου για να αποκτήσει τεχνολογική αυτοτέλεια και σε αυτόν τον τομέα, να μπορεί δηλαδή να παράγει με δικά της μηχανήματα και δική της τεχνολογία.

Ούτως ή άλλως, φαίνεται ότι και η πανδημία οδηγεί σε έναν κόσμο πιο διαιρεμένο και ανταγωνιστικό. Σε αντίθεση με μια εικόνα γενικευμένης «παγκοσμιοποίησης», ολοένα και περισσότερο μεταβαίνουμε σε έναν κόσμο όπου η οικονομική δραστηριότητα επικεντρώνεται σε συγκεκριμένους πόλους.

Η Κίνα αυξάνει το εμπόριό της με τις άλλες ασιατικές χώρες καλύπτοντας έτσι την υποχώρηση στο εμπόριο με τις ΗΠΑ. Ούτως ή άλλως, το 60% του εμπορίου των ασιατικών χωρών γίνεται εντός Ασίας, κατά τρόπο ανάλογο με αυτό που συμβαίνει π.χ. στην ΕΕ. Και αυτή τη στιγμή αυτό ευνοεί την Κίνα καθώς αυτή τη στιγμή η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα, το Χονγκ Κονγκ και η Σιγκαπούρη έχουν χαμηλότερη ένταση της πανδημίας, με πολύ λιγότερα θύματα και άρα μεγαλύτερα περιθώρια οικονομικής δραστηριότητας, την ώρα που στις ΗΠΑ και στη Δυτική Ευρώπη υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την κλίμακα της όποιας επανεκκίνησης της οικονομίας.

Οι συγκρούσεις του μέλλοντος

Τα περισσότερα δυτικά μέσα ως προς την κάλυψη της «διπλής συνόδου» κυρίως έχουν επικεντρώσει στο ζήτημα του Χονγκ Κονγκ και των σχεδίων για ενίσχυση του ελέγχου της πρώην βρετανικής αποικίας από την ενδοχώρα και για μεγαλύτερη καταστολή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων. Αυτό έχει να κάνει και μια συνολικότερη προσπάθεια να παρουσιαστεί η Κίνα όχι απλώς ως ένας ανταγωνιστής της Δύσης στο οικονομικό επίπεδο, αλλά ως η νέα απειλή, θυμίζοντας τον τρόπο που κάποτε η ΕΣΣΔ έπαιξε αυτό τον ρόλο, έστω και εάν αυτή τη στιγμή η Κίνα είναι πλήρως ενσωματωμένη στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και σε κανένα βαθμό δεν αντιπροσωπεύει ένα συνασπισμό χωρών με άλλο κοινωνικό σύστημα όπως έκανε η Σοβιετική Ένωση.

Την έμφαση αυτή στην Κίνα ως τη νέα μεγάλη απειλή υπογραμμίζει και πρόσφατο άρθρο του στρατηγού H.R. McMaster. Ο πρώην Εθνικός Σύμβουλος Ασφάλειας του Ντόναλντ Τραμπ, γνωστός και ο διανοούμενος στρατηγός, εξαιτίας του θεωρητικού έργου του, σε άρθρο στο περιοδικό The Atlantic σκιαγραφεί αναλυτικά ένα αφήγημα όπου οι βασικές οικονομικές στρατηγικές της κινεζικής ηγεσία παρουσιάζονται και αναλύονται ως γεωπολιτικές απειλές για τις ΗΠΑ και τη Δύση. Για τον McMaster εάν οι ΗΠΑ και η Δύση δεν πάρουν έγκαιρα μέτρα, η Κίνα θα γίνει ακόμη πιο επιθετική στην προώθηση μιας κρατιστικής οικονομίας και ενός αυταρχικού μοντέλου. Μπορεί να μην προτείνει κάτι ανάλογο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, αλλά οι διαχωριστικές γραμμές τείνουν ολοένα και περισσότερο προς τα εκεί.