Δεν ήταν μόνο η Ελλάδα τιμώμενη χώρα στη διεθνή έκθεση της Σαγκάης, ήταν και η Ιταλία. Εάν όμως έριχνε κανείς μια ματιά στον ιταλικό Τύπο το πρωί της περασμένης Δευτέρας, δεν θα διέκρινε ίχνος αισιοδοξίας. Οι ιταλικές εξαγωγές προς την Κίνα έπεφταν, παρατηρούσαν οι ιταλοί δημοσιογράφοι, την ίδια ώρα που όλο και περισσότερα κινεζικά προϊόντα έφταναν στην ιταλική αγορά. Και σαν να μην έφτανε αυτό το δυσοίωνο εμπορικό ισοζύγιο, οι κινεζικές επενδύσεις που προγραμματίζονταν στα λιμάνια της Γένοβας και της Τεργέστης έμοιαζαν να έχουν παγώσει. «Ούτε μισός γερανός δεν κινείται» διαπίστωνε μελαγχολικά η «Ρεπούμπλικα».

Αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να μελαγχολεί κανείς εδώ. Το αντίθετο. Ο,τι χάνει η Γένοβα και η Τεργέστη μπορεί να το κερδίσει ο Πειραιάς. Ο διακηρυγμένος στόχος του Πρωθυπουργού να «γίνει ο Πειραιάς το μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης» είναι και διακηρυγμένος στόχος της κινεζικής COSCO. Μπορεί ο Κολόμβος να έφυγε από το λιμάνι της Γένοβας για να ανακαλύψει την Αμερική, αλλά σχεδόν 500 χρόνια δεν χρειάζεται να ανακαλύψει κανείς ξανά την Αμερική. Στο κάτω κάτω αυτή είναι μια Αμερική που απομακρύνεται και απομονώνεται. Γιατί να μην εμπιστευτεί κανείς την τύχη του στην Κίνα που φιλοδοξεί να κάνει τον Πειραιά «διαμετακομιστικό κέντρο του κόσμου στο μοντέλο της Σιγκαπούρης», όπως διαβεβαίωσε προ ημερών ο πρόεδρος της COSCO;

Το ερώτημα αποκτά άλλο ενδιαφέρον εάν στην Αμερική που απομακρύνεται και την Ιταλία που μελαγχολεί προστεθεί η Γαλλία που γκρινιάζει. Γιατί στη Σαγκάη ήταν και ο πρόεδρος Μακρόν. Και ήταν από εκεί ακριβώς που είπε πως «πρέπει να διορθώσουμε τα λάθη του παρελθόντος όπου η Κίνα έκανε μαζικές επενδύσεις στην ΕΕ, όπως και στην Ελλάδα που είχε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες». Από εκεί πρόσθεσε πως «έχουμε οδηγήσει χώρες σε πολύ σκληρές και γρήγορες μεταρρυθμίσεις και σε αναγκαστικές ιδιωτικοποιήσεις χωρίς να υπάρχει ευρωπαίος αγοραστής». Αρα; «Αναγκάσαμε πολλές χώρες να έχουν μόνο μη ευρωπαίους επενδυτές». Κι επειδή ο πρόεδρος Μακρόν δεν ήθελε να υπάρξει οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με την ταυτότητα των μην ευρωπαίων επενδυτών, εξήγησε πως αυτοί δεν είναι άλλοι από τους «κινέζους επενδυτές».

Είναι ένας όχι γαλλικός, αλλά ευρωπαϊκός σοβινισμός αυτός που εκφράζει ο γάλλος πρόεδρος; Ο,τι και να είναι, σε αυτή τουλάχιστον τη φάση αφήνει παντελώς αδιάφορη την Ελλάδα. Η ελληνική αποστολή γύρισε από τη Σαγκάη με κινεζικές υποσχέσεις για επενδύσεις που θα ξεπεράσουν το ένα δισ. ευρώ, ενώ ήδη τρέχουν τα 612 εκατομμύρια του master plan της COSCO Hellas. Αν υπάρχουν κάποιοι λοιπόν στον πλανήτη που αποδεικνύουν το αφήγημα της κυβέρνησης για επενδύσεις που θα φέρουν την ανάπτυξη, αυτοί δεν είναι ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Αμερικανοί, αλλά ούτε και οι Γερμανοί στους οποίους απευθύνονταν πιθανότατα ο Μακρόν. Αυτοί οι κάποιοι είναι οι Κινέζοι.

Ακόμη χειρότερα για τον Μακρόν, οι Ελληνες είχαν τσακωθεί για τους Κινέζους προτού τους ανακαλύψει ο ίδιος ο Μακρόν. Τσακώθηκαν για πρώτη φορά το 2008 όταν λίγο πριν χτυπήσει την πόρτα της χώρας η κρίση, πρόλαβε να την ανοίξει ο τότε πρωθυπουργός Καραμανλής για να εγκατασταθεί η COSCO στον Πειραιά, αλλά και για να υπόσχεται ο Γιώργος Παπανδρέου πως όταν θα αναλάμβανε εκείνος την εξουσία θα απελευθέρωνε τον Πειραιά από τα κινεζικά χέρια. Και τσακώθηκαν ξανά για τους Κινέζους όταν τη σκυτάλη του αγώνα για την απελευθέρωση από τον ζυγό των Κινέζων πήρε ο Αλέξης Τσίπρας. Κι αυτός απειλούσε πως θα έδιωχνε τους Κινέζους και το ελληνικό λιμάνι θα αποδιδόταν στους Ελληνες.

Αλλά αυτός ο ελληνικός εμφύλιος για τους Κινέζους δεν μετατράπηκε σε ελληνοκινεζικό πόλεμο ούτε από τον Αλέξη Τσίπρα. Και κάπως έτσι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει την πολυτέλεια να καλεί τους Κινέζους χωρίς να απειλεί κανένας, από το ΠΑΣΟΚ έως τον ΣΥΡΙΖΑ, πως όταν έρθει στην εξουσία οι Κινέζοι θα πάρουν την επιστροφή στον δρόμο του μεταξιού.

Από αυτήν την άποψη, οι Κινέζοι ήρθαν εδώ για να μείνουν και τίποτε δεν φαίνεται να απειλεί την παρουσία τους. Δεν την απειλεί η αντιπολίτευση που δεν βρήκε να προσάψει τίποτε στην κυβέρνηση πέρα από λίγο «φανφαρονισμό» και «έλλειψη σχεδιασμού» για τη «σωστή» ανάπτυξη – αλλά πάντως ούτε λόγος για «ξεπούλημα» και «ασημικά». Ούτε και η ίδια η κυβέρνηση που προ μηνός πάγωσε μια κάποια διάθεση επεκτατισμού των Κινέζων σε περιοχές του λιμανιού όπου δεν είχαν λόγους να επεκταθούν πέρα από την ικανοποίηση του αισθήματος της λαιμαργίας.

Είναι όμως αυτό το τελευταίο επεισόδιο, αυτή η άρνηση στην επένδυση από μια φιλεπενδυτική κυβέρνηση, που επικαιροποιεί συνεχώς την γκρίνια του Μακρόν. Με λίγα λόγια, μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτή η Chinatown; Ως πού μπορεί να απλωθούν τα όριά της; Το ερώτημα διατηρεί τη σημασία του παρά το γεγονός ότι η Κίνα έχει πάψει να συμπεριφέρεται σαν τον νεόπλουτο που αγοράζει ό,τι κινείται και ό,τι πετάει. Ο δράκος δεν αισθάνεται πια σφριγηλός και ακμαίος, έχει αρχίσει να αισθάνεται τα συμπτώματα της οικονομικής κόπωσης.

Από την άλλη όμως δεν πρέπει να ξεχνά κανείς πως απέναντι σε αυτόν τον κάπως κουρασμένο δράκο υπάρχει πάντα μια Αμερική που απομονώνεται, μια Ιταλία που μελαγχολεί, μια Γαλλία που γκρινιάζει. Και μια Ελλάδα που διψά για επενδύσεις.