Μιλούσε για κρατικοποιήσεις. Το προεκλογικό πρόγραμμα των Εργατικών επί των ημερών του ήταν ένα κόκκινο βιβλιαράκι με τίτλο «Είναι ώρα για αληθινή αλλαγή». Διαλαλούσε τον ριζοσπαστισμό του. Είχε πάρει το κόμμα του Τρίτου Δρόμου και το είχε στρίψει όλο αριστερά. Γι’ αυτούς – και πολλούς άλλους λόγους – η κορμπινομανία που είχε καταλάβει τους αριστεριστές στο Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρούνταν και στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ. Το βρετανικό είδωλο της πρώτη φορά Αριστεράς όμως οδήγησε το ένα από τα δύο παλαιότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του ευρωπαϊκού κόσμου σε μια από τις χειρότερες ήττες της ιστορίας του.

Παρ’ όλ’ αυτά, οι συριζαίοι κορμπινίστας θα μπορούσαν να πάρουν κάποια μαθήματα από το πώς ο Τζέρεμι Κόρμπιν κατάφερε να κατεδαφίσει το Κόκκινο Τείχος. Μαθήματα για το τι αποφεύγουν τα κόμματα εξουσίας.

Στις περισσότερες από τις αναλύσεις του περιβάλλοντος και των υποστηρικτών του η κύρια αιτία της εκλογικής καθίζησης του Εργατικού Κόμματος ήταν το Brexit. Μια αιτία που δεν μπορεί να συσχετιστεί με όσα συμβαίνουν στον χώρο της ελληνικής προοδευτικής παράταξης. Σύμφωνοι. Εκτός αν την προσεγγίσει κανείς μεθοδολογικά. Αν, π.χ., εξετάσει τη ρητορική που ο Κόρμπιν επέλεξε στο νούμερο ένα ζήτημα της πρόσφατης βρετανικής κάλπης, εξάγει συμπεράσματα για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να σχεδιάζει τη στρατηγική του ένα κόμμα σε όλα τα πεδία.

Τα λάθη των Εργατικών

Οι Εργατικοί δεν κατόρθωσαν να παρουσιάσουν μια καθαρή θέση για το Brexit. Το εκλογικό σώμα, λοιπόν, δεν ήξερε αν είναι υπέρ της παραμονής της χώρας στην ΕΕ ή κατά. Ετσι, έχασαν έδαφος τόσο ανάμεσα στους ψηφοφόρους του Remain όσο και μεταξύ εκείνων που ζητούσαν την αποχώρηση από την Ενωση. Για ορισμένους αναλυτές η στάση του κόμματος δεν έδειχνε απλά ασαφής, φαινόταν κυνική και οπορτουνιστική. Εδινε, δηλαδή, την εντύπωση πως παίζει εκλογικά παιχνίδια αντί να υπερασπιστεί το φιλευρωπαϊκό παρελθόν του – ή το εθνικό συμφέρον.

Παρεμπιπτόντως, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας αναλύσεων Datapraxis, σχεδόν οι μισές από τις έδρες που έχασαν οι Εργατικοί οφείλονται σε μετακινήσεις οπαδών του Remain προς άλλα κόμματα. Οπως το έθεσε κι ο Τόνι Μπλερ «ακολουθήσαμε έναν δρόμο σχεδόν κωμικής αναποφασιστικότητας, αποξενώσαμε και τις δύο πλευρές της συζήτησης, αφήνοντας τους ψηφοφόρους χωρίς κατεύθυνση ή ηγεσία». Μάθημα πρώτο λοιπόν: Χρειάζεται πάντα ένα ξεκάθαρο μήνυμα.

Για τα στελέχη του Εργατικού Κόμματος που στηρίζουν τον Κόρμπιν το πρόγραμμα το οποίο παρουσίασαν προεκλογικά δεν ήταν τετραετίας, αλλά δεκαετίας. Η εσωκομματική αντιπολίτευση, από την άλλη, υποστήριζε – πριν καν φτάσουν στην πανωλεθρία της κάλπης – πως είχαν καταρτίσει ένα πρόγραμμα που υπόσχεται τα πάντα στους πάντες. Υπόσχεται από δωρεάν Ιντερνετ μέχρι ψήφο στα 16. Κι από δωρεάν φροντίδα των ηλικιωμένων μέχρι κρατικοποιήσεις.

Το σκεπτικό της ηγεσίας ήταν πως χάρη στις τόσες πολλές παροχές θα κατόρθωναν να αλλάξουν την ατζέντα και δεν θα έπαιζε ρόλο το Brexit. Τελικά, όχι μόνο δεν κατάφεραν κάτι τέτοιο, αλλά με την ακατάσχετη παροχολογία προκάλεσαν το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα: οι ψηφοφόροι ενστικτωδώς δεν πίστεψαν ότι θα υλοποιούνταν όλες αυτές οι «δεσμεύσεις».

Δίδαγμα δεύτερο, άρα, η παροχολογία δεν αποδίδει πάντα. Μεταξύ μας, αυτό θα έπρεπε να το έχουν διδαχθεί οι του ΣΥΡΙΖΑ από τη δική τους ήττα, αλλά όπως και να ‘χει η περίπτωση των βρετανών Εργατικών μπορεί να λειτουργήσει ως η επανάληψη που είναι μητέρα της μάθησης.

Ακρα Αριστερά. Τις προάλλες ο μοναδικός αρχηγός των Εργατικών που έχει κερδίσει τρεις αναμετρήσεις στη σειρά, ο Τόνι Μπλερ, έδωσε τις δικές του εξηγήσεις για τους λόγους της συντριπτικής ήττας του άλλοτε κραταιού κόμματός του. «Η κατάληψη του Εργατικού Κόμματος από την Ακρα Αριστερά εξελίχθηκε σε ένα εξιδανικευμένο κίνημα διαμαρτυρίας με καλτ απομεινάρια, απολύτως ανίκανο να γίνει αξιόπιστη κυβέρνηση. Το (εκλογικό ) αποτέλεσμα μας ντρόπιασε» είπε. «Στην ουσία» συνέχισε σχολιάζοντας το περιεχόμενο του κόκκινου μανιφέστου του Κόρμπιν «πρόκειται για μία κραυγή οργής κατά του συστήματος. Δεν είναι πρόγραμμα διακυβέρνησης. Για να κερδίσεις την εξουσία, χρειάζεται αυτοπειθαρχία, όχι αυταρέσκεια».

Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στην εξουσία ακολουθώντας αυτήν ακριβώς την κορμπινική τακτική που περιγράφει ο Μπλερ. Τότε, όμως, το 2015, δεν κουβαλούσε κυβερνητικές θητείες στην πλάτη του – ήταν ένα φρέσκο, διαφορετικό κόμμα. Τώρα, έχει εμπειρία διακυβέρνησης, έχει παρελθόν σε όλα τα ζητήματα που διαχειρίζεται μια κυβέρνηση – από εκείνα της καθημερινότητας μέχρι τα εθνικά. Μάθημα τρίτο επομένως: Δεν μπορεί να επιστρέφει στον αντιπολιτευτικό καταγγελτικό εαυτό του. Από τη στιγμή που μοιάζει να καθιερώθηκε ως ο ένας από τους δύο πόλους του δικομματισμού οφείλει να συμπεριφέρεται σαν κόμμα εξουσίας: Να αποκτήσει και συγκεκριμένες υλοποιήσιμες προτάσεις και αυτοπειθαρχία ώστε να χτίζει το προφίλ της αξιόπιστης εναλλακτικής.

Δίδαγμα τελευταίο, όχι όμως αμελητέο: Ο ριζοσπαστισμός δεν πείθει τα μεγάλα ακροατήρια, αφορά ελάχιστους προσηλυτισμένους. Εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να είναι ένα κόμμα-σέχτα – σαν αυτό που έφτιαξε ο Κόρμπιν -, αλλά ένα κόμμα-εκκλησία – σαν εκείνο που ήταν μέχρι πρότινος οι Εργατικοί στη βρετανική πολιτική σκηνή – , πρέπει να μετατοπιστεί ειλικρινά ιδεολογικά προς το κέντρο. Αυτό το τελευταίο μάθημα ο Τσίπρας δείχνει να το έχει μάθει. Μένει να φανεί αν το έμαθε παπαγαλία ή πράγματι το αφομοίωσε.