Με τον ρυθμό αύξησης της ευρωπαϊκής οικονομίας, το τελευταίο τρίμηνο, να διαμορφώνεται στο 0,1%, ένας τρίτος παρατηρητής, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μπορεί να μιλά για επιβράδυνση. Στην πιο ρεαλιστική εκδοχή των πραγμάτων, ωστόσο, ετοιμάζεται για την ύφεση που έρχεται. Γι’ αυτήν που εμμέσως πλην σαφώς προειδοποίησε ο πρώην πλέον πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, στην ομιλία – παρακαταθήκη προς τη διάδοχό του, Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά και προς τον άξονα Βερολίνου – Βρυξελλών.

Πολύ πριν από τον Ντράγκι, την αρνητική εξέλιξη των πραγμάτων είχαν προβλέψει, σχεδόν στο σύνολό τους, τα τμήματα αναλύσεων των μεγάλων ξένων χρηματοπιστωτικών ομίλων. Και προειδοποιούσαν. Απλώς, εντόπιζαν χρονικά το φαινόμενο προς το τέλος του 2020 – αρχές του 2021. Ποιος ήταν ο παράγοντας που επιτάχυνε τις εξελίξεις; Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας, που λειτούργησε αστάθμητα και πλέον μαίνεται. Θεωρείται δε δεδομένο ότι οι επιπτώσεις του δεν θα περιορισθούν στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, αλλά, ακριβώς εξ αυτού του λόγου (επειδή δηλαδή ξεκινά από αυτές), θα «χτυπήσουν» παντού. Κατά συνέπεια και στην Ευρώπη. Η αρχή πάντως έγινε από την Κίνα.

Στην πραγματικότητα, αυτή τη στιγμή, κανείς δεν γνωρίζει τον ρυθμό ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας. Ακόμα και οι επίσημες ανακοινώσεις έχουν προ πολλού εγκαταλείψει τα «υψίπεδα» του 8% και του 9% (και πιο παλιά των εξωπραγματικών σήμερα διψήφιων ποσοστών) και κινούνται στους «πρόποδες» του 6%. Οι τάσεις; Πτωτικές και θα επιβαρυνθούν περαιτέρω, όταν ο πόλεμος με τις ΗΠΑ μπει σε διαδικασία κορύφωσης.

Στην Ουάσιγκτον, την ίδια ώρα, η Fed δίνει μάχη να αποτρέψει το παλιρροιακό κύμα που έρχεται. Είναι όμως οπισθοφυλακής. Και το κλίμα αυτό αναδύεται από όποια έκθεση κι αν διαβάσει κανείς. Προκύπτει όμως και από την ανάλυση βασικών δεικτών της αμερικανικής οικονομίας. Οι ενέσεις αισιοδοξίας από τη Wall Street αραιώνουν, αν και όλες πιστώνονται ακόμα στον πρόεδρο Τραμπ, προσωπικά, ο οποίος επενδύει στο γεγονός ότι θα προλάβει να επανεκλεγεί, πριν σκάσει το κύμα.

Και η Ελλάδα; Μέσα σε αυτό το διεθνές περιβάλλον έχει να ελπίζει στα πλεονάσματά της και στους δημοσιονομικούς χώρους που μετά τη δεκαετή κρίση έχουν δημιουργηθεί, για να ελπίζει ότι αυτή τη φορά θα διασωθεί. Υπό άλλες συνθήκες, θα απογειωνόταν. Τώρα διαπιστώνει απλώς ότι είναι άτυχη και θα συνεχίσει την αέναη προσπάθειά της.