Την πρόταση νόμου σε σχέση με τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις που είχε παρουσιάσει το 2012 ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης θύμισαν οι πρόσφατες δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου περί πρόθεσης της κυβέρνησης να θέσει περιορισμούς στις λαϊκές διαδηλώσεις. Ηταν καλοκαίρι του 2011 όταν ο Νίκος Αλιβιζάτος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κλήθηκε από τον τότε δήμαρχο Αθηναίων να συντάξει μια σχετική πρόταση νόμου, ενώ στη χώρα διαδραματίζονταν μερικές από τις πιο ογκώδεις διαδηλώσεις των τελευταίων δεκαετών.

Της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που συστάθηκε για αυτόν τον σκοπό προήδρευε ο επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλης Βροντάκης, ενώ συμμετείχαν επίσης, εκτός από τον κ. Αλιβιζάτο, ο Αντώνης Μανιτάκης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Θεσσαλονίκη, ο λέκτορας Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Θράκης Γιάννης Κτιστάκις και ο δικηγόρος Αθανάσιος Τσιούρας. Η πρόταση νόμου είχε δοθεί σε δημόσια διαβούλευση προκαλώντας σειρά αντιδράσεων – θετικών και αρνητικών – ενώ στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε.

«Βασική επιδίωξη των συντακτών της παρούσας πρότασης είναι η ουσιαστική κατοχύρωση της ελευθερίας του συνέρχεσθαι εν υπαίθρω και τούτο μέσω της αναγνώρισης στους συμμετέχοντες όχι μόνον δικαιωμάτων αλλά και ευθυνών για την ειρηνική διεξαγωγή της συνάθροισης. Ταυτόχρονα επιδιώχθηκε η σαφής οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της αστυνομικής αρχής στο πλαίσιο μιας έννομης τάξης που θέλει να σέβεται τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου» αναφερόταν στην αιτιολογική έκθεση.

Η πρόταση του 2012

Ως προς τις ουσιαστικές παρεμβάσεις, η πρόταση του 2012 διέκρινε δύο διαφορετικές αιτίες απαγόρευσης των διαδηλώσεων: την απαγόρευση για λόγους δημόσιας ασφάλειας και την απαγόρευση λόγω σοβαρής απειλής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής συγκεκριμένης περιοχής. «Για τη δεύτερη από τις εν λόγω περιπτώσεις ορίζει ότι η αστυνομική αρχή οφείλει να υποδείξει ως εναλλακτικές επιλογές άλλες περιοχές, κατάλληλες για τη διεξαγωγή της συνάθροισης» σημείωνε η αιτιολογική έκθεση.

Η πρόταση περιείχε 16 άρθρα κατανεμημένα σε πέντε κεφάλαια. Σε αυτά αναλυόταν ο ορισμός της «δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης», γινόταν διάκριση μεταξύ της «απαγόρευσης» μιας υπαίθριας δημόσιας συνάθροισης ως προληπτικού μέτρου από τους «περιορισμούς» και τη «διάλυσή» της που επιβάλλονται κατασταλτικά, ενώ ιδιαίτερη αναφορά γινόταν στον «οργανωτή» κάθε συνάθροισης, δηλαδή το πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, «αναδέχεται την ευθύνη για την ειρηνική πραγματοποίησή της και συνεργάζεται εν γένει με την Αστυνομία για την ομαλή διεξαγωγή της».

Το άρθρο 3 της πρότασης νόμου καθιέρωνε την υποχρέωση του οργανωτή για έγκαιρη γνωστοποίηση της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης στην κατά τόπο αρμόδια αστυνομική αρχή, ενώ το άρθρο 4 προέβλεπε τις λοιπές υποχρεώσεις του: «να απομακρύνει πρόσωπα που φέρουν όπλα, να περιφρουρεί εν γένει τη συνάθροιση και να ειδοποιεί εν γένει την αστυνομική αρχή για κάθε εκτροπή από τον ειρηνικό σκοπό της». Το άρθρο 5 κατονόμαζε τις υποχρεώσεις της Αστυνομίας: «Να διευκολύνει την ειρηνική προσέλευση των συμμετεχόντων και, σε συνεργασία με τον οργανωτή, να προστατεύει τη συνάθροιση από αντιδιαδηλώσεις, λαμβάνοντας προς τούτο κάθε αναγκαίο θετικό μέτρο».

Ποινικό αδίκημα

Η πρόταση νόμου όριζε ως ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα την παρεμπόδιση της ειρηνικής διεξαγωγής συνάθροισης με τέλεση βιαιοπραγιών και τη μη συμμόρφωση προς τις υποδείξεις του οργανωτή ή τους περιορισμούς που επιβάλλει η Αστυνομία και αναγνώριζε ποινική ευθύνη του οργανωτή «για την αποκατάσταση των ζημιών όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση». Από την ευθύνη αυτή, βάσει της πρότασης νόμου, ο οργανωτής απαλλασσόταν εάν είχε μεταξύ άλλων «αποδείξει ότι είχε λάβει τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας, φέρνοντας ο ίδιος εν προκειμένω το βάρος της αποδείξεως».

Το άρθρο 7 ανέφερε περιορισμούς «είτε σε σχέση με επικείμενη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, εάν πιθανολογείται ότι η διεξαγωγή της θα διαταράξει δυσανάλογα την κοινωνικοοικονομική ζωή στη συγκεκριμένη περιοχή, είτε σε σχέση με εν εξελίξει (συνάθροιση) ενόψει των συντρεχουσών συγκεκριμένων περιστάσεων προκαλεί τέτοιο αποτέλεσμα».

Τέλος, το άρθρο 8 αναφερόταν «στα της διάλυσης δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων είτε λόγω μη συμμόρφωσης προς τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στη διεξαγωγή της είτε λόγω τέλεσης αξιόποινων πράξεων με χρήση βίας κατά ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ιδιοκτησίας και της πολιτειακής εξουσίας».

Ως αρμόδια Αρχή για την απαγόρευση επικείμενης διαδήλωσης οριζόταν ο οικείος γενικός αστυνομικός διευθυντής με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου των Πρωτοδικών και απλή γνώμη του δημάρχου. Για εν εξελίξει διαδήλωση την ευθύνη επιβολής περιορισμών ή διάλυσής της είχε η παριστάμενη αστυνομική αρχή, ενώ ως προς τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών αναφερόταν ρητά η απαγόρευση της χρήσης χημικών ενόψει της πρακτικής πολλών άλλων χωρών.