Είναι φοβερό το πώς συζητάμε κάθε τρεις και λίγο για την Αθήνα και, παρ’ όλα αυτά, έχουμε καταφέρει να μη συζητάμε τίποτα. Φταίνε, ίσως, κι οι αφορμές και η βουλιμία με την οποία καταβροχθίζουμε πια την πληροφορία για να τη χωνέψουμε μετά σαν τα μωρά, με ένα χτυπηματάκι στην πλάτη και καμιά ανάμνηση να αφήνει κάτι πίσω.

Την προηγούμενη βδομάδα, με αφορμή τη γενική απεργία, έγινε μια ολόκληρη κουβέντα για το πώς «οι λίγοι ταλαιπωρούν τους πολλούς», με αυτούς τους όρους, μια μη κουβέντα δηλαδή, στην οποία ο καθένας ξέσπασε τον δικό του τον καημό και τέλος. Το θέμα που μας ένοιαζε, υποτίθεται, η ταλαιπωρία, μπήκε σε δεύτερο πλάνο. Μα προφανώς, αφού η ταλαιπωρία αυτή είναι πλέον συνήθειο.

Η Αθήνα άλλωστε έχει ένα χαρακτηριστικό: γίνεται αβίωτη πάρα πολύ εύκολα. Δεν χρειάζεται μια γενική απεργία για να την αναστατώσει, αρκεί ένα κλείσιμο δρόμου, μια λιτανεία ή μια επίσκεψη επισήμου που θα κλείνει κλιμακωτά το κέντρο για τα, απολύτως λογικά, μέτρα ασφαλείας. Ουδείς αντιδρά σε αυτά και δικαίως διότι, στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για ένα δικαίωμα και ένα τελετουργικό ριζωμένο στον πολιτισμό μας και, στη δεύτερη, για μια αυτονόητη υποχρέωση.

Ποιος κοιτάει όμως τα ζητήματα καθημερινότητας; Στους δρόμους της Αθήνας βασιλεύει το απόλυτο «ό,τι να ‘ναι». Ενας αστικός ιστός γεμάτος αυτοκίνητα, ποδήλατα όπου να ‘ναι, πατίνια να σουλατσάρουν σε δρόμους υψηλής ταχύτητας πριν τα παρατήσουν οπουδήποτε, δρομάκια μπλοκαρισμένα από το παρκάρισμα, μεγαλύτεροι δρόμοι διπλοπαρκαρισμένοι, πεζοδρόμια που αν δοκιμάσεις να περπατήσεις με τακούνια φλερτάρεις με τους ορθοπεδικούς γιατρούς των επειγόντων.

Τα πεζοδρόμια δε, όταν δεν είναι κατειλημμένα από τραπεζοκαθίσματα, διαφημιστικά σταντ ή ό,τι άλλο του καπνίσει του καθενός, πολύ συχνά είναι βρώμικα με γλίτσα ή με τα σκουπίδια των συμπολιτών μας – ειδικά σε περιοχές όπου πρέπει να περπατήσεις αρκετά για να βρεις κάδο απορριμμάτων. Είναι πάρα πολύ εύκολο να τα βάλεις με τους πολίτες γι’ αυτό αλλά έχουμε διερωτηθεί γιατί κάποιες πόλεις είναι πιο καθαρές από άλλες;

Ή γιατί σε κάποιους χώρους εντός της Αθήνας δεν παρατηρείται η ίδια ρύπανση (κλασικό παράδειγμα το μετρό); Εχει αποδειχθεί πως, σε μεγάλο ποσοστό, οι πολίτες «προσαρμόζουν» τη συμπεριφορά τους και την κουλτούρα συντήρησης που επιδεικνύουν απέναντι σε έναν χώρο ανάλογα με το πόσο προσεγμένος είναι ο ίδιος από τον φορέα που τον διαχειρίζεται επισήμως. Οταν υπάρχουν φορείς λογοδοσίας ας μην ψάχνουμε αλλού για το φταίξιμο.

Κάπου κάπου σκάει στη δημοσιότητα κάποια πρόταση για περιορισμό της χρήσης ΙΧ μέσα στο ιστορικό κέντρο, η οποία ακούγεται πραγματικά καταπληκτική ιδέα – το εννοώ. Οι εμπνευστές της μας λένε το κλασικό επιχείρημα του επαρχιώτη, το «στο εξωτερικό έτσι το κάνουν», που φυσικά παραβλέπει πάντοτε τυχόν άλλες, κρίσιμες και χρήσιμες, παραμέτρους που ίσως να υπάρχουν στο εξωτερικό αλλά όχι εδώ πέρα. Οπως π.χ. την ποιότητα των δημόσιων συγκοινωνιών.

Διερωτώμαι πόσοι από αυτούς που τσακώνονταν στα πάνελ περί ταλαιπωρίας και δικαιωμάτων έχουν περιμένει 16 λεπτά σε ώρα αιχμής στο μετρό το καλοκαίρι, για να στριμωχτούν σε βαγόνια χωρίς κλιματισμό όπου ακόμη και υγιής άνθρωπος μπορεί να φτάσει τα όρια της λιποθυμίας.

Ή πόσοι έχουν φάει μισάωρο σε στάσεις λεωφορείων, ακόμη και σε ώρα που δεν θεωρείται αιχμής, επειδή έκαναν το λάθος, ίσως, να πιστέψουν τα ωράρια των δρομολογίων. Και δεν είναι «λαϊκισμός» αυτό, είναι αλήθεια. Λαϊκισμός θα είναι το δάκρυ που θα χύνεται για το δικαίωμα του λαού να έχει φθηνή, δημόσια, συγκοινωνία αν βρεθεί κάποιος να πετάξει την ιδέα να την ιδιωτικοποιήσουν κι αυτή επειδή δεν δουλεύει καλά. Δεν τα συζητάνε αυτά στις άλλες χώρες νομίζετε;

Μας έχουν φάει οι «μεγάλοι» στόχοι. Η Αθήνα θέλει να έχει μεγάλα ξενοδοχεία, πολλούς τουρίστες, μεγάλο πολιτισμό. Κι είναι αλήθεια ότι έχει και την ομορφιά της, ειδάλλως δεν θα μας θύμωνε τόσο. Αλλά ώρες ώρες, αν αρχίσεις να κοιτάς προσεκτικά, θα δεις κατοίκους που δεν γκρινιάζουν πια γιατί είναι πέρα από το στάδιο της γκρίνιας, είναι σε αυτό της παραίτησης. Κι εκεί πρέπει να πούμε πως, φτάνει κάπου λίγο με τους συμβολισμούς, θέλουμε και λίγη πραγματικότητα.