Στο επίκεντρο της συνταγματικής αναθεώρησης ήρθαν σχεδόν αναγκαστικά οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, αλλά στην πραγματικότητα η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να αρχίσουν οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες για την αλλαγή άρθρων του καταστατικού χάρτη της χώρας έφερε πιο μπροστά και τις ανακοινώσεις για το προσύμφωνο του Πρωθυπουργού με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο για την εκκλησιαστική περιουσία.

Οι προτάσεις των δύο κομμάτων εξουσίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, έμειναν στην άκρη στην παρούσα φάση, καθώς το προσύμφωνο Εκκλησίας και Πολιτείας επισκιάζει την ουσιαστική συζήτηση για δομικές αλλαγές στο Σύνταγμα. Μια κορυφαία θεσμική διαδικασία, όπως αυτή της συνταγματικής αναθεώρησης, αποδυναμώνεται τουλάχιστον για την τρέχουσα περίοδο, καθώς όλοι εστιάζουν στο ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, παρά την κυρίαρχη αντίληψη ότι είναι αγεφύρωτο το χάσμα μεταξύ των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, υπάρχουν οι προοπτικές και οι συνθήκες για να εξευρεθούν σημεία επαφής που θα δημιουργήσουν ένα πιο συναινετικό κλίμα, αν και αυτή η προσδοκία αποδυναμώνεται λόγω της όξυνσης στο ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον με την σκανδαλολογία. Εξάλλου, καταγράφεται μια γενικότερη συμφωνία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, κυρίως μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΚΙΝΑΛ και Ποταμιού για αλλαγές και βελτιώσεις στο ισχύον Σύνταγμα.

Η στρατηγική επιδίωξη του Πρωθυπουργού ήταν στον δρόμο προς τις εκλογές να κλείσει ένα μεγάλο μέτωπο με την Εκκλησία, αν και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, ήθελαν πιο γενναίες προτάσεις που θα οδηγούσαν σε πλήρη διαχωρισμό. Η Εκκλησία, άλλωστε, από τη στιγμή που δεν θίγεται το προοίμιο του Συντάγματος ή άλλα βασικά άρθρα, όπως το 16 παρ. 2, όπου γίνεται λόγος για διαμόρφωση «εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης», δεν σηκώνει τους τόνους, καθώς εξασφαλίστηκε παράλληλα και η μισθοδοσία των κληρικών, έστω και διά της επιδότησης.

ΠΕΔΙΟ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ. Από την άλλη πλευρά, όπως λένε ανώτερα στελέχη της κυβέρνησης, σφυρηλατείται μια σταθερή και λειτουργική σχέση με την Εκκλησία, παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές προσλαμβάνουσες. Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμα και με φόντο τις αλλαγές στο άρθρο 3 του Συντάγματος, δεν προοιωνίζεται σφοδρή αντιπαράθεση Εκκλησίας – κυβέρνησης, με τις δύο πλευρές να δείχνουν να έχουν βρει ένα πεδίο ισορροπίας. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα μεγάλο βήμα για τον εξορθολογισμό των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας που έχουν τους διακριτούς τους ρόλους.

Επίσης, σημασία δίνει η Ιεραρχία και στη διακήρυξη της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους στο άρθρο 3 του Συντάγματος που διασφαλίζει ότι το κράτος αποτελεί τον εγγυητή της θρησκευτικής ελευθερίας, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος έλαβε τη διαβεβαίωση από τον Πρωθυπουργό ότι η αναθεώρηση του άρθρου 3 δεν έρχεται σε αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του λαού μας.

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΟΝΤΡΑ. Οπως όμως είναι αναμενόμενο, η συνταγματική αναθεώρηση θα αποτελέσει και πεδίο συγκρούσεων κυρίως για ιδεολογικά ζητήματα. Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί τη ΝΔ ότι η πρότασή της δεν είναι άλλο παρά η «συνταγματοποίηση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού» και αυτό το στηρίζει στο ότι ζητεί να κριθούν αναθεωρητέα όλα τα άρθρα του Συντάγματος που εισηγούνται τα κόμματα. Αντίθετα, η ΝΔ μιλά για «εργαλειοποίηση» και της διαδικασίας αναθεώρησης και για προεκλογικό πολιτικό παίγνιο και υποστηρίζει ότι από την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ απουσιάζουν θέσεις για τη Δημόσια Διοίκηση, την αξιολόγηση και την αξιοκρατία, την εκπαίδευση, την ενθάρρυνση της ανάπτυξης και των επενδύσεων, την ανάγκη να θωρακισθεί η ανεξαρτησία και να απονέμεται ταχύτερα η Δικαιοσύνη. Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι απουσιάζουν προβλέψεις για τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας, καθώς και εγγυήσεις για το κράτος δικαίου και την καλύτερη λειτουργία των θεσμών.