Ομολογουμένως ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη. Αναφερόμαστε στην εισαγγελική πρόταση στη δίκη της Χρυσής Αυγής που στην πραγματικότητα απλώς δεν είδε την εγκληματική δράση της οργάνωσης όπως αυτή αναδείχτηκε και τεκμηριώθηκε στα 4,5 χρόνια που διήρκεσε η ακροαματική διαδικασία.

Η δολοφονία Φύσσα καταλύτης για τη συνειδητοποίηση ότι πρόκειται για εγκληματική οργάνωση

Έχει γραφτεί πολλές φορές ότι το σημείο καμπής ήταν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Τα στοιχεία για τη δράση της οργάνωσης είχαν καταγραφεί με διάφορους τρόπους και στο παρελθόν. Όμως, τότε η συνειδητοποίηση φάνηκε να αγγίζει και το πολιτικό σύστημα και τη Δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η διαδικασία της δίωξης.

Η βασική συνειδητοποίηση – και στην οποία το αντιφασιστικό κίνημα επέμεινε πολύ καιρό πριν – ήταν ότι η Χρυσή Αυγή δεν ήταν απλώς μια ακροδεξιά οργάνωση, έστω και με ακραία ιδεολογία. Ήταν μια νεοναζιστική οργάνωση που λειτουργούσε ως εγκληματική οργάνωση.

Γι’ αυτό υπήρξε η συγκεκριμένη δίωξη, που δεν περιορίστηκε απλώς στη δολοφονία Φύσσα αλλά στράφηκε κατά ολόκληρης της ηγεσία της Χρυσής Αυγής, κατηγορώντας τα στελέχη της για ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, ενώ παράλληλα προχώρησε στην ενοποίηση των δικογραφιών που υπήρχαν κατά μελών και στελεχών της οργάνωσης.

Η εγκληματική βία οργανικό στοιχείο της ιδεολογίας και της πολιτικής της Χρυσής Αυγής

Η βία της Χρυσής Αυγής εναντίον συνδικαλιστών, αγωνιστών, μεταναστών, δεν αφορούσε ποτέ απλώς «μεμονωμένα περιστατικά». Δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιων «ατομικών αποφάσεων» των μελών της. Δεν ήταν ποτέ «στιγμιαία υπόθεση».

Η βία της Χρυσής Αυγής ήταν ο πυρήνας της οργανωμένης πολιτικής δράσης της. Γιατί η Χρυσή Αυγή δεν είχε μόνο μια εκλογική στρατηγική, για την ακρίβεια δεν είχε κυρίως μια εκλογική στρατηγική. Είχε και μια «εδαφική» στρατηγική, στο πρότυπο του ναζιστικού κόμματος της Γερμανίας. Αυτό σήμαινε ότι ήθελε να μπορεί να ελέγχει περιοχές και να κερδίζει το δρόμο. Και αυτό γινόταν με τη βία. Η προσπάθειά της να ελέγξει την περιοχή του Περάματος, που ήταν η αιτία της επίθεσης στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Ταυτόχρονα, η βία στη Χρυσή Αυγή ήταν οργανικό στοιχείο της πολιτικοποίησης των μελών της. Η Χρυσή Αυγή οργανωμένα και συνειδητά, εκπαίδευε τα μέλη της στη βία, τα έστελνε σε βίαιες δράσης ως στοιχείο της «μύησής» τους στην οργάνωση και δεν τα προετοίμαζε για κάποια νόμιμη δράση, αλλά να γίνουν μέλη «ταγμάτων εφόδου».

Μια οργάνωση που η ηγεσία είχε τον τελευταίο λόγο

Παράλληλα, η δίκη απέδειξε ότι είχαμε να κάνουμε με μια εγκληματική οργάνωση που λειτουργούσε ιεραρχικά και όπου ηγεσία, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού Νίκου Μιχαλολιάκου, όχι μόνο είχε γνώση του τι συνέβαινε και τι έκαναν τα μέλη, αλλά και είχε και τον τελευταίο λόγο, έδινε την εντολή ή την έγκριση.

Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, από το καταστατικό της οργάνωσης που αποδίδει ιδιαίτερο κεντρικό ρόλο στον αρχηγό μέχρι τα αναλυτικά διαγράμματα των επικοινωνιών σε κρίσιμες στιγμές δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολιών για το πώς λειτουργούσε η οργάνωση και πώς η ηγεσία ήταν αυτή που έδινε τις εντολές για εγκληματικές πράξεις.

Επιθέσεις οργανωμένες και δολοφονικές

Εντυπωσιάζει πολύ δυσάρεστα η προσπάθεια της εισαγγελικής πρότασης να υποβαθμίσει την βιαιότητα και το χαρακτήρα της υπόθεσης, την ώρα που η ακροαματική διαδικασία ανέδειξε την ιδιαίτερα βίαιο χαρακτήρα τους.

Αυτό δείχνει η επιμονή της εισαγγελικής πρόθεσης να διαπιστώνει ότι δεν υπήρχε ανθρωποκτόνα πρόθεση ή επικίνδυνη σωματική βλάβη σε επιθέσεις που θα μπορούσαν να είχαν αποβεί δολοφονικές.

Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι η Χρυσή Αυγή οργάνωνε ιδιαίτερα βίαιες επιθέσεις, με τα «τάγματα εφόδου» να επιτίθενται οργανωμένα και εξοπλισμένα με σκοπό τη διάπραξη ιδιαίτερα βίαιων ενεργειών και όχι απλώς κάποιων αντεγκλήσεων.

Η Χρυσή Αυγή δεν ήταν ποτέ απλώς ένα πολιτικό κόμμα

Η εισαγγελική πρόταση παραπέμπει στην αντίληψη ότι κατά βάση η Χρυσή Αυγή ήταν ένα πολιτικό κόμμα που απλώς κάποια μέλη του σε κάποιες περιπτώσεις ενεπλάκησαν σε κάποιες βιαιοπραγίες, που όμως δεν ήταν οργανωμένες ούτε καθοδηγημένες από την ηγεσία. Σε αυτή τη βάση τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα την παρουσιάζει ως έγκλημα και πράξη μόνο του Ρουπακιά και όχι ως τμήμα μιας επίθεσης οργανωμένης και καθοδηγημένης από την ηγεσία.

Όμως, η ίδια η ακροαματική διαδικασία αλλά και η ίδια η εμπειρία από τη δράση της οργάνωσης εδώ και χρόνια, με το πλήθος επιθέσεων, βιαιοπραγιών, προπηλακισμών και αποκορύφωμα τις δολοφονικές επιθέσεις έχουν κάνει σαφές ότι δεν είχαμε να κάνουμε με ένα ακροδεξιό πολιτικό κόμμα. Είχαμε να κάνουμε με μια νεοναζιστικής ιδεολογίας εγκληματική οργάνωση. Αυτό δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε.

Οι θεσμοί πρέπει να σταθούν στο ύψος τους

Η εισαγγελική πρόταση δεν προεξοφλεί και την απόφαση του δικαστηρίου. Με αυτή την έννοια η δίκη δεν έχει τελειώσει.

Όμως, εάν η απόφαση του δικαστηρίου ακολουθήσει το νήμα της εισαγγελικής πρότασης, αυτό θα σηματοδοτεί ότι η Χρυσή Αυγή θα δοκιμάσει να κάνει τη «μεγάλη επιστροφή» στην πολιτική ζωή της χώρας. Και ξέρουμε πια πολύ καλά ότι αυτό δεν θα αφορά μόνο τις εκλογές αλλά και τους δρόμους και τη βίαιη δράση, όσο λαβωμένη και εάν είναι αυτή τη στιγμή η ναζιστική οργάνωση από τις εσωτερικές έριδες του τελευταίου διαστήματος.

Η ηγεσία και τα στελέχη της Χρυσής Αυγής θα θεωρήσουν τυχόν απαλλαγή τους ως δικαίωση της μέχρι τώρα δράση τους και ως δυνατότητα να συνεχίσουν στην ίδια κατεύθυνση. Για την κοινωνία, όμως, που έχει δείξει με ποικίλους τρόπους τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά της, η απαλλαγή θα αντιμετωπιστεί ως αδυναμία των θεσμών να υψώσουν το ανάστημά τους απέναντι σε μια εγκληματική οργάνωση.

Ιδίως, μάλιστα, όταν υπήρξαν πολλές φορές υπόνοιες ή ενδείξεις ότι εντός των θεσμών της Πολιτείας υπάρχουν συμπάθειες προς την πολιτική και την ιδεολογία της Χρυσής Αυγής. Αυτό αφορά τόσο ενδείξεις για την απήχησή της στα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις (ενδεικτική και η παρουσία αποστράτων στα ψηφοδέλτιά της) αλλά ακόμη και στο δικαστικό σώμα.

Ο δικηγόρος Θανάσης Καμπαγιάννης, που παρίσταται στη δίκη ως πολιτική αγωγή ανέφερε χαρακτηριστικά με αφορμή την εισαγγελική πρόταση: «Κύκλοι του βαθέος κράτους – έως και παρακράτους – που τα προηγούμενα χρόνια συγκάλυπταν την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, με προσβάσεις στην Εισαγγελία και σε συνεννόηση με τη ναζιστική συμμορία, επιχειρούν το ξέπλυμα της εγκληματικής οργάνωσης και την ολική επαναφορά της Χρυσής Αυγής στους δρόμους και στο πολιτικό σύστημα. Η εισαγγελέας της έδρας εμφανίστηκε σήμερα ως το ομιλούν εργαλείο αυτού του σχεδιασμό».