Γύρω από τον Ντόναλντ Τραμπ δύο επιτελεία λειτουργούν πυρετωδώς αυτό τον καιρό: Το είναι είναι η δύναμη κρούσης του Λευκού Οίκου για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού – επιστήμονες με επικεφαλής τον δρ Αντονι Φάουτσι, διευθυντή  του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργιών και Λοιμωδών Νόσων. Με τον οποίο ο πρόεδρος έχει καταφέρει ήδη να έρθει σε σύγκρουση όταν ο Φάουτσι παρατήρησε πως εάν είχαν ληφθεί μέτρα νωρίτερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν γλιτώσει κάποιους από τους άνω των 40.000 θανάτων και των κρουσμάτων που ξεπερνούν κατά πολύ τα 740 χιλιάδες.

Το άλλο επιτελείο εργάζεται εξίσου, αν όχι περισσότερο, πυρετωδώς και με αυτό ο πρόεδρος τα πηγαίνει σαφώς καλύτερα: είναι οι υπεύθυνοι της προεκλογικής του εκστρατείας με τα μάτια στραμμένα στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Και εκείνοι κοιτούν τους ίδιους αριθμούς: Τον αριθμό των Αμερικανών που ασθενούν και πεθαίνουν από τον κορωνοϊό. Τον αριθμό των εβδομάδων πριν υπάρξει επανεκκίνηση της οικονομίας και προσπάθεια ανάκαμψης.

Τον αριθμό των Αμερικανών που χάνουν την ασφαλιστική τους κάλυψη και το σπίτι τους αφότου έχασαν τη δουλειά τους. Ιδιαίτερα για τους πολιτικούς επιστήμονες, ένας αριθμός είναι ιδιαίτερα σημαντικός και αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο -18,3. Είναι ο υπολογισμός για το πόσο γρήγορα πέφτει η οικονομία στο δεύτερο τετράμηνο, ένα μέτρο για το πόσα λιγότερα παράγει η αμερικανική οικονομία καθώς επιχειρήσεις έχουν κλείσει, η ανεργία διογκώνεται και η πανδημία σκοτώνει. Για τους γνωρίζοντες, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ενδείξεις για το εάν ο τωρινός πρόεδρος θα μπορέσει να επανεκλεγεί – κάθε πρόσθετη ποσοστιαία μονάδα ανάπτυξης του ΑΕΠ ισούται με μια πρόσθετη μονάδα μεριδίου ψήφων.

Αυτή την στιγμή οι Αμερικανοί βλέπουν την οικονομία τους να εξατμίζεται με τον γρηγορότερο ρυθμό στη σύγχρονη ιστορία. Θα μπορούσε αυτό να είναι προοίμιο ενός Δημοκρατικού θριάμβου τον Νοέμβριο;  Δύσκολο να το πούμε αυτή τη στιγμή. Οι Αμερικανοί τιμωρούν τους προέδρους που δεν τα έχουν πάει καλά στην οικονομία, όταν όμως συμβαίνει μια μεγάλη κρίση συνήθως συσπειρώνονται γύρω τους. Η πανδημία είναι μια κρίση «μαύρος κύκνος» που συνέβη σε έναν συγκεκριμένο πρόεδρο μέσα σε ένα ακραίο πολιτικό περιβάλλον. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο άνευ προηγουμένου. Παρ’ όλο που σε κάποιους κάτι έχει αρχίσει να θυμίζει.

Ο Μουσολίνι και τα tweet

Ενα κυριακάτικο πρωινό του 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε retweet μια φράση του φασίστα ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Η ανάρτηση από τον λογαριασμό @ilduce2016 έγραφε: «Είναι καλύτερο να ζήσεις μια μέρα σαν λιοντάρι παρά 100 χρόνια ως πρόβατο». Σε τηλεοπτική του συνέντευξη αργότερα εκείνη την ημέρα, στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας στις ΗΠΑ, o Τραμπ υπερασπίστηκε την απόφασή του λέγοντας ότι πάντα ψάχνει «για έξυπνες φράσεις». Μετά το retweet το ερώτημα τέθηκε: «Είναι ο Τραμπ φασίστας; Ενα είναι σίγουρο: Κάνει tweet σαν να είναι».

Ο Τραμπ, βέβαια, δεν είναι Μουσολίνι. Ομως το περιστατικό και οι καιροί εξηγούν γιατί η Μαντλίν Ολμπράιτ, που διέφυγε από τον ευρωπαϊκό φασισμό ως παιδί και έγινε η πρώτη γυναίκα υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ασχολείται με την προοπτική ενός ακραίου αυταρχικού εθνικισμού – ή φασισμού – στο τελευταίο της βιβλίο «Φασισμός: Μια προειδοποίηση» που έγραψε μαζί με τον βραβευμένο δημοσιογράφο Μπιλ Γούντγουορντ.

Ξεκινά με τον Μουσολίνι.

Και εξηγεί: «Ο Μουσολίνι καλούσε τους οπαδούς του να πιστέψουν σε μια Ιταλία που θα ευημερεί επειδή είναι αυτάρκης και τη φοβούνται όλοι. Ετσι ξεκίνησε ο φασισμός του 20ου αιώνα: με έναν δημοφιλή ηγέτη που εκμεταλλεύθηκε την απογοήτευση των πολιτών και έταζε τα πάντα». Ο Ντούτσε χρησιμοποιούσε συχνά τη φράση «να ξεραθεί ο βάλτος», συνεχίζει η Ολμπράιτ, κάνοντας έμμεσα παραλληλισμούς με τον Τραμπ που είχε ως προεκλογικό του σύνθημα ότι «θα ξεράνει τον βάλτο της Ουάσιγκτον». «Ηταν φανφαρόνος και ήθελε μόνο να μιλά, δεν άντεχε να ακούει κανέναν». Σε αντίθεση με τον Χίτλερ δεν είχε ιδεολογία. Ηταν λαϊκιστής. Στον Μουσολίνι αναφέρεται η Ολμπράιτ.

Ο ελέφαντας στις σελίδες

Παρατηρεί ότι στις αρχές του 21ου αιώνα πολλοί αυταρχικοί ηγέτες έχουν εμφανισθεί – από την Ουγγαρία και τις Φιλιππίνες μέχρι την Τουρκία και τη Βενεζουέλα. «Αντιδημοκρατικοί πολιτικοί κερδίζουν δημοκρατικές εκλογές», προσθέτει. «Σήμερα δεν ζούμε τον φασισμό όμως βλέπουμε κοινωνίες που μοιάζουν με εκείνες που τον καλλιέργησαν».

Η ανησυχία της πρώην υπουργού Εξωτερικών για το μέλλον της αμερικανικής πολιτικής  διατρέχει όλο το βιβλίο. «Ο ελέφαντας σε αυτές τις σελίδες είναι, φυσικά, ο Ντόναλντ Τραμπ», γράφει. Κέρδισε την προεδρία «επειδή έπεισε αρκετούς ψηφοφόρους στις σωστές πολιτείες ότι έλεγε την ωμή αλήθεια, ήταν άριστος διαπραγματευτής και προασπιστής των αμερικανικών συμφερόντων. Το ότι δεν είναι τίποτα από αυτά θα έπρεπε να μας κρατάει ξύπνιους τα βράδια, όμως υπάρχει ένας ακόμα μεγαλύτερος λόγος ανησυχίας: Ο Τραμπ είναι ο πρώτος αντιδημοκρατικός πρόεδρος στην σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ».