Το νομοσχέδιο για τον Κλεισθένη I προβλέπει τη μεγαλύτερη πρόσδεση των δήμων και των περιφερειών στις ανάγκες των επιχειρήσεων, τη συμβολή τους στη διαμόρφωση «φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος», μέσα από παραχωρήσεις δημοτικής περιουσίας και γης στους επιχειρηματικούς ομίλους. Ενισχύει την ανταποδοτικότητα υπηρεσιών και αντίστοιχα τα χαράτσια εις βάρος του λαϊκού εισοδήματος, προβλέπει την επιχειρηματικότητα των ίδιων των ΟΤΑ με τη συμμετοχή τους σε σχήματα όπως η Σύμπραξη Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) κ.ά.

Η συντριπτική πλειοψηφία των τοπικών Αρχών, πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων, τα συλλογικά τους επιτελεία ΚΕΔΕ – ΕΝΠΕ, διαχειρίστηκαν σε πλήρη σύμπνοια την ίδια αντιλαϊκή πολιτική. Υλοποίησαν την πολιτική της επιβολής φόρων, των ελαστικών σχέσεων εργασίας, της εμπορευματοποίησης κοινωνικών τομέων, αποδέχθηκαν την περιστολή της κρατικής χρηματοδότησης, τη διεύρυνση της ανταπόδοσης, της διασύνδεσης των τοπικών οργάνων με τις επιχειρήσεις και τις επιδιώξεις τους.

Αυτό που στρατηγικά επιδιώκεται είναι οι πόροι της τοπικής διοίκησης να έχουν ως κύρια πηγή τους την ανταποδοτικότητα, δηλ. τη φοροληστεία των πολιτών. Η κρατική χρηματοδότηση να συνεπικουρεί την επιχειρηματικότητα και την φοροεισπρακτική δεινότητα των δήμων. Πρόκειται άλλωστε για αστικούς εκσυγχρονισμούς, «δοκιμασμένους» ήδη από χρόνια στις χώρες της ΕΕ και σε άλλα καπιταλιστικά κράτη και η κυβέρνηση ενισχύει θεσμικά μια τέτοια πορεία.

Δικαιωθήκαμε με τη θέση που χρόνια προβάλλουμε, ότι η μεγάλη πλειοψηφία των τοπικών προβλημάτων είναι απόρροια της γενικής πολιτικής γραμμής, ότι είναι αδύνατον να υπάρχει τοπική ευημερία, να υπάρχουν φιλολαϊκές τοπικές νησίδες, όσο υπάρχει η βάρβαρη και αντιλαϊκή κεντρική πολιτική. Σήμερα, υπάρχει πλούσια πλέον εμπειρία. Οι διοικητικές αναδιαρθρώσεις που έγιναν στο παρελθόν δεν έφεραν ανάπτυξη προς όφελος του λαού, δεν αναίρεσαν τις οικονομικές περιφερειακές ανισομετρίες και πολύ περισσότερο τη συγκέντρωση του πλούτου σε λίγα χέρια, εις βάρος της λαϊκής πλειοψηφίας.

Ενδεικτικό της αντιδραστικής κατεύθυνσης του νομοσχεδίου είναι το άρθρο 130, που επιτρέπει να παυθούν αιρετοί και όργανα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «για σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος με απόφαση υπουργού». Σκόπιμα παραμένει, το εν λόγω άρθρο ασαφές και απειλητικό και αφορά όποιον «δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις», δηλ. όποιον δήμαρχο, δημοτική Αρχή, κοιτάζει προς τη μεριά των λαϊκών αναγκών και δικαιωμάτων.

Οσον αφορά το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, συμφωνούμε, γιατί υπερασπιζόμαστε την ισοτιμία της ψήφου, όσο μπορεί αυτή να διασφαλιστεί στα πλαίσια αυτού του άδικου συστήματος. Αυτό μόνο του όμως, δεν μπορεί να αλλάξει τον χαρακτήρα ή να αποτρέψει το αντιδραστικό περιεχόμενο αυτών των τοπικών κρατικών θεσμών που ενισχύθηκαν την τελευταία 25ετία με σειρά από αντιδραστικές αλλαγές. Για όσους κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν σε τι αναφερόμαστε, ας δουν το εκλογικό σύστημα στις χώρες της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εκεί συναντάμε και την απλή αναλογική για τα Δημοτικά Συμβούλια, καθώς και την εκλογή του δημάρχου απ’ αυτά. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι πήραν διαζύγιο αυτοί οι τοπικοί κρατικοί θεσμοί με τη διαπλοκή και τη συναλλαγή με συμφέροντα που είναι «νύχι – κρέας», της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτή είναι η στρατηγική επιδίωξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με ιδιαίτερη στόχευση να ξεγελάσει τους εργαζομένους, να αποσπάσει τη συναίνεση του λαού. Θέλουν τον λαό όχι μόνο αποδέκτη της πολιτικής τους, αλλά συμμέτοχο στο έγκλημα που ξετυλίγεται εναντίον του.