Οταν το πρωί της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου 1944 ρίχτηκαν πυροβολισμοί στην πλατεία Συντάγματος κατά της άοπλης διαδήλωσης που είχε οργανώσει το ΕΑΜ διαμαρτυρόμενο για την απαίτηση να διαλυθούν οι αντάρτικες ομάδες, ξεκινούσε και η μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση που γνώρισε η πόλη της Αθήνας, ενώ κλιμακωνόταν ένας εμφύλιος πόλεμος που, έστω και ακήρυκτος, ήταν σε εξέλιξη ήδη από τα χρόνια της Κατοχής.

Η ίδια η σύγκρουση ανάμεσα σε ένα μαζικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα που έθετε παράλληλα ένα ρητό αίτημα κοινωνικού μετασχηματισμού και έναν συνασπισμό ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις, τα τμήματα του κρατικού μηχανισμού που είχαν συνεργαστεί με τις δυνάμεις κατοχής αλλά και αυτό που συνηθίσαμε να περιγράφουμε ως «δωσιλογισμό», ήταν βαθιά και με έναν τρόπο «υπαρξιακή». Αφορούσε δηλαδή το ποιο κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ θα όριζε την πορεία της χώρας τις επόμενες δεκαετίες. Ούτε είναι τυχαίο ότι εν μέσω του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και της συνεχιζόμενης συνεργασίας με την ΕΣΣΔ, ο Τσόρτσιλ όχι μόνο εμπόδισε την όποια πολιτική λύση θα απέτρεπε τη γενίκευση της σύγκρουσης, αλλά και θα κάνει την περίφημη αναφορά στη μεταχείριση της Αθήνας ως κατεχόμενης πόλης, που θα οδηγήσει στο παράδοξο ο μόνος βομβαρδισμός που θα υποστεί η κηρυγμένη ως ανοχύρωτη πόλη της Αθήνας να είναι αυτός από τα βρετανικά πολεμικά αεροσκάφη.

Η βιαιότητα της σύγκρουσης, που θα τροφοδοτήσει τη μετέπειτα «πτωματολογία» που θα αποτελέσει στοιχείο της επίσημης ιδεολογίας μέχρι και την εποχή της χούντας, αντιστοιχούσε ακριβώς στον χαρακτήρα των κοινωνικών δυναμικών που αναπτύχθηκαν. Τμήμα ενός ευρύτερου πανευρωπαϊκού κύκλου ταξικών και πολιτικών συγκρούσεων, στην Ελλάδα η αντιπαράθεση θα πάρει ακόμη πιο βίαιη μορφή. Η αντίθεση ανάμεσα στη «Σκομπία» και στις εαμοκρατούμενες περιοχές δεν αφορούσε απλώς πολιτικές παρατάξεις, αλλά διαφορετικές πλευρές βαθιών κοινωνικών διαιρέσεων, που στην Κατοχή είχαν πάρει ακόμη πιο έντονη μορφή. Οι ίδιες πρακτικές που ξεδιπλώθηκαν τον Δεκέμβριο του 1944, από τις εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες κατηγορουμένων για δωσιλογισμό και τη μαζική ομηρεία ως το σφυροκόπημα περιοχών αμάχων από τις βρετανικές δυνάμεις (η παρουσία των οποίων θα κρίνει και τον στρατιωτικό συσχετισμό δύναμης), αναδεικνύουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της σύγκρουσης.

Ταλαντεύσεις

Εάν για τις αστικές πολιτικές δυνάμεις η οδυνηρή εμπειρία των συγκρούσεων θα γείρει την πλάστιγγα υπέρ της προετοιμασίας για την επόμενη φάση του Εμφυλίου και την κλιμάκωση της μετάβασης προς ένα «καθεστώς έκτακτης ανάγκης», στην περίπτωση των ΕΑΜικών δυνάμεων τα πράγματα θα είναι πολύ πιο αντιφατικά. Η διαρκής ταλάντευση ανάμεσα σε ένα σχέδιο κατάληψης της εξουσίας και την αξιοποίηση της ένοπλης δράσης ως μέσο πολιτικής διαπραγμάτευσης παρέπεμπε σε μια συνολικότερη ταλάντευση ανάμεσα στον δύσβατο δρόμο της επιμονής σε μια επαναστατική δυναμική και την προσπάθεια κατοχύρωσης μιας θέσης σε ένα δημοκρατικό μεταπολεμικό πλαίσιο. Ως αποτέλεσμα, η ασάφεια του ίδιου του αιτήματος της «λαοκρατίας» συναντούσε τις ταλαντεύσεις ως προς την ένοπλη πάλη.

Η αναδρομική πρόσληψη του Δεκέμβρη του 1944 έχει πάρει διάφορες μορφές. Από τη μια πλευρά, η έμφαση στην «κόκκινη βία» θα αξιοποιηθεί, σε διάφορες στιγμές, ως νομιμοποίηση για τη βαναυσότητα και τον δομικά αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του μετεμφυλιακού κράτους, ενώ πιο πρόσφατα θα προβληθεί ως επιχείρημα υπέρ μιας πιο μαχητικής θωράκισης της φιλελεύθερης δημοκρατίας έναντι όσων την αμφισβητούν, φτάνοντας συχνά στα όρια ενός «ιστορικού αναθεωρητισμού» που παραβλέπει και τη βαρύτητα του δωσιλογισμού και τον τρόπο που ενσωματώθηκαν στην «εθνική παράταξη» οι συνεργάτες των κατακτητών.

Από την άλλη, στην πλευρά της Αριστεράς, η ήττα του Εμφυλίου για πολύ καιρό θα τροφοδοτήσει το αφήγημα του «λάθους» και την αντιμετώπιση της βίας ως «παρεκτροπής». Οι ταλαντεύσεις των «επίσημων» αποτιμήσεων από την πλευρά της κομμουνιστικής Αριστεράς θα αντιστοιχούν και στις αντίστοιχες πολιτικές ταλαντεύσεις, είτε προς τον «δημοκρατικό δρόμο» είτε προς μια κατεύθυνση «ρήξης και ανατροπής». Πάντως, ένα πρόσφατο κύμα ιστορικών μελετών έχει ρίξει φως και στην κλίμακα της σύγκρουσης και στην εξεγερσιακή δυναμική που ακολουθήθηκε.

Η ίδια η μνήμη πάντως θα ακολουθήσει και τις δικές της διαδρομές. Από τα σημάδια των συγκρούσεων που είναι ακόμη ορατά σε τοίχους της Αθήνας, ως το πέρασμα, από γενιά σε γενιά, αφηγήσεων για τότε που η πόλη της Αθήνας ήταν ένα πεδίο μάχης, θα παραμείνει ένα ενεργό στοιχείο μιας πόλης με τους «κεραυνούς […] μυστικά αποθηκευμένους στους υπονόμους» για να θυμηθούμε τον στίχο του Γιάννη Ρίτσου από την «Ανυπότακτη Πολιτεία».

«Βάρκιζα τέλος»

Η Συμφωνία της Βάρκιζας έμεινε στην Ιστορία ως ο οδυνηρός συμβιβασμός που ολοκλήρωσε μια ήττα τον Δεκέμβριο του 1944 που μπορούσε να ήταν νίκη, ενώ η εικόνα των μαχητών του ΕΛΑΣ να κλαίνε κατά τον αφοπλισμό (στη φωτογραφία μερικά από τα 41.500 τυφέκια που παραδόθηκαν) στοίχειωσε για χρόνια τη μνήμη του «λαού της Αριστεράς».

Η εμφάνιση του συνθήματος «Βάρκιζα τέλος» στους τοίχους της Αθήνας μετά τον Δεκέμβριο του 2008 υποδηλώνει τον τρόπο που οι σύγχρονες κοινωνικές συγκρούσεις αναζητούν ιστορικά παραδείγματα.